Aρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ.
Το κύριο ερώτημα που τίθεται σήμερα στο
κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο είναι με ποιόν τρόπο μπορεί να αντιστραφεί
η κρίση την οποία βιώνουμε, για την οποία μάλιστα όλοι σχεδόν παραδέχονται ότι
δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά μια κρίση αρχών και αξιών. Όλοι κατακρίνουν την
τακτική της αρπαγής, η οποία οδηγεί στην εξαθλίωση, και παράλληλα προτείνουν ή
εφαρμόζουν λύσεις, οι οποίες ωστόσο με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν σε δεινότερη
θέση τους ήδη ταπεινωμένους ηθικά και οικονομικά λαούς. Η χειρότερη μάλιστα
παγίδα, στην οποία όλοι μας σχεδόν πέφτουμε, είναι ότι θεωρούμε υπεύθυνους της
οποιαδήποτε καταστροφής τους πάντες εκτός από τον εαυτό μας. Όπως ακριβώς ο
Αδάμ έριξε το φταίξιμο της παρακοής στη γυναίκα και στο Θεό και η γυναίκα με τη
σειρά της στο διάβολο(Γεν. 3,13-14), έτσι και εμείς αγνοώντας την εσωτερική μας
αιχμαλωσία από τα πάθη θεωρούμε υπεύθυνους για τα δεινά που υπάρχουν στον κόσμο
μόνο τους άλλους και όχι τον ίδιο τον εαυτό μας.
Αποτελεί χαρακτηριστικό του μεταπτωτικού
ανθρώπου. Η κοινωνία μας έχει οικοδομηθεί δυστυχώς πάνω στην αμαρτία, όντας
αυτονομημένης και αποστασιοποιημένης από το Θεό. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο
γίνεται λόγος για ειρήνη, δικαιοσύνη, ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, για αγάπη
και αγωνίζονται πολλοί άνθρωποι για την επικράτηση αυτών των ιδανικών, με
τρόπους και Μέσα, πολλές φορές, όπως λ.χ. η βία, που ωστόσο διαιωνίζουν το
κακό. Δεν γνωρίζουν ότι εάν όλοι μας καταπολεμούσαμε τα πάθη μας θα μπορούσαμε
να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο. Εάν καταπολεμούσαμε τα πάθη της φιλαργυρίας,
της πλεονεξίας, της απληστίας, δεν θα υπήρχαν πόλεμοι, εκμετάλλευση, κοινωνική
αδικία, κλοπές. Εάν καταπολεμούσαμε το πάθος της φιλαυτίας δεν θα
ενδιαφερόμασταν μόνο για τον εαυτό μας αλλά και για το συνάνθρωπό μας.
Βουτηγμένοι μέσα στα πάθη μας, και ανυποψίαστοι για την τραγικότητα των δεσμών
της αμαρτίας, όταν μας θέτουν το ερώτημα ποιος είναι ο υπεύθυνος τελικά για το
κακό που υπάρχει στον κόσμο, η απάντηση που δίνουμε είναι απλή και εύκολη: «Δεν
φταίω εγώ αλλά ο άλλος. Φταίει ο άλλος για όλα τα δεινά που υπάρχουν στον
κόσμο. Εγώ είμαι σωστός, ο δίκαιος, ο ενάρετος. Όλοι οι άλλοι φταίνε».
Δυστυχώς όλοι μας, όλη η ανθρωπότητα,
βρίσκεται σε μια γενική κατάσταση κατάκρισης και καταλαλιάς. Όλοι κατακρίνουμε
το συνάνθρωπό μας και τον θεωρούμε υπεύθυνο για τα δεινά του κόσμου, για την
αδικία, για τους πολέμους, χωρίς να μπορούμε να υποψιαστούμε πόσο και εμείς
έχουμε συμβάλλει σε αυτήν την κατάσταση με τις καθημερινές μας αμαρτίες.
Επισημαίνει ο αρχιμανδρίτης Γέροντας Σωφρόνιος: «τα πάθη μας είναι εκείνα που
καταδυναστεύουν τον κόσμο. Κατά συνέπεια, αυτό που ζούμε δεν είναι ξέχωρο από
τη ζωή του κόσμου»i, και στη
συγκεκριμένη περίπτωση τα πάθη της φιλαργυρίας, του εγωισμού, της κενοδοξίας,
όπως αναφερθήκαμε παραπάνω. Όπως και αντίστροφα, ο συνεχής αγώνας για εσωτερική
μεταμόρφωση που εκφράζεται με την μετάνοια αποτελεί την αποτελεσματικότερη και
δυναμικότερη επανάσταση που διώχνει την κυριαρχία του κακού από τον κόσμο.
Μια εξωτερική διόρθωση των κακώς κειμένων δεν
είναι ο ασφαλής τρόπος για την καταπολέμηση του κακού αλλά μόνο η εσωτερική
οντολογική μεταμόρφωση του κάθε ανθρώπου έχει βέβαια αποτελέσματα. «Απόκτησε
εσωτερική γαλήνη και χιλιάδες γύρω σου θα σωθούν», δίδασκε ο Άγιος Σεραφείμ του
Σάρωφ. Πόσες αντιθέσεις πραγματικά θα παραμερίζονταν, αν δεν κυριαρχούσε ο
ατομικός ή ο ομαδικός εγωισμός στις σχέσεις μας! Εάν πραγματικά καθαρίσουμε τη
ψυχή μας από τα πάθη και κυρίως από τον εγωισμό και τη φιλαυτία μέσω της
ασκήσεως τότε θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε έναν κόσμο που δεν θα κλέβει αλλά
θα προσφέρει, που δεν θα κατηγορεί αλλά θα παρηγορεί, που δεν θα ψεύδεται αλλά
θα υπηρετεί την αλήθεια, που δεν θα αδικεί αλλά θα δίνει ψωμί στον φτωχό, που
δεν θα εκμεταλλεύεται αλλά θα ελεεί, που δεν θα σπαταλά αλλά θα αναγνωρίζει και
τη χρεία του αδελφού.
Αν ήμασταν όλοι ασκητικοί στη ζωή μας, δεν θα
υπήρχε κοινωνικό πρόβλημα και θα ζούσαμε όλοι αγαπημένοι μεταξύ μας, πλούσιοι
και φτωχοί. Οι πλούσιοι θα βοηθούσαν τους φτωχούς και οι φτωχοί δεν θα
φθονούσαν τους πλουσίουςii. Πρωταρχικό
καθήκον όλων μας είναι η μετάνοια, η αλλαγή και μεταστροφή του νου του
ανθρώπου, ως μια υπαρξιακή μεταστροφή όπως και ο αρχιτελώνης Ζακχαίος ο οποίος
μας υπενθυμίζει ότι η οποιαδήποτε αλλαγή στη κοινωνία μας έρχεται ως αποτέλεσμα
της δικής μας εσωτερικής αλλαγής και δεν επιβάλλεται έξωθεν(Λουκ.19,1-10).
Αν ο Ζακχαίος απλά επέστρεφε στο τετραπλάσιο
όσα είχε αρπάξει, τότε απλά θα επρόκειτο για απόδοση δικαιοσύνης. Οι νόμοι της
εποχής εκείνης αυτό ακριβώς όριζαν, ότι δηλαδή εάν κάποιος είχε αδικήσει κάποιο
συνάνθρωπό του, όφειλε να του επιστρέψει στο τετραπλάσιο αυτό που είχε αρπάξει
με αδικία. Ο Ζακχαίος όμως δεν θεραπεύει απλά την αδικία που είχε διαπράξει,
αλλά προχωρά ένα βήμα παραπάνω: θεραπεύει το αίτιο που προξένησε την αδικία,
δηλαδή την πλεονεξία. Έτσι, από πλεονέκτης και άρπαγας γίνεται φιλάνθρωπος και
ελεήμων, δίνοντας τα μισά των υπαρχόντων του στους φτωχούς. Γι’ αυτό και ο
Χριστός δεν επαινεί απλά μια μεταστροφή προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης
της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά επιβεβαιώνει ότι στην καρδιά του Ζακχαίου έχει
ήδη πραγματοποιηθεί σωτηρίαiv.
Ο αγώνας για αλλαγή και μετάνοια δεν σημαίνει
και αδιαφορία για τα καθημερινά κοινωνικά προβλήματα. Εμείς οι Χριστιανοί
έχουμε χρέος να επεκτείνουμε την προσπάθεια μας για την εξυγίανση των άδικων
κοινωνικών δομών. Δυστυχώς το κακό δεν είναι μόνο εσωτερική κατάσταση, αλλά και
κοινωνική πραγματικότητα. Έχει αποκρυσταλλωθεί σε νόμους και θεσμούς. Δεν
μπορούν να μένουν αδιάφοροι οι Χριστιανοί απέναντι στην εκμετάλλευση ανθρώπου
από άνθρωπο. Ταυτόχρονα όμως η ευαγγελική διδασκαλία απαιτεί από τον άνθρωπο
όχι απλώς δικαιοσύνη, αλλά αγάπη που περιέχει και υπερβαίνει τη δικαιοσύνη.
Στην περικοπή της «Κρίσεως» ο Χριστός μας βεβαιώνει ότι δεν θα κατακριθούν μόνο
όσοι στη ζωή τους διέπραξαν μεγάλες αδικίες· θα κατακριθούν και όσοι έμειναν
αδιάφοροι μπροστά στον ανθρώπινο πόνο και την αδικία(Ματθ. 25, 41-43).
Ο Ρώσος φιλόσοφος Ν. Μπερντιάγιεφ έγραφε ότι «το
πρόβλημα του δικού μου ψωμιού είναι πρόβλημα υλικό, αλλά το πρόβλημα του ψωμιού
των διπλανών μου, ολόκληρου του κόσμου, είναι πνευματικό και θρησκευτικό
πρόβλημα. Ο άνθρωπος δεν ζει μονάχα για το ψωμί, ζει όμως με ψωμί, και πρέπει
όλοι οι άνθρωποι να έχουν ψωμί»v.
Εφόσον πιστεύουμε στο Χριστό και το Ευαγγέλιό
Του, οφείλουμε να οργανώσουμε την κοινωνική, πολιτική και οικονομική μας ζωή
σύμφωνα με αυτή την πίστη. Πίστη στη βαθειά αξιοπρέπεια του μικρού, του
αδύνατου, του φτωχού. Ο χριστιανός που θέλει να είναι συνεπής με την πίστη του
οφείλει να στρατευθεί στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη.
Στο επίπεδο της προσωπικής του ζωής ο πιστός
κινούμενος από πνεύμα αγάπης και της αυτοθυσίας μπορεί να δεχθεί ή ακόμα και να
επιδιώξει τη φτώχεια για την πνευματική του τελείωση. Στο κοινωνικό όμως
επίπεδο καλείται ν’ αγωνιστεί για την άρση της αδικίας, που διαρκώς αυξάνει
δημιουργώντας τεράστια προβλήματα και εκρηκτικές καταστάσεις μέσα στην
ανθρωπότηταviii. Ο Θεάνθρωπος
Ιησούς γεννήθηκε και μεγάλωσε σ' έναν κόσμο, όπου η κοινωνική κρίση ήταν
αντίστοιχη ή και χειρότερη από τη σημερινή. Σ' έναν κόσμο με τεράστια
οικονομικά προβλήματα, σκάνδαλα, ανίκανους ηγέτες και διαφθορά. Σ' αυτή την
κοινωνία επικρατούσε η εκμετάλλευση των αδυνάτων από τους δυνατούς και ισχυρούς
που εκφραζόταν κυρίως μέσω της δήμευσης περιουσίας τους λόγω αδυναμίας
αποπληρωμής των χρεών. Έτσι, οι φτωχοί γαιοκτήμονες, που δανείστηκαν από τους
πλούσιους με τοκογλυφικούς όρους και δεν είχαν να πληρώσουν, έχαναν τη γη τους
και όλος ο πλούτος είχε μαζευτεί στα χέρια λίγων, σκληρών και αδίστακτων
εκμεταλλευτών. Ο Ιησούς μέσα από τις παραβολές Του μας έδωσε πολλά παραδείγματα
πως πρέπει να είναι η ζωή μας, πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε απέναντι στο Θεό
και στο συνάνθρωπο. Αποκάλεσε «άφρονα» τον πλούσιο που μαζεύει θησαυρούς στις
αποθήκες του (τράπεζες σήμερα), καταδίκασε αυτόν που δεν δέχεται να μειώσει το
χρέος του συνανθρώπου του που υποφέρει, απαίτησε πραγματική φιλανθρωπία με
πράξεις. Επίσης, η πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων είχε αντιμετωπίσει
αποτελεσματικά θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο πλούτος ως διαιρετικός
παράγοντας ξεπεράστηκε. Στην πρώτη Εκκλησία όλα ήταν κοινά, δεν υπήρχε κανένας
φτωχός ανάμεσά τους και όλα τα αγαθά ανήκαν σε όλους. (Πραξ.4,32). Η εμπειρία
του αναστημένου Χριστού στη Θεία Ευχαριστία μεταμορφώνει τη ζωή των πιστών και
οδηγεί στην πώληση των υπαρχόντων τους προς διακονία των ενδεών αδελφών: «οὐδὲ
γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον,
πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων·»(Πραξ.4,34).
Έτσι η πρώτη Εκκλησία είχε εξαλείψει την αδικία.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας απαρνήθηκαν πλούτη
και ευκολίες και έκαναν τιτάνιο αγώνα για να διαδώσουν το μήνυμα της σωτηρίας.
Αντιτάχτηκαν πολλές φορές στην εξουσία και στην αδικία, αντιτάχτηκαν στους
τοκιστές και στους τοκογλύφους, στους εκμεταλλευτές και στους πλουσίους και
απαίτησαν κοινωνική δικαιοσύνη. Μίλησαν για όλα τα θέματα που αφορούν και τη
σημερινή κοινωνία, τις τράπεζες, τους τόκους, τα χρέη, τη διαφθορά, τα μεγάλα
συμφέροντα, τους υποταγμένους στο χρήμα ηγέτες. Ο λόγος τους ήταν ευθύς και
σκληρός. Κατέκριναν την πλεονεξία, τον εγωϊσμό, την ιδιοτέλεια, τη φιλαυτία, τη
θεοποίηση του υλικού πλούτου. Ο Ν. Μπερντιάγιεφ μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «στον
Μέγα Βασίλειο όπως και στον Ιωάννη το Χρυσόστομο η κοινωνική αδικία,
δημιούργημα της κακής διανομής του πλούτου, κριτικάρεται με μια δριμύτητα που
θα έκανε τον Προυντόν και τον Μαρξ να χλομιάσουν» ix.
Δυστυχώς ο σύγχρονος κόσμος χωρίζεται στους
έχοντες και σ' εκείνους που εποφθαλμιούν τα κεκτημένα των άλλων. Ο αγώνας για
την απόσπαση της ξένης ιδιοκτησίας μπορεί να γίνει αδυσώπητος, καθώς κάποιοι
γίνονται αδίστακτοι όταν αποφασίζουν να αρπάξουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν πως
τους ανήκει. Ασφαλώς η Εκκλησία δεν υποστήριξε την ένοπλη πρακτική και τον
επαναστατικό τρόπο αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων. Αυτό δεν αρμόζει
στη φύση της. Η βία δεν καταπολεμείται με τη βία αλλά με την αγάπη, τον λόγο
και την προσωπική μεταμόρφωση. Οι Πατέρες μας επισημαίνουν ότι ο αγώνας ενάντια
στην κοινωνική αδικία δεν μπορεί να γίνεται για το δικό μας εγωιστικό συμφέρον
αλλά για τον συμφέρον του αδελφού μας. «Εκείνος που αδικείται από κάποιον και
δεν ζητεί το δίκιο του από αυτόν που τον αδικεί, δείχνει ότι πιστεύει στον
Χριστό και εκατονταπλάσια λαμβάνει στην παρούσα ζωή και ζωή αιώνια(Μαρκ. 10,30)
κληρονομεί», επισημαίνει ο άγιος Μάρκος ο ασκητήςx. Όταν η
αδικία αφορά το πρόσωπό μας θα πρέπει να κάνουμε υπομονή. Αυτή ακριβώς είναι
και η «μωρία» του Χριστιανισμού, η «μωρία» του Σταυρού όπως λέγει ο απόστολος
Παύλος (Α΄Κορ.1,18), το να μην επιδιώκουμε το ατομικό συμφέρον αλλά να
αναζητούμε το συμφέρον του συνανθρώπου. Εάν όλοι συμπεριφέρονταν με αυτόν τον
τρόπο, αν εργαζόμασταν για το συμφέρον του διπλανού, τότε θα υπήρχε και κάποιος
συνάνθρωπος που θα εργαζόταν για τη αποκατάσταση του δικού μας δικαίου. Έτσι θα
δημιουργούνταν μια «αλυσίδα» δικαιοσύνης η οποία θα περιελάμβανε όλους τους
ανθρώπους. Όμως εμείς σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία όπου ο κάθε άνθρωπος πολεμά
για το δικό του δίκιο, για το δικό του ατομικό συμφέρον αγνοώντας το δίκιο του
διπλανού. Γι’ αυτό άλλωστε ο αγώνας για δικαιοσύνη δεν τελεσφορεί, ακριβώς
διότι υποκινείται από εγωιστικά και ιδιοτελή κίνητρα. Η ανατροπή του παρόντος
κατεστημένου αδικίας οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου κατεστημένου αδικίας το
οποίο ίσως μπορεί να είναι και πιο βάναυσο από το προηγούμενο.
Ταυτόχρονα, οι χριστιανοί θα πρέπει να
προσέχουμε τη συμπεριφορά μας απέναντι στον συνάνθρωπό μας. Δεν είναι δυνατόν
να είμαστε ευσεβείς από τη μια και από την άλλη να εκμεταλλευόμαστε το
συνάνθρωπο που εργάζεται στην επιχείρηση μας διότι «αν δεν θέλεις να
κακοπαθείς, μην θέλεις να κακοποιείς. Γιατί το ένα ακολουθεί αναπόφευκτα το
άλλο. Επειδή ό,τι σπείρει ο άνθρωπος, τούτο και θα θερίσει (Γαλ. 6,7)».
Εν κατακλείδι, πάντοτε ο άνθρωπος θα πρέπει να
έχει στο μυαλό του το ευμετάβλητο και το πρόσκαιρο των ανθρωπίνων πραγμάτων. «Η
μνήμη του θανάτου είναι καθημερινός θάνατος. Και η μνήμη της εξόδου μας από την
ζωή αυτή, είναι συνεχής στεναγμός», λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτηςxiv. «Το να
πιστεύει κάποιος ότι ο πλούτος, η άνεση των υλικών αγαθών και η καλοπέραση
είναι αιώνιες καταστάσεις αποτελεί ένδειξη αφροσύνης και ασέβειας ενώ οι
άνθρωποι που ορθοφρονούν και θέλουν να εξασφαλίσουν σωστά την ζωή τους, δεν
θεωρούν ευχάριστη την πρόσκαιρη απόκτηση χρημάτων, αλλά τις ορθές και αληθινές
ιδέες. Αυτές τους κάνουν ευτυχείς. Γιατί ο πλούτος και κλέβεται και από
δυνατότερους αρπάζεται, η αρετή όμως της ψυχής, αυτή μόνο είναι απόκτημα και
ασφαλισμένο και που δεν μπορεί να κλαπεί, και μετά το θάνατο παρέχει τη σωτηρία
σε όσους την έχουν αποκτήσει. Έτσι οι φρόνιμοι δεν παρασύρονται από την
φαντασία του πλούτου και των άλλων ηδονών. Εκείνοι που προσπαθούν να ζουν την
ενάρετη και θεοφιλή ζωή, φροντίζουν για τις αρετές σαν κτήματά τους και σαν
αφορμή αιώνιας απολαύσεως. Τα πρόσκαιρα τα απολαμβάνουν όπως τύχει και όπως
δίνει και θέλει ο Θεός, και τα χρησιμοποιούν με μεγάλη χαρά και ευχαριστία προς
το Θεό κι αν ακόμη αυτά είναι μετριότατα. Γιατί οι πολυποίκιλες τροφές τρέφουν
τα σώματα ως υλικά, ενώ η γνώση του Θεού, η εγκράτεια, η αγαθότητα, η
αγαθοεργία, η ευσέβεια και η πραότητα θεώνουν την ψυχή»,όπως εύστοχα
επισημαίνει ο Μέγας Αντώνιοςxv.