Η δική μου η γενιά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διερωτηθήκαμε γιατί,
μέσα στις όλες άλλες χριστιανικές ομολογίες, οι Ορθόδοξοι δεν έχουμε μια
τέτοια παρουσία μιάς μαρτυρίας της δικής μας πίστεως σε άλλους λαούς.
Κι έτσι ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια με σύνθημα τη λέξη που είπατε
προηγουμένως, «Πορευθέντες», που είναι η τελευταία εντολή του Χριστού
προς τους μαθητάς του, η εντολή του Αναστάντος Κυρίου προς τους μαθητάς
του.
Καί σ’ αυτήν την δραστηριότητα μερικοί από μας είχαμε πεί: δεν φτάνει
να μιλούμε για το τι πρέπει να κάνουν οι άλλοι, πρέπει να πάμε κι εμείς
προσωπικά εκεί. ’58, ’59, ’60. Το ’60 αποφασίζω και γίνομαι κληρικός. ’61, ’62, ’63. Έρχεται ακριβώς το ερώτημα: ωραία,
εμείς μιλάμε πάρα πολύ γι’ αυτό το θέμα της εντολής. Καί ποιός θα πάει;
Ήξερα πάρα πολύ καλά ότι όταν κανείς είναι στρατιώτης, δεν λέει στους
άλλους να πάνε, ότι πρέπει ο ίδιος να πάει.
Κι έτσι αποφασίζω ότι πρέπει να προχωρήσω. Υπήρχε ένα μεγάλο δίλημμα: αν θα μπορούσα να αφήσω όλο αυτό τον χώρο τον οποίο τόσο πολύ τον αγαπούσα και με αγαπούσαν εδώ. Καί
θυμάμαι ήταν μία περίδος σιωπής, για ένα μήνα Χριστούγεννα κάτω στην
Πάτμο. Θυμάμαι ήταν μια χειμωνιάτικη σιωπηλή μέρα μπροστά σ’ εκείνο το
πέλαγος, το υπέροχο, και σκεφτόμουν ακριβώς: πρέπει η δεν πρέπει να
προχωρήσεις; Απλώς αισθάνθηκα ως απάντηση μία ερώτηση που έγινε μέσα
μου: σού φτάνει ο Θεός;
Εάν σού φτάνει πήγαινε, εάν δεν σού φτάνει, μείνε εδώ που κάθεσαι! Καί η
δεύτερη ερώτηση η οποία λίγο φώτισε την πρώτη, κριτικά: Αν όμως δεν σού φτάνει ο Θεός, τελικά ποιός είναι ο Θεός τον οποίο εσύ πιστεύεις;».