Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

06«’Έλα στην ζωή μας πίσω, τό στραβό νά κάνεις ίσο», γράφει ό στιχουργός καί ποιητής Νίκος Γκάτσος. Σέ ποιόν άπευθύνεται;
Στον «μπάρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη». Τόν ατρόμητο πολέμαρχο, τόν άληΘινό δημοκράτη, τόν πιστό χριστιανό.
Τό πραγματικό του όνομα ήταν ’Ιωάννης Τριαντάφυλλου, αλλά τόν ονόμασαν Μακρυγιάννη γιατί ήταν πολύ ψηλός, μακρύς. Γιάννης Μακρυγιάννης. Ό αγράμματος σοφός! Γεννήθηκε στό μικρό χωριό Αβορίτη Δωρίδος τό έτος 1797. Σέ ηλικία 23 χρόνων μυήθηκε οτή Φιλική Εταιρεία. Συμμετείχε στον άπευλευθερωτικό άγώνα, πολεμώντας πρώτα στήν Ήπειρο καί τήν Ρούμελη καί αργότερα στην Άθήνα καί τόν Μωριά. Μετά τήν απελευθέρωση ύπήρξε πρωταγωνιστής γιά τήν απόκτηση Συντάγματος άπό τό νεοσύστατο Κράτος. Επίσης μετά τόν Αγώνα, σέ μεγάλη ηλικία, μόνος του, αύτοδίδακτος έμαθε λίγη γραφή καί ανάγνωση.
Τό έτος 1853 καταδικάστηκε σέ θάνατο γιά «συνωμοσία» κατά τοϋ Βασιλέως Όθωνος, ή ποινή του στήν συνέχεια μετετράπη σέ ισόβια καί μετά άπό ένα χρόνο αποφυλακίστηκε. Έπί βασιλέως Γεωργίου A' έγένετο αντιστράτηγος. Πέθανε ειρηνικά, πιστός χριστιανός, τό έτος 1864 στήν Άθήνα, σέ ήλικία 67 χρόνων.
Τό έτος 1846 έγραψε τά «Απομνημονεύματά» του, πολύτιμη ιστορική πηγή, μέ τό «άπελέκητό» του, όπως ό ίδιος τό χαρακτηρίζει, γράψιμό του. ’Ένα έργο μέ γλώσσα απλή, λαϊκή, ολιγογράμματου άνθρώπου, γεμάτο όμως μέ πίστη στόν Θεό, αγάπη γιά τήν Πατρίδα καί σωστές -διαχρονικές ως άπεδείχδη- παρατηρήσεις γιά τά καλά καί τά ελαττώματα της Φυλής μας. Γράφει μία μεγάλη άλήθεια. «Χωρίς αρετή, πόνο εΐς τήν πατρίδα καί πίστη εις τήν Θρησκεία, Έθνη δέν υπάρχουν». Σημειώνει ακόμη μία μεγάλη αλήθεια. «Τό φιλότιμο δέν φτάνει γιά νά πάει κανείς μπροστά». Γιατί; Διότι οί 
Ελληνες έχουμε φιλότιμο, άλλά πρέπει ακόμα νά «είμαστε εις τό εμείς καί όχι εις τό εγώ». Ναί, «τούτην τήν Πατρίδα τήν έχουμε ούλοι μαζί καί σοφοί καί αγράμματοι καί στρατιωτικοί καί μικρότεροι άνθρωποι». Δέν έδίστασε νά στηλιτεύσει άρχοντες, συμπολεμιστές καί πολιτικούς, πού οδήγησαν τήν μικρή τότε γεωγραφικά Χώρα μας σέ νέες περιπέτειες. Αγανακτεί καί χωρίς βέβαια νά τό πιστεύει, καθ’ υπερβολήν γράφει: «Αν μας έλεγε κανένας αύτείνη τή λευτεριά όπου γευόμαστε, θά παρακαλούσαμε τόν Θεό νά μάς αφήσει μέ τούς Τούρκους, όσο νά γνωρίσουν οί άνθρωποι τι θά είπή Πατρίδα, τί θά είπή Θρησκεία. τί θά είπή αρετή καί τιμιότη». Αλλού καταγράφει ελαττώματα πού δυστυχώς διέτρεξαν όλον τόν χρόνον άπό έπανασυστάσεως τοϋ Ελληνικού Κράτους, μέχρι σήμερα. «Τίς πρό-σοδες τής Πατρίδας τίς κλέβομεν, άπό ύποστατικά δέν τής άφήνομεν τίποτας, ένα βάνομεν εις τό Ταμεΐον, δέκα κλέβομεν. Άγοράξομεν πρόσοδες, τίς τρώμεν όλες». Γιά τούς ανάξιους τής Εξουσίας γράφει: «Τέτοιοι μπαίνουν εις τά πράγματα, τέτοιους συντρόφους βάνουν. Οί περισσότεροι αγωνιστές καί οί χήρες καί ορφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια καί φαντασία γεμίσαμαν. Οί δανεισταί μάς ζητούν τά χρήματά τους, λεπτό δέν τούς δίνομεν καί κάνουν έπέμβασιν εΐς τά πράγματά μας. Καί ποτές δέν βρίσκομεν ΐσιον δρόμον. Ό Θεός νά κάμη τό έλεος Του».
Διαπιστώσεις γιά τήν εποχή του, πού δυστυχώς διαιωνίζονται στόν τόπο μας καί ισχύουν μέχρι καί τίς ήμερες μας. «Ό Θεός νά κάμη τό έλεος Του» καί τό παράδειγμα καί οί παρακαταθήκες τού Μακρυγιάννη καί άλλων σπουδαίων καί αγνών Ελλήνων, άς γίνουν έπί τέλους άποδεκτές άπό εμάς, τούς σημερινούς "Ελληνες, ώστε τό στραβό νά τό κάμωμεν Ίσιο!