Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΔΙΝΕΙ



Εσείς που βρήκατε τον σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
Ένα αιχμηρότατο βέλος ρίχνει κατευθείαν στην καρδιά της βολικής μας επανάπαυσης ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος με τους στίχους αυτούς. Ποιος κάθεται να σκεφθεί τον άλλο, τη στιγμή που εμείς είμαστε μια χαρά;
Κι όμως αυτή θα ’πρεπε να είναι η μόνιμη αγωνία και ανησυχία μας. Πως γίνεται να χαιρόμαστε τη ζωή μας ανέμελα, όταν άλλοι παραδίπλα υποφέρουν; Η αδιαφορία δεν μπορεί να έχει θέση στη ζωή του . Χριστιανός σημαίνει να είσαι του . Και ο Χριστός έζησε μόνο για τους άλλους. Καθόλου για τον εαυτό του. «Εαυτόν εκένωσεν» (Φιλ. 2, 7). Τον σταύρωσε για μας.
Έδειξε με τον τρόπο αυτό, ότι αξία δεν έχει μια ζωή με καλοπέραση, αλλά μια ζωή προσφοράς στον άλλο. Ύψιστο σκοπό της, βαθύτατο νόημά της, απόλυτη πληρότητά της όρισε την αγάπη.
Μα εμείς διαστρέψαμε και το περιεχόμενο της αγάπης. Στον δικό μας κόσμο, όπου κέντρο βάλαμε τον εαυτό μας, ακόμα και η αγάπη δεν είναι ακριβώς αγάπη. «Η αγάπη για τον συνάνθρωπό μας δεν είναι τάχα επιτακτική ανάγκη για μια καινούργια ιδιοκτησία;»
Είναι ο Νίτσε αυτός που αναρωτιέται. Και συνεχίζει τη σκέψη του, λέγοντας ότι σε μια τέτοια αγάπη συμβαίνει ο,τι και σε κάθε μας επιθυμία για οτιδήποτε καινούργιο: «Κουραζόμαστε με το παλιό, για ο,τι γνωρίζουμε καλά και σίγουρα. Έχουμε ανάγκη να τεντώσουμε τα χέρια μας ακόμα πιο μακριά. Και το πιο όμορφο τοπίο, όταν το ζήσουμε, όταν το έχουμε μπροστά στα μάτια μας για τρεις ολόκληρους μήνες, μας κουράζει, δεν είμαστε βέβαιοι για την αγάπη μας γι’ αυτό. Κάποια άλλη μακρινή όχθη, μας τραβάει περισσότερο. Γενικότερα, μια κατοχή μειώνεται με τη χρήση».
Μια αγάπη λοιπόν που είναι επιτακτική ανάγκη ιδιοκτησίας, κατοχής του άλλου για ευχαρίστηση του εαυτού μας, γρήγορα καταντάει πράγμα βαρετό. Δεν υπάρχει ευχαρίστηση, που να μη γίνεται με τον χρόνο ανιαρή. Γίνεται βαρετός ο άλλος και πρέπει να αντικαθίσταται συνεχώς, όταν, αντί να τον κάνουμε αποδέκτη της αγάπης μας, τον μεταβάλλουμε σε απλό όργανο της ευχαρίστησής μας. Είναι η κατάρα της εγωκεντρικής μας αναζήτησης. Να μη σταματάει ποτέ. Να ψάχνει ακόρεστη για νέους τρόπους και είδη ευχαρίστησης.
Μα είναι κάτι διαφορετικό η αγάπη που προσφέρεται, το χέρι που δίνεις για να στηριχτεί κάποιος επάνω του, όχι για να πάρεις κάτι εσύ. Όταν αγαπάς τον άλλο για ο,τι ακριβώς είναι αυτός ο άλλος, όχι για δική σου ευχαρίστηση. Αυτό είναι κάτι που θα σε γεμίζει παν-τοτε χαρά. Μια εμπειρία που θα παραμένει ζωντανή, αξέχαστη, ακόμα κι όταν όλα βουλιάξουν στης λήθης τον απύθμενο βυθό. Το περιγράφει όμορφα ο ποιητής:
Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν
όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν
θα ξεχαστούνε όλα
όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαΐ
που μας κρατάει ορθούς.
Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή
που μέσα στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου
κρατήθηκες στο μπράτσο μου.
(Τίτος Πατρίκιος)
Εμείς προσφέρουμε το μπράτσο μας σε όποιον το χρειάζεται να κρατηθεί; Τι μας εμποδίζει να ΄ναι γεμάτη η ζωή μας από όμορφες στιγμές προσφοράς; Μόνο αυτές έχουν αξία πολύτιμη, θα παραμείνουν αιώνια στη μνήμη του Θεού, όταν όλα τα άλλα ξεχαστούν. Το χέρι που προσφέρεται για αγάπη, γράφει ανεξίτηλα το όνομά μας στο Βιβλίο της Ζωής. Ενώ το χέρι που δεν το έμαθε αυτό, σβήνει για πάντα το όνομά μας από τη μνήμη του Θεού. Καιρός να διδάξουμε καλά στο χέρι μας το μάθημα αυτό, να γράφει χωρίς λάθη της αγάπης τη σωτήρια γραφή.
Ο Κύριός μας τρέχει, επείγεται ν’ απλώσει τα χέρια του πάνω στον σταυρό, να μας αγκαλιάσει όλους, να μας σώσει. Ας βιαστούμε ν’ απλώσουμε τα χέρια μας κι εμείς με σταυρική διάθεση σε όσους τα χρειάζονται. «Κύριε, τας χείρας ημών έκτεινον προς εργασίαν των εν-τολών σου».
Το κατανυκτικό Τριώδιο, παράλληλα με την παντοειδή νηστεία, δεν παύει να μας παρακινεί και στη θεοτερπή ευποιία, μια θητεία προσφοράς και αγάπης στον άνθρωπο. Μια στάση ζωής που αναφέρεται ευθέως στον Χριστό: «Θρέψον δη τον Κύριον, ψυχή, τη ευπραξία, αρετής εδέσματα ως ευώδεις θυσίας προσκομίζουσα τούτω» (Πέμπτη Τυρινής, ωδή η΄).
Έμεινε άραγε σε μας καθόλου διάθεση να θρέψουμε τον Κύριο με μοσχομύριστα εδέσματα ελεημοσύνης;