Δεν είναι αλήθεια το τελευταίο. Είναι μία εσφαλμένη προσέγγιση του παιδιού ως ανεξάρτητης προσωπικότητας, ως ετερότητας, που δεν ανήκει στους γονείς ούτε είναι συνέχειά τους στην πραγματικότητα, αλλά μία νέα αρχή, ένας νέος άνθρωπος στον κόσμο. Οι γονείς στην ζωή είναι υποστηρικτικοί. Χρειάζεται με κάθε τρόπο να παρέχουν τα απαραίτητα μέσα στα παιδιά, ώστε ο δρόμος τους να είναι ανοιχτός. Να συμβουλεύουν, να βάζουν όρια. Όμως η τελική απόφαση για την πορεία που θα ακολουθηθεί, περνά από τα παιδιά. Το άγχος είναι σημείο έλλειψης εμπιστοσύνης των γονέων απέναντι στα παιδιά. Παράλληλα, είναι και ένας φόβος ότι η ήττα, εάν επέλθει, είναι καταστροφή, όπως και η επιτυχία θρίαμβος, που αντανακλάται στα πρόσωπα των γονέων. Όμως κάτι τέτοιο δεν αφήνει το παιδί να ανασάνει, να αναλάβει την ευθύνη για τον εαυτό του και την πορεία του, να νικήσει ή να νικηθεί σε έναν αγώνα που είναι προσωπικός, καθώς το παιδί διαγωνίζεται και όχι κάποιος άλλος.
Προφανώς η πίστη στον Θεό διαδραματίζει ρόλο ώστε το άγχος των γονέων να περιορίζεται σε ανεκτά πλαίσια. Ο γονέας αγαπά και η αγάπη θέλει το καλύτερο για τον άλλο, πόσο μάλλον όταν είναι το παιδί, το σπλάχνο, Όμως το καλύτερο για τον γονέα δεν είναι απαραιτήτως το καλύτερο, σε βάθος χρόνου, και για το παιδί. Κι αυτό διότι κάθε επιλογή ή κάθε δοκιμασία συναντά και την ευθύνη του καθενός να τη φέρει εις πέρας. Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως δεν έχουν ιδιαίτερο άγχος εκείνα τα παιδιά που έχουν αποφασίσει ότι δεν θέλουν να διαβάσουν ή να προσπαθήσουν, διότι θέλουν, κατά κάποιον τρόπο, να ζήσουν την ζωή τους χωρίς να κουραστούν με το διάβασμα, ίσως γιατί “δεν το ‘χουν”. Όταν ο γονέας πιστεύει, αφήνεται στο θέλημα του Θεού, όπως επίσης σέβεται και το θέλημα του παιδιού. Προσεύχεται για το παιδί που κουράζεται, διότι θέλει να πετύχει, προσεύχεται και για το παιδί που θέλει να κάνει κάτι άλλο από το να μορφωθεί. Και είναι παρών στην ζωή του παιδιού, γνωρίζοντας ότι ο άνθρωπος βάζει τον κόπο και ο Θεός έχει τον τελευταίο λόγο.