π. Συμεών Κραγιόπουλος
Όλοι σχεδόν οι νεομάρτυρες ήταν πρώτα εξωμότες. Όλοι είχαν αλλαξοπιστήσει, όλοι σχεδόν.
Και οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι για κάποιο λόγο, από κάποια δειλία, από κάποια δυσκολία, κάτι συνέβη και εξισλαμίσθηκαν, έγιναν μωαμεθανοί. Αρνήθηκαν δηλαδή την Ορθοδοξία, αρνήθηκαν τον Χριστό. Και μετά συνήλθαν και… “τι! τι ήταν αυτό που κάναμε!” Και απεφάσισαν να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία, να επιστρέψουν στην Εκκλησία, να γίνουν ξανά χριστιανοί.
Και από την πλευρά των μωαμεθανών, όταν ένας χριστιανός γινόταν μωαμεθανός και μετά ήθελε να ξαναφύγει, ενώ έναν άλλον χριστιανό δεν θα τον πείραζαν, αυτόν δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Κατά κανόνα τους θανάτωναν αυτούς, κατά κανόνα. Από την πλευρά λοιπόν των μωαμεθανών, η εκ νέου επάνοδος στην Ορθοδοξία των πρώην εξισλαμισθέντων χριστιανών συνεπάγετο θάνατο· αλλά κυρίως από την πλευρά των ιδίων πρώην χριστιανών εξισλαμισθέντων και τώρα πάλι χριστιανών δεν το σήκωνε η ψυχή τους, δεν το σήκωνε η καρδιά τους το ότι απλώς εξομολογήθηκαν, μετενόησαν, ομολόγησαν την αμαρτία τους, συγχωρήθηκαν και τέλειωσε. Δεν το σήκωνε η καρδιά τους αυτό. Ένιωθαν ότι η αμαρτία που είχαν κάνει ήταν πολύ μεγάλη. Και έπρεπε το αντίδωρο τώρα, η διόρθωση, ας πούμε, να είναι ακόμη μεγαλύτερη για να καλύψει την μεγάλη αμαρτία.
Και όλοι σκέφθηκαν λίγο-πολύ ότι εκείνο που αναπαύει την ψυχή τους, εκείνο που πλήρως θα τους τακτοποιήσει είναι να μαρτυρήσουν για τον Χριστό, να χύσουν το αίμα τους υπέρ Χριστού. Να ξαναβαπτισθούν πάλι δεν μπορούσαν, διότι είχαν μολύνει το βάπτισμα και είναι φοβερό πράγμα να αμαρτήσεις μετά το βάπτισμα· όταν είσαι αβάπτιστος είναι αλλιώς, αλλά μετά το βάπτισμα να αμαρτήσεις είναι μεγάλη συμφορά. Εφόσον, λοιπόν, άλλο βάπτισμα δεν μπορούσε να γίνει, ένα μόνο βάπτισμα έμενε: το βάπτισμα του μαρτυρίου. Γι’ αυτό λοιπόν οι περισσότεροι απ’ αυτούς προκάλεσαν, θα έλεγε κανείς, τους Τούρκους, προκάλεσαν τους δημίους για να τους βασανίσουν και να τους θανατώσουν τελικά και σήμερα είναι μάρτυρες της Εκκλησίας.
Εκείνο όμως που θέλω να τονίσω και που παρακαλώ να προσέξουμε, είναι ότι δεν τακτοποιούσαν το θέμα αυτό της μεγάλης τους αμαρτίας απλώς με το να πουν: “Ε, να, μετανόησα, το ομολόγησα, το ανεγνώρισα, ξαναγύρισα στην Εκκλησία, ξαναγύρισα στους άλλους αδελφούς”. Δεν μπορούσαν να μείνουν σ’ αυτό. Ήθελαν να κάνουν κάτι παραπάνω, όσο έπαιρνε περισσότερο, και δεν υπήρχε κάτι περισσότερο από το μαρτύριο, για να δείξουν την αγάπη τους στον Κύριο, ο οποίος τους αγάπησε και πέθανε γι’ αυτούς, αν επιτρέπεται να πούμε, δυο φορές. Διότι βαπτίσθηκαν και τους συγχώρησε· και τώρα έπρεπε πάλι να τους συγχωρήσει την μεγάλη αμαρτία. Και ο Κύριος βέβαια φιλάνθρωπος ων συγχωρεί, συγχωρεί τον καθένα, αλλά εφόσον θα πιστέψει κανείς, θα μετανοήσει και θα κάνει πράξεις άξιες της μετανοίας. «Ποιήσατε ουν καρπούς αξίους της μετανοίας», όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (Λουκ. 3:8).
Δεν έχουμε βαθιά αίσθηση των αμαρτιών μας. Δεν έχουμε βαθιά συνειδητοποιήσει, δεν έχουμε νιώσει καλά-καλά πόσο αμαρτήσαμε, πόσο λυπήσαμε τον Θεό, και μάλιστα με αμαρτίες που κάναμε μετά το βάπτισμα, ώστε αυτό το πράγμα να μας πονάει, να μας καίει, να μας συνέχει και να δημιουργεί μέσα μας έναν πόθο, μια όρεξη, μια διάθεση να πάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερο για τον Κύριο. Να ανταποκριθούμε στην αγάπη του, να δείξουμε ότι μετανοούμε, να δείξουμε ότι Εκείνον θέλουμε, ότι πολύ, πάρα πολύ λυπούμαστε για ό,τι έχουμε κάνει. Λείπει αυτό το πνεύμα, λείπει. Και τελικά, βέβαια, είμαστε χριστιανοί, αλλά φοβούμαι ότι η όλη χριστιανικότητά μας είναι σαν ένα υπνωτικό το οποίο μας κοιμίζει, μας χαλαρώνει· σαν ένα υπνωτικό το οποίο μας ξεγελάει και μας κάνει να ζούμε τόσο επιπόλαια, τόσο πρόχειρα, τόσο ανεδαφικά, τόσο μη χριστιανικά.