Διηγήθηκε πάλι ο Άγιος Παΐσιος:
«Ήταν η Κυριακή του Τυφλού. Αισθανόμουν εξάντληση και μου πέρασε ο λογισμός ότι, αν είχα να φάω λίγο ψαράκι, θα μου έκανε καλό. Όχι από επιθυμία, αλλά σαν φάρμακο. Είχα προβλήματα και με τα έντερά μου. Βγήκα να πάω έξω. Γυρίζοντας είδα ένα μεγάλο πουλί σαν αετό να χαμηλώνει πολύ και έσκυψα να μην με χτυπήσει. Φοβήθηκα μήπως είναι τίποτε του πειρασμού, γι’ αυτό δεν έδωσα σημασία και μπήκα γρήγορα στο κελλί μου.
«Ήταν η Κυριακή του Τυφλού. Αισθανόμουν εξάντληση και μου πέρασε ο λογισμός ότι, αν είχα να φάω λίγο ψαράκι, θα μου έκανε καλό. Όχι από επιθυμία, αλλά σαν φάρμακο. Είχα προβλήματα και με τα έντερά μου. Βγήκα να πάω έξω. Γυρίζοντας είδα ένα μεγάλο πουλί σαν αετό να χαμηλώνει πολύ και έσκυψα να μην με χτυπήσει. Φοβήθηκα μήπως είναι τίποτε του πειρασμού, γι’ αυτό δεν έδωσα σημασία και μπήκα γρήγορα στο κελλί μου.
Σε λίγο χρειάσθηκε πάλι να βγω έξω. Στο ίδιο σημείο που είχα σκύψει είδα να σπαρταράει ένα μεγάλο ψάρι. Πρώτα έκανα τον σταυρό μου, ευχαρίστησα τον Θεό και μετά πήρα το ψάρι. Αλλά, σου κάνει καρδιά μετά να το φας;»
Για να θυμάται το γεγονός και να μνημονεύει πάντοτε την πρόνοια του Θεού, ζωγράφισε πολύ ωραία στο όρθιο ξύλο του κρεβατιού του έναν αετό να κρατά στα νύχια του ένα μεγάλο ψάρι.
Επίσης
στο Πεντηκοστάριο,την Κυριακή του Τυφλού,στο περιθώριο της σελίδας είχε
καταγράψει το γεγονός, αλλ’ εκ των υστέρων το απέκοψε (από ταπείνωση
για να μην γίνει γνωστό).
Αναγκαστικά
όμως -γιατί αλλιώς θα κόβονταν και τροπάρια της πίσω σελίδος- παρέμεινε
το εξής τεμάχιο, από το οποίο μάλιστα διέγραψε μερικές λέξεις, (για να
μπερδεύεται το νόημα), που με δυσκολία διαβάστηκαν:
"Δόξα
τω Θεώ και ευχαριστίας (εις αυτούς που) προσεύχονται (και στέλνουν)
ελεημοσύνη (αθόρυβα με τα) πουλιά του Θεού στα πλάσματα του Θεού." (Οι
εντός παρενθέσεων λέξεις είναι οι διαγραμμένες).