Ἦταν ἕνα μήνυμα γραμμένο ἀπὸ κάποιον σέ ἕνα τοιχάκι. Μοῦ τράβηξε ἀμέσως τὸ βλέμμα. Ἔμεινα κολλημένη σ’ αὐτὸ τὸ μήνυμα μέχρι ποὺ ὁ δρόμος ἄνοιξε καὶ τὸ λεωφορεῖο προχώρησε.
Προσπάθησα
νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ἔλεγε αὐτὸς ὁ ἄγνωστος…νὰ χαμογελάσω, ἀλλὰ αὐτόματα,
ἀστραπιαῖα μοῦ ἦρθαν στὸ μυαλὸ οἱ θλίψεις, οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀποτυχίες,
τὸ πένθος, οἱ ἀρρώστιες αὐτῆς τῆς ζωῆς.
Ὄχι. Δὲν μπορῶ νὰ χαμογελάσω.
Γιατί νὰ χαμογελάσω καὶ πῶς; Ἢ μήπως νὰ τὸ κάνω σὰν τοὺς Ἄγγλους πού σὲ ρωτᾶνε “Are you happy with your lessons? Are you happy with your activities?”;
Νὰ
χαμογελάσω γιατί μοῦ ἄρεσαν τὰ μαθήματα ἢ οἱ δραστηριότητες τῆς ζωῆς
μου; Καταλαβαίνουν ἄραγε τί θὰ πεῖ ἀληθινὴ χαρά, πεπληρωμένη καὶ μόνιμη
χαρά;
Τὸ λεωφορεῖο προχωράει καὶ κατεβαίνω στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου.
Μπαίνω
μέσα… σὰν νὰ ξεπήδησε μόνο του ἕνα ἀμυδρὸ χαμόγελο στὰ χείλη μου. Ἐκεῖ
μέσα μοῦ βγῆκε αὐθόρμητα. Ἐκεῖ μέσα μποροῦσα. Γιατί;
Προσκύνησα τὶς εἰκόνες… Τὰ πρόσωπα στὶς ἁγιογραφίες ἦταν τόσο γλυκά, τόσο εἰρηνικά. Μὲ ἔκαναν νὰ χαμογελάσω. Ἦταν σὰν νὰ βρῆκα ἕνα καταφύγιο, ἕνα λιμάνι, μιὰ θαλπωρὴ σχεδὸν οἰκογενειακή.
Τὸ
χρειαζόμουν ἐκείνη τὴ στιγμή. Μοῦ ἁπάλυνε τὸν πόνο, ἔδρασε σὰν χάπι
παυσίλυπης. Λίγα λεπτὰ μέσα στὸν ναὸ καὶ ἔνιωσα ὅτι μπορῶ νὰ χαμογελάω,
γιατί ἔχω τόσους λόγους… Δὲν εἶμαι μόνη μπροστὰ στὰ «ἀνυπέρβλητα» προβλήματά μου.
Μέσα στὸν μικρὸ ναό, βρῆκα τόσα πρόσωπα ποὺ ἄκουσαν τὸν πόνο μου καὶ τὶς ἀγωνίες μου. Οἱ μορφές τους, τὸ ἱλαρό τους βλέμμα μὲ στηρίζει.
Νιώθω
ὅτι δὲν μ’ ἀκοῦν ἀδιάφορα… κι ἄς μένουν ἀσάλευτες. Σηκώνουν τὸ δικό μου
πρόβλημα σὰν δική τους ἀγωνία καὶ τὸ φέρνουν προσευχὴ στὸν θρόνο τοῦ
Θεοῦ.
Ναί, δὲν περπατῶ μόνη καὶ ἀνυπεράσπιστη σ΄ αὐτὴ τὴ σκληρὴ ζωή… Γι’ αὐτὸ ἔχω λόγο νὰ χαμογελάω. Γι’ αὐτὸ θὰ θυμίζω συχνὰ στὸν ἑαυτό μου κάπως τροποποιημένη τὴν προτροπή τοῦ… τοίχου: