Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΤΟ ΧΑΡΟΠΟΙΟΝ ΠΕΝΘΟΣ

penthos
Το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων ROMFEA.GR δημοσιεύει ένα ιστορικό κείμενο του Φώτη Κόντογλού, σχετιζόμενο εμμέσως με την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην "Ελευθερία" το 1963, το οποίο έκτοτε παραμένει ανέκδοτο και δυσεύρετο.
Για την αντιγραφή π. Γεώργιος Οικονόμου

Την ερχόμενη Κυριακή, Δ΄ των Νηστειών, η αγία μας Εκκλησία τιμά και εορτάζει τον Όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, συγγραφέα της Κλίμακος.
Της Κλίμακος, αυτού του ασκητικού και πάνυ ωφέλιμου πνευματικού αναγνώσματος, που δείχνει τα σκαλοπάτια της στενής και τεθλιμμένης οδού, τα οποία ανάγουν στην αληθινή ζωή, την αιώνια. Το έβδομο σκαλοπάτι της Κλίμακος αυτής αφορά το λεγόμενο χαροποιόν πένθος.
Το χαροποιόν πένθος έγινε και η αφορμή για την συγγραφή τεσσάρων άρθρων στην «Ελευθερία» από τον αοίδιμο Φώτη Κόντογλου, του οποίου η πένα σαν πινέλο αγιογραφίας ζωντανεύει θαυμάσια αγιοπατερικά λόγια.
Στην συνέχεια, αναδημοσιεύουμε το τέταρτο από αυτά τα άρθρα με τίτλο «Το χαροποιόν πένθος και οι μυστικοί καρποί του[1]», στο οποίο ερμηνεύεται θαυμάσια η έννοια αυτή από τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο.
Με τον τρόπο αυτό θεωρούμε ότι συναντώνται πνευματικά τρεις κορυφαίοι και αληθινοί θεολόγοι, ο Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, της Δ΄ Κυριακής των Νηστειών και του έκτου μετά Χριστόν αιώνα, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, του δεκάτου μετά Χριστόν αιώνα, και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, της Β΄ Κυριακής των Νηστειών και του δεκάτου τετάρτου μετά Χριστόν αιώνα. Φορείς και οι τρεις διαμέσου των αιώνων της ίδιας πνευματικής πράξεως και θεωρίας, ασκητές σπουδαίοι και διδάσκαλοι αληθινοί και φωτισμένοι. Ας μελετήσουμε, λοιπόν, προσεκτικά το άρθρο, που ακολουθεί και είναι βέβαιο ότι προσφέρει μεγάλη πνευματική ωφέλεια.
«Ανάμεσα στους αγίους που [...] νοιώσανε το χαροποιόν πένθος και γράψανε γι' αυτό, είναι κι' ο άγιος Συμεών, ο λεγόμενος Νέος Θεολόγος.
Αυτός ο άγιος είναι πολύ βασανισμένος και πικραμένος, και έχυσε πολλά δάκρυα στη ζωή του. Γεννήθηκε χίλια χρόνια ύστερ' από τον Χριστό, σ' ένα χωριό της Παφλαγονίας, που είναι μια χώρα της Μικράς Ασίας κατά τη Μαύρη θάλασσα. Από μικρός αγάπησε τα θρησκευτικά.
Οι γονοί του τον στείλανε στην Κωνσταντινούπολη, επειδή είχε εκεί έναν θείο που ήτανε άνθρωπος του παλατιού, κ' εκείνος τον έστειλε στο σχολειό για να σπουδάση και να τον βάλη στο παλάτι. Αλλά ο Συμεών δεν ήθελε να μάθη πολλά πράγματα, επειδή τα νόμιζε ανώφελα.
Εκείνος συναναστρεφότανε με καλόγερους και με ευλαβείς ανθρώπους, κι' αυτή η συναναστροφή ήτανε η χαρά του.
Τέλος, έγινε δόκιμος στο φημισμένο μοναστήρι του Στουδίου, κάτω από την οδηγία ενός αγιασμένου γέροντα, που τον λέγανε κι' αυτόν Συμεών. Ύστερ' από λίγα χρόνια έγινε κάποια σύγχυση στο μοναστήρι, και τότε τον πήρε ο γέροντά του και πήγανε στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος.
Εκεί επήρε το μοναχικόν σχήμα, που τόσο το ποθούσε, κ' επιδόθηκε σ' ολότελη νηστεία και σε αδιάκοπη προσευχή, σαν να μην είχε σώμα, τόσο που απόρησαν οι πατέρες.
Στο μοναστήρι είχε για εργόχειρο την καλλιγραφία. Περνώντας λίγα χρόνια, πέθανε ο ηγούμενος του μοναστηριού, και τότε τον χειροτονήσανε ιερέα και τον εκλέξανε ηγούμενο, άθελά του.
Με το αξίωμα που πήρε, μεγάλωσε η αγιότητά του και πλήθυνε η ταπείνωσή του. Οι μαθητάδες του βλέπανε, πολλές φορές, να τον σκεπάζη μια φωτεινή νεφέλη, την ώρα που έκανε τη λειτουργία.
Μ' όλο που ήτανε ολιγογράμματος, με τη θεία φώτιση του Αγίου Πνεύματος έγραφε λόγους θεολογικούς, ή επιστολές στους μαθητές του, ή αγιασμένα ποιήματα. Έγραφε όλη τη νύχτα.
Η αγιότητά του ξακούσθηκε, και προστρέχανε πολλοί από παντού να πάρουνε την ευλογία του και να ωφεληθούνε από τα λόγια του.
Από τους μαθητάδες του οι πλέον θαυμαστοί ήτανε ο Λέων ο σοφώτατος, ο λεγόμενος Ξυλοκώδων, ο Αντώνιος, ο Βασίλειος, ο Σωτήριχος, ο Ιωαννίκιος, ο Συμεών, ο Ιερόθεος, και ο Νικήτας Στηθάτος, που έγραψε και τον βίον του.
Μα ο φθονερός και παμπόνηρος διάβολος δεν άργησε να σηκώση καταπάνω του μεγάλη ανεμοζάλη. Γιατί, ακούγοντας τη φήμη της αγιωσύνης του κάποιοι σπουδασμένοι κληρικοί, απ' εκείνους που γνωρίζουνε γράμματα νεκρά, χωρίς πίστη και χωρίς έργα θεάρεστα, τον μισήσανε και θελήσανε να τον εξοντώσουνε.
Ο χειρότερος κι' ο πιο επικίνδυνος ήτανε ένας Στέφανος, μητροπολίτης Νικομηδίας, που είχε αφήσει την επαρχία του και καθότανε στην Πύλη.
Αυτός ήτανε πολύ σπουδασμένος στην κοσμική φιλοσοφία, και του κακοφάνηκε γιατί ο άγιος Συμεών, ο αγράμματος, απόχτησε τόση τιμή στον λαό. Κι' επειδή είχε πολιτική δύναμη και πολλή παρρησία στον Πατριάρχη, άρχισε να πολεμά με κάθε τρόπο τον άγιο.
Οι διωγμοί και τα βάσανα που υπέφερε, δεν περιγράφονται. Αλλά στο τέλος, νίκησε ο δίκαιος, και σαν εκοιμήθη, ύστερ' από πολλά θαύματα που έκανε, ανακηρύχθηκε άγιος, κι ωνομάσθηκε «Νέος Θεολόγος», τρίτος ύστερ΄από τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό.
Αυτός λοιπόν ο άγιος έχυσε πολλά δάκρυα στη ζωή του, κ' έγραψε πολλά για το χαροποιό δάκρυ. Ιδού λιγοστά:
«Ας ποθήσουμε με όλη την ψυχή μας εκείνα που μας προστάζει ο Θεός, φτώχεια πνευματική, δηλαδή ταπείνωση, και παντοτινή θλίψη, νύχτα και μέρα, απ' όπου αναβρύζει κάθε στιγμή η χαρά της ψυχής κ' η παρηγοριά σε εκείνους που αγαπούνε τον Θεό. Γιατί, απ' αυτή τη θλίψη αποχτιέται η πραότητα απ' όλους εκείνους που αγωνίζουνται αληθινά. Από το πένθος «πεινούνε και διψούνε την δικαιοσύνη», ήγουν όλες τις αρετές, και ζητούνε πάντα τη βασιλεία του Θεού, που ξεπερνά κάθε νου ανθρώπινον. Από την παντοτινή θλίψη γίνουνται κ' ελεήμονες και καθαροί στην καρδιά και ειρηνοποιοί κι' ανδρείοι στους πειρασμούς. Όταν κανείς έχει το πένθος μέσα του, μισεί τα κακά. Από το πένθος ανάβει στην ψυχή ο θεϊκός ζήλος, και δεν την αφήνει πια να ησυχάση ολότελα, είτε να γυρίση στο κακό μαζί με τους κακούς. Αλλά την γεμίζει από ανδρεία και δύναμη στο να κάνη υπομονή ως το τέλος στους πειρασμούς».
Σε άλλο μέρος γράφει: «Πριν από το πένθος για τον Θεό, είναι η ταπείνωση, κ' ύστερ' από αυτό ακολουθεί χαρά κ' ευφροσύνη ανέκφραστη. Και γύρω στην ταπείνωση που γίνεται για τον Θεό, φυτρώνει η ελπίδα της σωτηρίας. Γιατί, όσο κρίνει κανένας μ' όλη την ψυχή του τον εαυτό του πιο αμαρτωλόν απ' όλους τους ανθρώπους, τόσο πληθαίνει μαζί με την ταπείνωση η ελπίδα, κι' ανθίζει μέσα στην καρδιά του, και την πληροφορεί πως μέλλει να σωθή με την ταπείνωση. Όσο κατεβαίνει κανένας σε βάθος ταπείνωσης και καταδικάζει και κρίνει τον εαυτό του για ανάξιο να σωθή, τόσο πικραίνεται και βγάζει πηγές από δάκρυα, και κατ' αναλογία με τα δάκρυα και με τη θλίψη του αναβρύζει στην καρδιά του η πνευματική χαρά, και μαζί μ' αυτή αναβρύζει κι' η ελπίδα, και μεγαλώνει μαζί της και δίνει την πληροφορία βεβαιότερη».
Αλλού γράφει: «Πρέπει καθένας να στοχάζεται τον εαυτό του και να προσέχη με φρονιμάδα, ώστε ούτε να έχη το θάρρος του μοναχά στην ελπίδα, χωρίς το πένθος και την ταπείνωση, ούτε πάλι να θαρρεύεται στην ταπεινοφροσύνη και στα δάκρυα, χωρίς την πνευματική ελπίδα και χαρά, που έρχουνται μαζί με τ' άλλα».
Και σ' άλλο μέρος πάλι γράφει: «Γίνεται και λύπη χωρίς πνευματική ταπείνωση, κ' όσοι θλίβουνται έτσι, νομίζουνε πως αυτό το πένθος καθαρίζει τις αμαρτίες. Αλλά μάταια πλανιούνται, επειδή είναι στερημένοι από τη γλυκύτητα του Πνεύματος, που γίνεται μυστικά μέσα στο νοερό θησαυροφυλάκιο της ψυχής, και δεν απογεύουνται από τη χρηστότητα του Κυρίου. Για τούτο οι τέτοιοι άνθρωποι ανάβουνε γλήγορα και θυμώνουνε, και δεν μπορούνε να καταφρονήσουνε ολότελα τον κόσμο και τα του κόσμου. Όποιος όμως δεν τα καταφρονήσει και δεν αποκτήσει μίσος γι' αυτά, ολόψυχα, δεν είναι δυνατό ν' αποκτήση ποτέ βέβαιη κι' αδίσταχτη ελπίδα πως θα σωθή, αλλά τριγυρίζει παντοτεινά με αμφιβολία εδώ κι' εκεί, επειδή δεν έβαλε θεμέλιο απάνω σε πέτρα».
Και πάλι λέγει ο άγιος: «Το πένθος είναι διπλό κατά τις ενέργειες: σαν νερό σβήνει με τα δάκρυα όλη τη φλόγα των παθών, και ξεπλύνει την ψυχή από τον μολυσμό που προξενούνε στην ψυχή, και πάλι σαν φωτιά ζωοποιεί, με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, και πυρώνει και ζεσταίνει την καρδιά, και την ανάβει με τον έρωτα και με τον πόθο του Θεού».
Κι' αλλού πάλι γράφει: «Όποιος συλλογίζεται με αίσθηση της ψυχής πως είναι ανάξιος να δεχθή τον Θεό, και πως η πολιτεία του, όσο καλή κι' αν είναι, είναι τιποτένια μπροστά στην πολιτεία των αγίων, χωρίς άλλο θα πενθήση με το πένθος εκείνο που είναι αληθινά μακαριώτατο, απ' όπου έρχεται κ' η παρηγοριά, και κάνει την ψυχή πραεία. Γιατί, η χαρά που έρχεται από τη θλίψη, είναι ο αρραβώνας της βασιλείας των ουρανών».
Αλλού λέγει: «Όπου υπάρχει ταπεινοφροσύνη, εκεί είναι κ' η φώτιση του Αγίου Πνεύματος. Κι' όπου είναι φώτιση του Αγίου Πνεύματος, εκεί είναι και φωτοχυσία του Θεού και Θεός με σοφία και γνώση των μυστηρίων του. Κι' όπου είναι αυτά, εκεί είναι η βασιλεία των ουρανών, κ' η γνώση της βασιλείας, κ' οι θησαυροί της γνώσης του Θεού, που μέσα τους είναι και το φανέρωμα της πνευματικής φτώχειας. Κι' όπου υπάρχει αίσθηση της πνευματικής φτώχειας, εκεί είναι και το χαρούμενο πένθος, εκεί είναι και τα παντοτεινά τα δάκρυα, που καθαρίζουν εκείνη την ψυχή όπου τ' αγαπά, και την κάνουνε ολόκληρη να φεγγοβολά. Ω, δάκρυα που αναβλύζετε από θεϊκόν φωτισμό, κι' ανοίγετε τον ουρανό και μου προξενάτε θεϊκή παρηγοριά! Γιατί από την χαρά κι' από τον πόθο που έχω, λέγω πάλι και πολλές φορές τα ίδια; Γιατί, όπου είναι πλήθος από αληθινή γνώση, εκεί είναι και λάμψη θείου φωτός, κι' όπου είναι λάμψη θείου φωτός, εκεί βρίσκουνται κ' όλα τα καλά, απ' όπου προέρχονται όλοι οι καρποί της ζωής. Από τα δάκρυα για τον Χριστό βγαίνουνε τούτοι οι καρποί: η πραότητα, η ειρήνη, η ελεημοσύνη, η ευσπλαγχνία, η χρηστότητα, η αγαθωσύνη, η πίστη, η εγκράτεια. Από τα δάκρυα βγαίνει το να αγαπά κανένας τους εχθρούς του και να παρακαλή τον Θεό γι' αυτούς, το να χαίρεται στους πειρασμούς, το να καυχιέται στις θλίψεις, το να στοχάζεται σαν δικές του τις αμαρτίες των αλλουνών και να κλαίγη γι' αυτές, το να βάζη προθυμερά τη ζωή του σε θάνατο για τους αδελφούς του».
Λοιπόν, φίλοι μου αναγνώστες, αυτή είναι η ευλογημένη, η σίγουρη χαρά, η χαρά που δίνει ο Χριστός σ'εκείνους που τον αγαπούν με όλη την καρδιά τους και με όλη τη διάνοιά τους και με όλη την ψυχή τους. Αυτή η αληθινή χαρά έχει μαζί της και την αληθινή αγάπη.
Κ' η αγάπη του Θεού, όπως λέγει ένας άγιος, είναι πιο δυνατή από τούτη τη ζωή, κι' όποιος τη δοκίμασε, όχι μοναχά δεν θα προσέχη πια στα καλά του κόσμου, αλλά μήτε τη ζωή του θα λογαριάζη.
Ο άνθρωπος που ακολούθησε τον δρόμο του Χριστού, και ζη ολοένα με τη θύμησή του, δε μπορεί να μην έχη λύπη και πίκρα καθημερινή. Αλλά, ενώ οι άλλοι άνθρωποι αποφεύγουνε τις θλίψεις, ο Χριστιανός τις δέχεται ευχάριστα κ' υπομονητικά, γιατί ξέρει πως είναι δώρα του Θεού, επειδή οι θλίψεις γεννούνε την ταπείνωση, όπως λέγει ένας άγιος.
Δεν θέλει ο Θεός την ψυχή να είναι αξέγνοιαστη, κ' όποιος θέλει να ζη αξέγνοιαστα, βρίσκεται έξω από το θέλημα του Θεού.
Όποιος έχει την ιδέα πως κάνει το θέλημα του Θεού χωρίς πίκρες, αυτός είναι περήφανος, και είναι πλανημένος.
Γιατί η ευσέβεια κ' οι θλίψεις είναι μαζί μπλεγμένες.
Πρόσεξε, όμως, να μη νομίσης πως κάθε λύπη μας ανοίγει την πύλη της ευσπλαγχνίας του Θεού, αλλά μοναχά εκείνες που υποφέρνουμε για την αγάπη Του.
Και γνωρίζει ο Κύριος πως δεν είναι δυνατό να ζούμε με τη σωματική ανάπαυση, και να ήμαστε σταθεροί στην αγάπη Του.
«Δόξα στον Δεσπότη μας Χριστό, που μας χαρίζει τη χαρά της ψυχικής υγείας με στυφά και πικρά γιατρικά».