Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 12/11/2017 Η΄ ΛΟΥΚΑ

Θεάρεστη ἐλεημοσύνη
 Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 12 Νοεμβρίου 2017, Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. ι΄ 25-37)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐ­τὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσ­ελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Εκείνο τον καιρό κάποιος νομικός πλησίασε τον Ιησού πειράζοντας τον και λέγοντας· Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή; Και ο Ιησούς του είπε· Τι είναι γραμμένο στο Νόμο; Πώς διαβάζεις; Και ο νομικός αποκρίθηκε και είπε· θα αγαπήσεις τον Κύριο πού είναι ο θεός σου με όλη σου την καρδιά και με όλη σου την ψυχή και με όλη σου τη δύναμη και με όλη σου τη σκέψη και τον πλησίον σου σαν τον εαυτόν σου. Τότε του είπε ο Ιησούς· Ορθά αποκρίθηκες· αυτό να κάνεις και θα ζήσεις. Μα ό νομικός, θέλοντας να δικαιολογηθεί είπε στον Ιησού· Και ποιος είναι ό πλησίον μου; Τότε παίρνοντας λόγο ο Ιησούς είπε. Ένας άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ και έπεσε στα χέρια ληστών οι ληστές, αφού τον έγδυσαν και τον έδειραν, έφυγαν και τον αφήσαν μισοπεθαμένο. Έτυχε τότε και κατέβαινε στο δρόμο εκείνο ένας ιερέας πού τον είδε και προσπέρασε· το ίδιο και ένας λεβίτης, πού βρέθηκε σ' εκείνο τον τόπο, ήλθε, είδε και προσπέρασε. Και κάποιος Σαμαρείτης πού οδοιπορούσε ήλθε προς τα εκεί και όταν τον είδε πόνεσε μέσα του· και αφού πλησίασε, του έδεσε καλά τα τραύματα πλένοντας τα με κρασί και βάζοντας επάνω λάδι· και αφού τον ανέβασε στο ζώο του τον έφερε στο πανδοχείο και τον φρόντισε. Και την άλλη μέρα πού έφυγε έβγαλε και έδωκε δύο δηνάρια στον πανδοχέα, και του είπε· Φρόντισε τον και αν τύχει και ξοδέψεις κάτι παραπάνω, εγώ στο γυρισμό μου θα στο πληρώσω. Ποιος λοιπόν σου φαίνεται πώς από αυτούς τους τρεις έγινε ο πλησίον σ' εκείνον πού έπεσε στα χέρια των ληστών; Και ο νομικός είπε· εκείνος πού τον πόνεσε και τον κοίταξε. Του είπε λοιπόν ο Ιησούς· Πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο.