Της Στέλλας Αναγνώστου Δάλλα
Ένας στρατιώτης που πολεμούσε στο Μέτωπο το ’40, έγραφε στην γυναίκα του: « κάναμε έφοδο τις προάλλες, υπερθέαμα! Όλα τα είχε! Και ήχο, και βόμβες, και αγωνία, και δράση!
Το καλύτερο θέαμα βλέπουμε εδώ πάνω! Κάποια στιγμή, ένοιωσα έναν έντονο πόνο, κι είδα το αίμα μου να βάφει κόκκινο το χιόνι… Σκέφτηκα πως έχασα το πόδι μου. Μην ανησυχείς.
Μια πληγή ήταν μόνο. Αλλά κι αν το ‘χανα, σκέφτηκα, τι θα πείραζε; Τι είναι ένα πόδι για την Πατρίδα; Τι είναι ένα πόδι για να ‘χεις Πατρίδα, και μάλιστα, τέτοια Πατρίδα;
Πρέπει να τα θυσιάζουμε πρόθυμα όλα, όνειρα, και την ζωή μας ακόμη , αν χρειαστεί. Το μέγεθος της θυσίας πρέπει να είναι ανάλογο με το μεγαλείο αυτού του αγαθού που υπερασπιζόμαστε.
Για το μεγαλείο της Ελλάδας μας, καμμιά θυσία δεν είναι αρκετά μεγάλη! Και να σου πω και κάτι ακόμη; Μπορώ να πολεμώ, γιατί είμαι ήσυχος.
Είμαι ξένοιαστος και ελεύθερος να κάνω τον πιο μεγάλο άθλο, γιατί ξέρω ότι το σπίτι μου, οι δικοί μου, οι υποθέσεις μου, είναι σε καλά χέρια, και τίποτε δεν πρόκειται να χαθεί όσο λείπω…».
Αυτός είναι ένας ήρωας. Ήρως, στην αρχική του σημασία, σημαίνει φύλακας, προστάτης. Είναι ένας άνδρας, θα μπορούσε να ‘ταν και γυναίκα, που τά ‘χει όλα. Σπίτι, οικογένεια, ίσως παιδιά, εργασία, υποθέσεις, ίσως και ιδιοκτησία.
Όμως, πάνω απ’ όλα έχει Πατρίδα. Μια Πατρίδα που αγαπά και θαυμάζει τόσο, ώστε να την βάζει πάνω απ’ όλα τ’ άλλα, ακόμη και την ίδια του την ζωή. Είναι ένας άνδρας, που χαίρεται να κάνει το καθήκον του, τόσο πολύ, ώστε να έχει και την ψυχική άνεση ν’ αστειευθεί.
Ο «υπέρ πάντων αγών», στον οποίο έχει ριχτεί, δεν του προκαλεί κατάθλιψη, ούτε τάσεις αυτοκτονίας, αλλά ψυχική ευφορία. Διάθεση για άθλους και ανδραγαθίες.
Όπως λέει, κι ο Θουκυδίδης, «κράτιστοι δε την ψυχήν δικαίως αν κριθείεν, οι τε τα δεινά και τα ηδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες, και διά ταύτα μη αποτρεπόμενοι εκ των κινδύνων».
Οι πιο γενναίοι, λέει, είναι εκείνοι, που γνωρίζουν με απόλυτη διαύγεια και την φρίκη του πολέμου, και τις χαρές της ειρήνης, και παρ’ όλ’ αυτά, καθόλου δεν διστάζουν να πολεμήσουν. Γενναίος είσαι όταν ξέρεις και τολμάς. Όσα πιο πολλά έχεις να χάσεις, τόσο πιο γενναίος είσαι όταν βάζεις την Πατρίδα πιο πάνω.
Αυτός ο πολεμιστής, είχε πολλά να χάσει, όχι μόνο το πόδι του. Και δεν είναι πως ήταν φιλοπόλεμος, και διψούσε για αίμα και πολεμικά παιγχνίδια. Το αντίθετο.
Διψούσε για τις χαρές της ειρήνης, αλλά είχε καταλάβει, πως μόνο με τον πόλεμο μπορούσε να συνεχίσει να τις έχει. Είχε κι ένα άλλο πράγμα, πολύ σπουδαίο, που σήμερα, η Νεοεποχίτικη διαβολή, αφαιρεί από τους άντρες, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι στις γυναίκες: είχε μια δομή που εμπιστευόταν.
Είχε ένα σπιτικό που θα τον περίμενε όταν γυρνούσε. Θα έβρισκε μια γυναίκα εκεί, κι όχι μα Κλυταιμνήστρα. Θα έβρισκε τις υποθέσεις του σε τάξη, τα παιδιά του ψυχωμένα. Το κράτος, η Εκκλησία, η οικογένεια, η κοινωνία του γενικά, τον τύλιγαν με μια αίσθηση απόλυτης ασφάλειας.
Ο ήρωας, δεν είναι υπερ-άνθρωπος. Δεν έχει καμμία σχέση με τα εξω-πραγματικά όντα που προβάλλονται ως υπερ-ήρωες, διαβρώνοντας έτσι, και εκτονώνοντας, την ανάγκη του κάθε αγοριού για ηρωισμό.
Οι ήρωες, διαπρέπουν μέσα στα ανθρώπινα όριά τους, κάνοντας αυτό που λίγοι τολμούν: τα φθάνουν ως το τέλος. Κι όπου φαίνονται να τα ξεπερνούν, μην γελιέστε: εκεί είναι κάποιου Άλλου το Χέρι που ενεργεί.
Οι ήρωες είναι άνθρωποι που αγαπούν και έχουν πολλά να χάσουν. Κι ο περίφημος «Γιώργος Θαλάσσης», ο «Μικρός Ήρως», αυτό το πρότυπο ενσωμάτωνε.
Ήταν η φωνή μιας κοινωνίας, που ήταν τόσο πολύ, καθημερινά, εκτεθειμένη σε τέτοιους ήρωες, σε τέτοιες «ανδραγαθίες», δηλαδή «έργα ανδρών αγαθών=γενναίων», που ήθελε να το εκφράσει, για να μπορέσει να το αφομοιώσει.
Θα φανούν ξανά τέτοιοι ήρωες; Θα φανούν, γιατί ήδη υπάρχουν. Ίσως και πιο μεγάλες ψυχές από τον ήρωα της επιστολής.
Όσοι άντεξαν και δεν παρασύρθηκαν από τις σειρήνες της εποχής τους, όσοι πιστεύουν ακόμη στον Θεό, όσοι αγαπούν την Εκκλησία και τα Μυστήρια, όσοι τολμούν να στρατευθούν, να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, να γηροκομήσουν τους γονείς τους, όσοι τολμούν να κάνουν μια τίμια εργασία κι ας στερούνται, όλοι αυτοί είναι ήρωες.
Γιατί φυλούν Θερμοπύλες. Κι όταν φθάσει η στιγμή, όταν τους ζητηθεί, όταν όλα αυτά που αγαπούν κινδυνεύσουν, τότε θα φθάσουν τα όριά τους και θα κάνουν άθλους. Και θα τους κάνουν κι αυτοί με χαρά, γιατί θα βλέπουν μπροστά τους την Πατρίδα τους και τον Θεό τους.
Ας
μην γελιόμαστε. Αυτά τα δύο, δεν ξεχωρίζουν. Και γνήσιους ήρωες μόνον
αυτά παράγουν. Ό,τι άλλο, είναι απόηχος, το «είδωλο», το αποκύημα μιας
πραγματικότητας που κάποτε υπήρχε, αλλά χάθηκε κάπου στον δρόμο…