Κυριακή πρωί. Πριν μπει στην εκκλησία, σηκώθηκε το βλέμμα του πάνω στη σκεπή.Περίεργο το θέαμα. Έμεινε εκεί. Έμοιαζε με συλλαλητήριο πουλιών πάνω στη στέγη της εκκλησίας. Στον τρούλο. Στις γωνίες. Στα μέσα κεραμίδια και στους γύψους.
Κανένα πουλάκι κάτω στη γη, όπως συνήθως, ψάχνοντας για σησάμι. Όλα επάνω στη σκεπή, κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, ωσάν να γνώριζαν όλα τους πως κάτι συμβαίνει – τώρα εκεί, μέσα εκεί.
Γιατί να το κρύψουμε, εξάλλου; ΓΝΩΡΙΖΑΝ.
Πέταξαν όλα. Τοποθετήθηκαν πάνω στη σκεπή, υπηρετώντας το «πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τον Κύριον». Πάσα πνοή, ερμηνεύεται εδώ, και του ανθρώπου η φωνή, και του πτηνού η κραυγή, αλλά και του πόρου του δένδρου η ανάσα, μα και του κύματος το πάφλασμα.
Η δροσιά πάνω στο πέταλο του μπουμπουκιού. Πάσα πνοή.
Τα πάντα γνωρίζουν τον Κύριο τους. Εκτός από εμάς, ορισμένες φορές…
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.