Στά γεγονότα πού προηγήθηκαν τῆς Σταύρωσης τοῦ Κυρίου, συναντᾶμε ἕνα πρόσωπο πού ἔλαβε μία ἰδιαίτερη εὐλογία ἀπό τόν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού ἀξιώθηκε νά κουβαλήσει τόν Σταυρό καί νά βοηθήσει τόν ταλαιπωρημένο ἀπό τίς πληγές καί τά βασανιστήρια Κύριό μας. Ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος.
Αὐτός καί μία γυναίκα ἀκόμα, ἡ Ἁγ. Βερονίκη, πού σκούπισε τόν ἱδρῶτα τοῦ Διδασκάλου μέ ἕνα μεταξωτό μαντήλι, εἶναι οἱ μοναδικοί ἄνθρωποι ἀπό τούς ὁποίους δέχθηκε βοήθεια ὁ Θεάνθρωπος στό μεγαλύτερο δράμα Του, τόν Σταυρό Του.
Ποιός ἦταν ὅμως ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος;
Καταγόταν ἀπό τήν Κυρήνεια (βρίσκεται βόρεια τῆς σημερινῆς Λιβύης), ἀλλά πιθανόν εἶχε ἐγκατασταθεῖ καί ἔμενε πλέον στά Ἰεροσόλυμα.
Κάθε μέρα, ὅπως συνήθιζε, πήγαινε μέ τά δύο του παιδιά, τόν Ἀλέξανδρο καί τόν Ροῦφο, στό χωράφι, ὅπου ἐκεῖ, μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του, πάλευε νά βγάλει τόν ἐπιούσιο γιά τήν οἰκογένειά του. Πολλά στοιχεῖα δέν διασώζονται γι’ αὐτό τό πρόσωπο.
Φαίνεται ὅτι σάν ἄνθρωπος ἦταν πονόψυχος, πρόθυμος σέ βοήθεια, ὅπως βλέπουμε στή συνέχεια τοῦ Θείου δράματος.
Ἐκείνη τή μέρα, Παρασκευή τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πάσχα (Πεσάχ), ὅπως μᾶς ἐξιστοροῦν οἱ ἅγιοι Εὐαγγελιστές, ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος γύριζε ἀπό τόν ἀγρό.
Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά σέ μία μακάβρια πομπή. Ὄχλος πολύς πού φώναζαν καί ξεστόμιζαν ὕβρεις, Ρωμαῖοι στρατιῶτες, μερικές γυναῖκες παραδίπλα πού ἔκλαιγαν καί στή μέση… ὁ μεγάλος Κατάδικος.
Φορτωμένος στούς ἀδύναμους καί καταπληγωμένους ὤμους Του τό ὄργανο τῆς ἐκτελέσεώς Του: ἕναν τεράστιο, ξύλινο Σταυρό. Χωρίς νά τό καταλάβει, ὁ Σίμων βρέθηκε κι αὐτός ἀνάμεσα στό πλῆθος.
Καί πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς Μεγάλης ἐκτελέσεως. Οἱ μηδαμινές δυνάμεις πού εἶχαν ἀπομείνει στόν Ἰησοῦ καί ἡ ταλαιπωρία τῆς προηγούμενης νύχτας ἔκαναν τά βήματά Του ὅλο καί πιό βαριά.
Σέ λίγα μόλις βήματα, τά πόδια λύγιζαν, τό σῶμα ἔπεφτε στή γῆ. Οἱ στρατιῶτες ἀνυπομονοῦσαν, φώναζαν, βιάζονταν νά ἐκτελέσουν τήν ἀπόφαση.
Στήν ἀγωνία τους μήπως ὁ κατάδικός τους μείνει στό δρόμο καί δέν προλάβει νά φτάσει νά τιμωρηθεῖ ὅπως τοῦ ἔπρεπε, κοίταξαν γύρω τους νά βροῦν κάποιον, κάπως γεροδεμένο, νά σηκώσει αὐτός τό τιμωρητικό ὄργανο.
Καί ὁ Θεός ἔκανε τήν τιμή στόν ἀγαθό δοῦλο του Σίμωνα, νά Τόν βοηθήσει. Ξαφνικά, βλέπει τόν Κύριο νά πέφτει κάτω ἐξαντλημένος, μή μπορώντας νά σηκώσει τόν τεράστιο ξύλινο Σταυρό.
Τότε, ὁ Σίμων παίρνει τή διαταγή ἀπό τούς στρατιῶτες καί ἀμέσως, χωρίς ἄλλη ἀντίρρηση, σηκώνει αὐτός στούς ὤμους του τό ὄργανο τῆς καταδίκης.
«Τοῦτον ἠγγάρευσαν ἵνα ἄρη τόν σταυρόν αὐτοῦ», μᾶς λέει ὁ Εὐαγγελιστής.
Μά ἔπρεπε νά ὑπακούσει στήν διαταγή;
Ἤ, καλύτερα, νά προσπαθοῦσε νά ξεφύγει, χωρίς πολλές ἐξηγήσεις; Ὁ ἀγαθός καί πονετικός Σίμων, δέν ἔκανε καμία ἀπ’ αὐτές τίς σκέψεις.
Ἡ καρδιά του τοῦ ἔλεγε νά συντρέξει Στόν πονεμένο, νά ἀλαφρώσει Τόν πληγωμένο, νά συμπαρασταθεῖ Στόν μελλοθάνατο. Δέν γόγγυσε, δέν ἀγανάκτησε. Καί… μέσα σέ λίγα λεπτά, ὁ ἄκακος αὐτός ἀγρότης, χωρίς νά ξέρει Ποιόν βοηθάει, ἔγινε βοηθός τοῦ Θεοῦ.
Σήκωσε ἀδιαμαρτύρητα, αὐτό πού ἀργότερα θά γινόταν σύμβολο λύτρωσης γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.
Μία ἀρχαία παράδοση λέει ὅτι, κατά τή διαδρομή πρός τόν Γολγοθά, ὁ Κύριος γύρισε κάποια στιγμή πρός τόν Σίμωνα πού τόν ἀκολουθοῦσε μέ τόν Σταυρό καί τόν εὐχαρίστησε.
Τότε, ὁ Σίμων αἰσθάνθηκε ξαφνικά τόν Σταυρό νά ἐλαφραίνει ἀνεξήγητα καί ἡ καρδιά του νά γεμίζει ἀπό χαρά. Στή συνέχεια, λέγεται ὅτι δέν ἔφυγε, ὅταν ἤδη εἶχαν φθάσει στόν τόπο τῆς θανάτωσης τοῦ Ἰησοῦ.
Παρέμεινε ὥς τό τέλος καί φώναξε μαζί μέ τόν Ἑκατόνταρχο:
«Πράγματι, Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ».
Ἀργότερα, βαπτίσθηκε χριστιανός.
Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἦταν Μοναδικός καί Ἀνεπανάληπτος στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Τόν σήκωσε ὁ Ἀναμάρτητος, ἔχοντας πάνω του ὅλη τήν ἁμαρτία.
Ἀλλά καί ἄλλοι, μικρότεροι σταυροί, δέν ἔπαψαν ποτέ νά ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας. Μετά τήν ἔξωση τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο, ὁ πόνος εἶναι πλέον ζυμωμένος καί ἀχώριστος μέ τόν ἄνθρωπο.
Τό βιώνουμε καί τό βλέπουμε γύρω μας. Δέν εἶναι, ἴσως, λίγες οἱ φορές πού δεχόμαστε κι ἐμεῖς ἕνα παρόμοιο κάλεσμα μέ τοῦ Σίμωνα, νά σηκώσουμε ἔστω γιά λίγο, προσφέροντας μία μικρή ἀνακούφιση, τόν σταυρό ἑνός συνανθρώπου μας.
Νά γίνουμε Κυρηναῖοι, στόν δικό του Γολγοθά. Μπορεῖ νά μήν ξέρουμε ποιός εἶναι. Νά εἶναι ἕνας ἄγνωστος σέ μᾶς. Ὅπως ἦταν γιά τόν Σίμωνα, ὁ Κύριος.
Καί τότε… μέ ἔκπληξη θά διαπιστώσουμε αὐτό πού μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, στό εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω:
«…ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε ́40).