Είναι ωραία πάντως η υπενθύμιση του Ηρόδοτου, ο οποίος αποτυπώνει στον διάλογο του σοφού Σόλωνα με τον βασιλιά της Λυδίας Κροίσο, την απάντηση στο ερώτημα της ευτυχίας. Δεν είναι τα αγαθά και η δόξα, τα καυχήματα του Κροίσου, αλλά το παράδειγμα του Τέλλου του Αθηναίου, του απλού ανθρώπου που αγαπά την οικογένειά του, είναι νομοταγής και πεθαίνει για την πατρίδα του. Το παράδειγμα του Κλέοβη και του Βίτωνα, οι οποίοι στην ακμή της δόξας τους, όταν κερδίζουν τους Ολυμπιακούς αγώνες, παίρνουν αγκαλιά την μητέρα τους και την πάνε στη γιορτή της Ήρας στο Άργος και η θεά τους δίνει ευτυχισμένο θάνατο. Δεν είμαστε οι άνθρωποι έτοιμοι σήμερα να ακούσουμε από το στόμα ενός Σόλωνα ότι η ευτυχία περνά από την αγάπη, την τιμιότητα, την εμπιστοσύνη στην πατρίδα, την θυσία και την παραμονή στο μέτρο και την ανθρωπιά.
Η Εκκλησία βλέπει την ευτυχία σε μια συνολική προοπτική, η οποία έχει να κάνει με τον άνθρωπο τόσο ως πρόσωπο όσο και ως μέλος της κοινότητας. Απαραίτητη προϋπόθεση να ξεκινήσει ο άνθρωπος από την σχέση με τον Θεό. Είναι εντυπωσιακή η απαρίθμηση των κατηγοριών των ευτυχισμένων ανθρώπων από τον Χριστό: οι πτωχοί τω πνεύματι, δηλαδή οι ταπεινοί, αυτοί που πενθούν για το κακό και την αμαρτία και το αντιμάχονται, αυτοί που γίνονται ειρηνοποιοί και στην εσωτερική τους κατάσταση και στις σχέσεις τους με τον συνάνθρωπο, αυτοί που θέλουν να είναι καθαροί στην καρδιά, αυτοί που πεινούν και διψούν για δικαιοσύνη, δηλαδή για αγάπη, αυτοί που ονειδίζονται για την πίστη τους στο Ευαγγέλιο, οι πραείς και οι ελεήμονες, δηλαδή οι συγχωρητικοί και μη αυτάρκεις, οι δεκτικοί της χάριτος. Όλοι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με το think positive, τα αγαθά, την επιτυχία με κάθε τρόπο, την υποταγή των άλλων στις ατομικές μας επιθυμίες. Οι κατά Χριστόν ευτυχισμένοι δέχονται τον πόνο, την θλίψη, τις δοκιμασίες όχι ως τιμωρίες ή ως καθαρτήρια μέθοδο, αλλά ως ευλογία Θεού, διότι η αγάπη περνά και από τα δύσκολα.
Ο άνθρωπος σ’ αυτή την ζωή αναζητεί την ευτυχία ως δώρο για τις ικανότητές του, τα αγαθά του, τους κόπους του. Όταν δεν την βρίσκει, μελαγχολεί. Η θρησκεία της ευτυχίας χωρίς Θεό παρασύρει στην ματαιοπονία. Η πίστη στο θέλημα του Θεού κάνει τον άνθρωπο να μη λυγίζει. Τον οδηγεί στο φως της αγάπης. Στον σταυρό που συνοδεύεται από την ανάσταση. Και η κοινωνία με τον Χριστό στην Εκκλησία αποκαθιστά τον άνθρωπο στην ολότητά του: ως πρόσωπο και ως μέλος του σώματος του Χριστού μαζί με τους άλλους.