«Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ... Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. 4, 20, 22)
«Κι αὐτοὶ ἀμέσως ἄφησαν τὰ δίχτυα καὶ τὸν ἀκολούθησαν... Τοὺς κάλεσε, κι αὐτοὶ ἄφησαν ἀμέσως τὸ καΐκι καὶ τὸν πατέρα τους καὶ τὸν ἀκολούθησαν».
Η σχέση ανθρώπου και Θεού δεν είναι μία σχέση αυτονόητη. Παρότι όλοι μας έχουμε μέσα μας το «γονίδιο του Θεού», η αναζήτηση του Θεού είναι στο DNA μας, κάτι που το γνωρίζουμε από την μαρτυρία του Αποστόλου Παύλου στον λόγο του στους Αθηναίους («Θέλησε οι άνθρωποι να ζητούν τον Κύριο και να προσπαθούν να τον βρουν ψηλαφώντας στο σκοτάδι, αν και δεν είναι μακριά από τον καθένα μας», Πράξ. 17, 27) και η επιστήμη το επιβεβαίωσε μέσα από την χαρτογράφηση του γονιδιώματος του ανθρώπου (Francis Collins), εντούτοις δεν είναι απαραίτητο ότι έχουμε τη διάθεση να Τον συναντήσουμε ή, ακόμη κι όταν αυτό γίνει, τη διάθεση να αποδεχτούμε τον λόγο και το κάλεσμά Του.
Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακολουθεί τις Κυριακές της Πεντηκοστής και των Αγίων Πάντων, στις οποίες κατανοούμε πως η ζωή μας παίρνει νόημα από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και από την απόφασή μας να βάλουμε ως στόχο μας την αγιότητα, διαβάζουμε για τη συνάντηση του Χριστού με τέσσερις ανθρώπους. Ανά δυάδες, αδέρφια, ψαράδες, οι δύο ασχολούμενοι με το να ρίχνουν τα δίχτυα στη λίμνη μόνοι τους και οι άλλοι δύο όντας με τον πατέρα τους στο πλοιάριο το οποίο είχαν στην κατοχή τους. Ο Χριστός καλεί και τους τέσσερις να Τον ακολουθήσουν και να αλλάξουν τη ζωή τους. Και εκείνοι, «ευθέως», αμέσως εγκαταλείπουν τα δίχτυα της επιβίωσης οι δύο πρώτοι, ο Πέτρος και ο Ανδρέας, αλλά και την ιδιοκτησία και τη συγγένεια οι άλλοι δύο, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, και Τον ακολουθούν. Γίνονται «αλιείς ανθρώπων» και κήρυκες, μαζί με τον Χριστό, του χαρμόσυνου μηνύματος της Βασιλείας του Θεού και μάρτυρες των θεραπειών που ο Χριστός κάνει σε κάθε ασθένεια, σωματική και ψυχική.
Ποιοι ήταν οι λόγοι για το μεγάλο ΝΑΙ των αποστόλων στο κάλεσμα του Χριστού;
Πρώτον, η αναζήτηση της αλήθειας στις καρδιές τους. Και οι τέσσερις πίστευαν ότι η αλήθεια είναι πρόσωπο, ο Μεσσίας, και όχι μία ιδέα ή μία φιλοσοφία. Γι’ αυτό και από το πρόσωπο ελκύστηκαν, το πρόσωπο ακολούθησαν, το πρόσωπο εμπιστεύτηκαν. Δεύτερον, η καρδιά τους είχε επίγνωση της θρησκευτικής παράδοσης των Ιουδαίων, αλλά είχε και την απλότητα και τη θέρμη των λαϊκών ανθρώπων, που δεν φιλοσοφούν ιδιαίτερα τα πράγματα, αλλά ακούνε την καρδιά τους, μια καρδιά καθαρή και ενθουσιώδης. Η καρδιά αυτή δεν κυριαρχείται ούτε από το συμφέρον, ούτε από τους υπολογισμούς για το μέλλον, ούτε από τα πάθη. Παρότι όλοι είχαν τους χαρακτήρες τους, που τους έκαναν ο ένας να αρνηθεί τρεις φορές τον Χριστό, οι δύο να κρυφτούν από τον φόβο των Ιουδαίων, ενώ μόνο ο Ιωάννης έμεινε πιστός μέχρι το τέλος, εντούτοις η καρδιά τους δεν έπαψε να αγαπά και να νιώθει την κλήση του Χριστού να τους αλλάζει τη ζωή. Τρίτον, δεν είχαν ως κύρια έγνοια της ζωής τους την επιβίωση, τα χρήματα, τη συγγένεια, τις ανθρώπινες σχέσεις, που γίνονται δισταγμοί και βάρη για τον άνθρωπο που θέλει να ακολουθήσει τον Θεό, ούτε τη γνώμη των άλλων για το τι ήταν σωστό και τι όχι, αλλά ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν έναν αγώνα για έναν σκοπό που ξεπερνούσε το παρόν, όπως είναι η Βασιλεία του Θεού.
Αυτά τα τρία στοιχεία λείπουν συνήθως από τις δικές μας καρδιές. Βλέπουμε για αλήθεια τις όποιες αλήθειες μιας ζωής που την φιλοσοφούμε, αναζητούμε το νόημα της στην επιβίωση, στις σχέσεις, στην ιδιοκτησία, στα αγαθά, στις ιδέες, ενώ εύκολα νικιόμαστε από τους υπολογισμούς, τα συμφέροντα, τα πάθη, καθώς δεν κυριαρχεί η αγάπη στην καρδιά μας. Παράλληλα, θεωρούμε αυτονόητο ότι ο Χριστός θα μας δώσει ό,τι ζητούμε, είτε επειδή βλέπουμε την πίστη ως παράδοση και συνήθεια είτε επειδή έχουμε σχηματίσει εντός μας την άποψη ότι η άνεση είναι το κλειδί της ευτυχίας και ότι επειδή ο Θεός μάς αγαπά, θα μας τα φέρει όλα εύκολα στη ζωή, ενώ δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να δώσουμε μαρτυρία περί της Βασιλείας του Θεού στους άλλους, εφόσον η αγιότητα δεν είναι ο πρώτος σκοπός μας, αλλά όλα λειτουργούν εγκοσμιοκρατικά και στη δική μας πορεία, κατά τον πολιτισμό μας.
Ο χριστιανός έχει λάβει κλήση από τον Χριστό και την Εκκλησία όταν βαπτίστηκε. Να βλέπει τον Χριστό ως κέντρο της ζωής του, ως το Πρόσωπο που γιατρεύει, σώζει και αλλάζει, να παλεύει ώστε η καρδιά του να είναι αγαθή, απλή και καθαρή από συμφέροντα, επιδιώξεις κοσμικές και πάθη, αλλά και να νιώθει έτοιμος να δώσει την καλή μαρτυρία περί της πίστεως σε κάθε στιγμή της ζωής, σε κάθε σχέση, σε κάθε δρόμο. Αυτή είναι και η πορεία στην οποία μας καλεί η Εκκλησία. Μπορεί να μας λείπει το «ευθέως», αλλά ο Θεός ξέρει να περιμένει. Ας το παλέψουμε!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός