Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας δύο νέοι Αγιορείτες Όσιοι

 

Η απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου να εντάξει δύο σπουδαίους Γέροντες του  στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας σηματοδοτεί μια ιστορική στιγμή για τον Ορθόδοξο κόσμο.

Ο λόγος για τον Όσιο Διονύσιο Βατοπαιδινό από το Ιερό Κελλίον Αγίου Γεωργίου Κολιτσού και τον Όσιο Πετρώνιο, Δικαίο της Ιεράς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου της Μεγίστης Λαύρας.

Η μνήμη του πρώτου θα τιμάται κάθε χρόνο στις 11 Μαΐου, ενώ του δεύτερου στις 24 Φεβρουαρίου. Η πράξη αυτή δεν αποτελεί μόνο μια τυπική καταγραφή, αλλά την επίσημη αναγνώριση της αγιότητας δύο μορφών που με την ταπείνωση και την αυστηρή άσκησή τους φώτισαν το Περιβόλι της Παναγίας.

Ο Όσιος Διονύσιος Βατοπαιδινός – Ο γέροντας της Κολιτσού

Καταγόμενος από τη Ρουμανία, ο Γέρων Διονύσιος προσήλθε στο Άγιον Όρος το 1926 και αφιέρωσε τη ζωή του στην προσευχή, την άσκηση και την πνευματική καθοδήγηση. Το Κελλί του Αγίου Γεωργίου στην Κολιτσού έγινε τόπος χάριτος και καταφυγίου για πλήθος προσκυνητών.

Η πνευματική του διδασκαλία διασώζεται μέσα από απλές αλλά βαθιές συμβουλές: «Η καλύτερη προσευχή γίνεται τη νύχτα μετά τον ύπνο, γιατί τότε ο νους είναι καθαρός». Ο ίδιος τόνιζε την αξία του προσωπικού κανόνα και της συμμετοχής στην εκκλησιαστική ακολουθία, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Οι δύο πτέρυγες του μοναχού είναι ο κανόνας και η ακολουθία – και οι δύο πρέπει να είναι χωρίς ελλείψεις».

Η ανακομιδή των λειψάνων του το 2022 συγκέντρωσε πλήθος πιστών και κληρικών, με τον Καθηγούμενο της Βατοπαιδινής Μονής, Γέροντα Εφραίμ, να μιλά με συγκίνηση για τον πνευματικό πατέρα που «άνοιγε την αγκάλη του σε όλους, όπως ο Πατέρας στον άσωτο».

Η πράξη αγιοκατάταξης και το μήνυμά της

Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου με απόφασή της (βλ. ανακοίνωση Πατριαρχείου) κατέγραψε τους δύο Γέροντες στο Αγιολόγιο, επισημοποιώντας μια τιμή που ήδη βίωνε ο λαός του Θεού στις καρδιές του.

Η απόφαση αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη πορεία ανάδειξης σύγχρονων Αγίων του Άθω, δείχνοντας πως η αγιότητα δεν είναι υπόθεση του παρελθόντος αλλά ζωντανή εμπειρία της Εκκλησίας.

Παράλληλα, υπενθυμίζει ότι οι πνευματικές μορφές του Αγίου Όρους δεν περιορίζονται στον ελλαδικό χώρο, αλλά αγκαλιάζουν ολόκληρη την Ορθόδοξη Διασπορά (βλ. Υπουργείο Εξωτερικών Ελλάδος) με το παράδειγμά τους.

Η αναγνώριση των Οσίων Διονυσίου και Πετρωνίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελεί σταθμό για το Άγιον Όρος και την Ορθοδοξία. Οι βίοι τους, γεμάτοι από κόπο, ταπείνωση και αγάπη, δείχνουν τον δρόμο της αληθινής ελευθερίας: την πορεία προς τον Χριστό.

Η Εκκλησία καλεί πλέον τους πιστούς να τους τιμούν και να τους επικαλούνται στις προσευχές τους, μεταφέροντας το άρωμα του Άθω σε κάθε γωνιά του κόσμου.

ΤΟ ΚΑΡΤΟΤΗΛΕΦΩΝΟ…

 

Το καρτοτηλέφωνο για πολλά χρόνια ήταν ένα κατώφλι δημοκρατίας: ο καθένας, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, κατοχής κινητού, οικονομικής κατάστασης, μπορούσε να σταθεί στην άκρη του δρόμου, να βάλει ένα κέρμα ή μια κάρτα, και να συνδεθεί με τον κόσμο.

Η απομάκρυνσή του σηματοδοτεί τη βίαιη ιδιωτικοποίηση της επικοινωνίας: η δυνατότητα του «καλέσματος» μετατρέπεται σε προνόμιο εκείνου που διαθέτει συμβόλαιο, συσκευή, δεδομένα, και άρα εντάσσεται ήδη στην αγορά.

Το καρτοτηλέφωνο ήταν ένα σημείο αντίστασης, γιατί μπορούσε να λειτουργήσει έξω από το καθεστώς της ολοκληρωτικής επιτήρησης: δεν σε ταυτοποιούσε αμέσως, δεν έγραφε τον αριθμό σου σε μια βάση δεδομένων, δεν συνέδεε τη φωνή σου με ένα προφίλ καταναλωτή. Στην εξαφάνιση αυτών των μικρών κυψελών δημόσιας επικοινωνίας βλέπουμε την καθολική επικράτηση του ψηφιακού βιοπολιτικού μηχανισμού: κανείς δεν μπορεί να μιλήσει χωρίς να έχει «πρόσωπο», χωρίς να έχει ήδη εγγραφεί στο σύστημα.

Εδώ διακυβεύεται κάτι πιο μεγάλο από την τεχνολογία: είναι η μετατροπή της ίδιας της φωνής σε εμπορεύσιμο δεδομένο. Το τηλεφώνημα δεν είναι πια μια φευγαλέα σχέση, αλλά μια συναλλαγή που καταγράφεται, τιμολογείται, παρακολουθείται. Το καρτοτηλέφωνο, ως ελάχιστο υπόλειμμα κοινής χρήσης, ήταν μια εστία «αχρησίας» για το κεφάλαιο, ένα ανάχωμα απρογραμμάτιστης επικοινωνίας. Η αποξήλωσή του είναι η επιβεβαίωση ότι ο δημόσιος χώρος δεν ανήκει πια στους πολίτες, αλλά στις υποδομές της αγοράς και του ελέγχου.

Το πολιτικό ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν «χρειάζονται ακόμα» τα καρτοτηλέφωνα. Είναι αν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε μορφή κοινής ζωής που να μη μεσολαβείται από την αγορά και το ψηφιακό μητρώο. Η εξαφάνισή τους σημαίνει ότι το τυχαίο, το ανώνυμο, το κοινόχρηστο, όλα όσα συγκροτούσαν μια δημοκρατία των μικρών πραγμάτων, παραδίδονται στη λογική της καθολικής ιδιοκτησίας. Δεν αφαιρείται απλώς ένα κουβούκλιο από τον δρόμο, αφαιρείται η δυνατότητα του πολίτη να καλέσει τον άλλο χωρίς να «ανήκει» κάπου.

Δέν θά ἐκλείψουν οἱ ἐκλεκτοί, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος...

 


Ἀνέκαθεν δὲν ἔλειψαν τὰ ζιζάνια, οὔτε θὰ λείψουν ἀπὸ τὸν σῖτον. 
Ὑπῆρξαν ψευδοπροφῆται, ὑπῆρξαν ὅμως καὶ ἀληθεῖς προφῆται, ὑπῆρξαν ψευδαπόστολοι ἀλλὰ καὶ ἀληθεῖς ἀπόστολοι, ψευδοδιδάσκαλοι ἀλλὰ καὶ ἀληθεῖς διδάσκαλοι· καὶ σήμερον ὑπάρχουν ψευδοκληρικοί, καὶ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τῆς αἰσχύνης, ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἀληθεῖς καὶ γνήσιοι ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ μοναχοί· καὶ ἐλπίζω καὶ πιστεύω ὅτι δὲν θὰ ἐκλείψουν οἱ ἐκλεκτοί, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι εἶναι ὀλίγοι. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος εἶπεν, ὅτι πολλοὶ εἰσὶν οἱ κλητοί, ὀλίγοι δὲ οἱ ἐκλεκτοί, καὶ ὀλίγοι οἱ σωζόμενοι (Ματθ. κ´, 16). 
Ἐπειδὴ εἶναι στενὴ ἡ πύλη, καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι οἱ βαδίζοντες αὐτήν· πλατεῖα δὲ καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ πολλοὶ οἱ βαδίζοντες αὐτήν (Ματθ. ζ´, 13-14).

AΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ


 

 Η Ίνδικτος προέρχεται από τη λατινική λέξη indictio η οποία σημαίνει ορισμός.

Ο όρος προήλθε από τη συνήθεια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να ορίζουν διά θεσπίσματος για διάστημα δεκαπέντε ετών το ποσό του ετήσιου φόρου που εισέπρατταν αυτή την εποχή για τη συντήρηση του στρατού. Κατ’ επέκταση καθιερώθηκε να ονομάζονται ινδικτίωνες και οι δεκαπενταετείς αυτοί κύκλοι που άρχισαν επί Καίσαρος Αυγούστου, τρία χρόνια από τη γέννηση του Χριστού.

Από τις αρχές, άλλωστε, του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Σεπτέμβριος καθιερώθηκε ως η αρχή του εκκλησιαστικού αλλά και του πολιτικού έτους, επειδή η 1η Σεπτεμβρίου συνέπιπτε με την αρχή της ινδικτιώνος. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου ως «αρχή της ινδίκτου». Όπως μας πληροφορεί η Μαρίνα Δετοράκη υπεύθυνη του ερευνητικού Εργαστηρίου Παλαιογραφίας και Αρχείου Μικροταινιών του Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης:

«Η λέξη ινδικτιών σημαίνει κατ’ αρχήν τον προσδιορισμό του ετήσιου ποσού που έπρεπε να καταβάλλουν οι Ρωμαίοι πολίτες ως φόρο. Συνεκδοχικά, πήρε τη σημασία της οικονομικής χρονιάς, και όταν οι φόροι ρυθμίζονταν με βάση μια περίοδο περισσοτέρων ετών, ινδικτιών ονομάστηκε το σύνολο αυτών των ετών… Κατέληξε έτσι να σημαίνει ένα θεσμοθετημένο κύκλο 15 ετών, συνεχώς επαναλαμβανόμενο (όπως η εβδομάδα ή ο μήνας), που χρησιμοποιήθηκε για τη χρονολόγηση πράξεων και γεγονότων… που τελικά παγιώθηκε ως το δημοφιλέστερο σύστημα χρονολόγησης για τους Βυζαντινούς, και η 1η Σεπτεμβρίου ως η αρχή του έτους τους».

Τι σημαίνει αρχή Ινδίκτου

Επειδή ο Σεπτέμβριος είναι εποχή συγκομιδής καρπών και προετοιμασίας για τον νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε να εορτάζουν οι χριστιανοί την αρχή της γεωργικής περιόδου αποδίδοντας ευχαριστίες στον Θεό για την εύνοιά του προς την κτίσι. Είναι αυτό που ήδη έκαναν οι Ιουδαίοι σύμφωνα με τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου· την πρώτη δηλαδή ημέρα του εβδόμου ιουδαϊκού μηνός, αρχές Σεπτεμβρίου, τελούσαν την εορτή της Νεομηνίας ή των Σαλπίγγων, κατά την οποίαν εσχόλαζαν από κάθε εργασία, για να προσφέρουν θυσίες ολοκαυτωμάτων «εις οσμήν ευωδίας Κυρίω» (Λευϊτ. 23,18).

Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο δημιουργός του χρόνου και του σύμπαντος, ο προάναρχος Βασιλεύς των αιώνων, ο οποίος εσαρκώθη, για να αποκαταλλάξη τα πάντα εις Εαυτόν και να συναγάγη Ιουδαίους και εθνικούς εις μίαν Εκκλησίαν, ήθελε να ανακεφαλαιώση εν Εαυτώ τον αισθητό κόσμο και τον γραπτό Νόμο. Έτσι, αυτήν την ημέρα που η φύσις ετοιμάζεται να διατρέξη ένα νέο κύκλο εποχών, εορτάζουμε το γεγονός, κατά το οποίο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εισήλθε στην Συναγωγή και ανοίγοντας το βιβλίο του Ησαϊου ανέγνωσε το χωρίο, όπου ο Προφήτης ομιλεί επ’ ονόματι του Σωτήρος «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ού είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, κηρύξαι ενιαυτόν (= έτος) Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18).

Όλες οι Εκκλησίες, συναθροισμένες «επί το αυτό», αναπέμπουν σήμερα δοξολογία προς τον ένα τρισυπόστατο Θεό, ο οποίος διαμένει στην αιώνια μακαριότητα, διακρατεί τα πάντα εν τη ζωή και στέλνει άφθονες τις ευλογίες του κάθε εποχή στα κτίσματά του. Ο ίδιος ο Χριστός ανοίγει τις θύρες του νέου έτους και μας προσκαλεί να τον ακολουθήσωμε, για να γίνωμε μέτοχοι της αιωνιότητός του.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Μακαρίου ιερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος)

Πώς καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους;

Τα περισσότερα ημερολόγια στην περιοχή της Ανατολής είχαν ως πρωτοχρονιά την 24η Σεπτεμβρίου, ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή, όμως, στις 23 Σεπτεμβρίου ήταν τα γενέθλια του Αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανού, η πρωτοχρονιά μετατέθηκε στις 23 του ίδιου μήνα, ημέρα η οποία καθορίστηκε ως αρχή της Ινδίκτου, της περιόδου, δηλαδή, του ρωμαϊκού διατάγματος για τον φόρο που ίσχυε για δεκαπέντε χρόνια.

Έτσι, Ίνδικτος κατέληξε να σημαίνει αργότερα το έτος και αρχή της Ινδίκτου η πρωτοχρονιά. Αυτή την πρωτοχρονιά βρήκε η Εκκλησία και της προσέδωσε χριστιανικό νόημα και περιεχόμενο, αφού τοποθέτησε σε αυτή την εορτή της σύλληψης του Τιμίου Προδρόμου, που αποτελεί και το πρώτο γεγονός της Ευαγγελικής ιστορίας.

Το 462 μ.Χ. για πρακτικούς λόγους αλλά και για να συμπίπτει η πρώτη του έτους με την πρώτη του μήνα, η εκκλησιαστική πρωτοχρονιά μετατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου. Η πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου έχει ρωμαϊκή προέλευση και ήρθε στην ορθόδοξη ανατολή κατά τα νεότερα χρόνια.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι λίγα χρόνια πριν, η Εκκλησία όρισε την 1η Σεπτεμβρίου ως ημέρα αφιερωμένη στο φυσικό περιβάλλον.

Η Ίνδικτος κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη
«Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Eκκλησία εορτάζει σήμερον την Iνδικτιώνα, διά τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Διά τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Pωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Iνδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός. Kαι δεύτερον εορτάζει ταύτην η Eκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Bιβλίον του Προφήτου Hσαΐου, καθώς γράφει ο Eυαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ΄). Tο οποίον Bιβλίον ανοίξας ο Kύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Hσαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον διά λόγου του τα λόγια ταύτα:

«Πνεύμα Kυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Kυρίου δεκτόν». Aφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Kύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Bιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε διά τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Eυαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι).

Eίναι δε και τρίτη αιτία, διά την οποίαν η Eκκλησία του Xριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Iνδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα διά μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Kαι ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, με την φύλαξιν των εντολών του. Kαι ούτω να τύχωμεν των εν Oυρανοίς αιωνίων αγαθών».

Καλό Εκκλησιαστικό έτος

ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΠΑΡΘΕΝΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΜΜΟΥΝ Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΥΤΩΝ

 

Αγίες Τεσσαράκοντα Παρθένες και Ασκήτριες και Αμμούν ο διδάσκαλος αυτών
Αγίες Τεσσαράκοντα Παρθένες και Ασκήτριες και Αμμούν ο διδάσκαλος αυτών
Εορτάζει στις 1 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.
Άγιοι που εορτάζουν: Άγιος Αμμοὐν Ο Διδάσκαλος, Αγία Αδαμαντίνη , Αγία Καλλιρὀη , Αγία Χαρίκλεια , Αγία Πηνελὀπη , Αγία Κλειώ , Αγία Θάλεια , Αγία Μαριάνθη , Αγία Ευτέρπη , Αγία Τερψιχόρη , Αγία Ουρανία , Αγία Κλεονίκη , Αγία Σαπφώ , Αγία  Ερατώ , Αγία Πολυμνία , Αγία Δωδώνη , Αγία Αθηνά , Αγία Τρωάδα , Αγία Κλεοπάτρα , Αγία Κοραλία , Αγία Καλλίστη , Αγία Θεονόη , Αγία Θεανώ , Αγία Ασπασία , Αγία Πολυνίκη , Αγία Διόνη , Αγία Θεοφάνη , Αγία Ερασμία , Αγία Ερμηνεία , Αγία Αφροδίτη , Αγία Μαργαρἰτα , Αγία Αντιγὀνη , Αγία Πανδώρα , Αγία Χαϊδω , Αγία Λάμπρω , Αγία  Μὀσχω , Αγία  Αρηβοϊα , Αγία Θεονὐμφη , Αγία Ακριβή , Αγία Μελπομένη , Αγία Ελπινίκη


Οι Άγιες αυτές γυναίκες έζησαν την εποχή του βασιλέως Λικινίου στην Αδριανούπολη της Θράκης. Ο ηγεμών της περιοχής Βάβδος (περί το 305 μ.Χ.) τις συνέλαβε ως χριστιανές και τις προέτρεπε να προσκυνήσουν τα είδωλα. Η Κελσίνα, μία εξ αυτών και η πρώτη της πόλεως, μετά τη θαρραλέα ομολογία της πίστεώς της τις εσύναξε όλες στην οικία της μαζί με τον διδάσκαλό τους, διάκονο Άγιο Αμμούν, για να ενισχυθούν προς το μαρτύριο. Ο Αμμούν πήρε το χαρτί με τα ονόματά τους και τα διάβασε δυνατά ένα-ένα. Ύστερα είπε: «Αγωνισθήτε υπέρ του Χριστού δια του μαρτυρίου, διότι έτσι θα καθίσει και ο Δεσπότης Χριστός στην πύλη της ουρανίου βασιλείας και θα σας προσκαλεί μία-μία κατ’ όνομα, για να σας αποδώσει τον στέφανο της αιωνίου ζωής».

Όταν και πάλι τις ανέκρινε ο ηγεμών, ομολόγησαν όλες σταθερά την πίστη τους. Με την προσευχή τους συνέτριψαν τα είδωλα και ο ιερεύς των ειδώλων ανυψώθηκε στον αέρα, μέχρις ότου, βασανιζόμενος από πύρινους αγγέλους, έπεσε νεκρός στη γη. Τότε ο Βάβδος πρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιο Αμμούν, να του ξύσουν τις πλευρές, να κάψουν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες και να του φορέσουν στο κεφάλι χάλκινη πυρακτωμένη περικεφαλαία.

Επειδή ο Άγιος διαφυλάχθηκε αβλαβής από τα μαρτύρια, οδηγήθηκε μαζί με τις μαθήτριές του από τη Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγορά της Βουλγαρίας) στην Ηράκλεια, στον βασιλέα Λικίνιο. Καθ’ οδόν εμφανίσθηκε ο Κύριος και τους ενεθάρρυνε. Φθάνοντας στην πόλη πήγαν στον τόπο, όπου είχαν κατατεθεί τα τίμια λείψανα της Αγίας μάρτυρος Γλυκερίας (βλέπε 13 Μαΐου). Ενώ διανυκτέρευαν εκεί προσευχόμενες, παρουσιάσθηκε η Αγία λέγοντας: «Καλώς ήλθατε, άγιες δούλες του Θεού! Προ πολλού περίμενα την λαμπρή εν Χριστώ συνοδεία σας, για να χορεύσωμε στεφανωμένες όλες μαζί με τους αγίους αγγέλους στην βασιλεία του Χριστού, τον οποίο μέχρις αίματος ομολογήσαμε».

Στην Ηράκλεια τους έριξαν στα θηρία. Οι άγιες γυναίκες μαζί με τον διδάσκαλό τους προσευχήθηκαν όρθιες με υψωμένα τα χέρια, τα δε θηρία κατελήφθησαν από ύπνο και δεν τους άγγιξαν. Την ώρα που οι στρατιώτες άναβαν φωτιά για να τις ρίξουν μέσα, προφήτευσαν στον ασεβή Λικίνιο την επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τη νίκη του χριστιανισμού και την κατάργηση της ειδωλολατρίας. Κατόπιν σφραγίσθηκαν με το σημείο του σταυρού και δέκα από αυτές πήδησαν αγαλλόμενες μέσα στις φλόγες υμνώντας τον Θεό, ο οποίος εδρόσισε το πυρ. Έτσι, αυτές μεν ετελειώθησαν εν ειρήνη στην πυρά, οκτώ δε αποκεφαλίστηκαν μαζί με τον διδάσκαλό τους Αμμούν. Από τις υπόλοιπες οι δήμιοι άλλες κατέσφαξαν και σε άλλες έβαλαν στο στόμα πυρακτωμένα σίδερα.

Τα ονόματά τους έχουν διασωθεί στο αρχαίο Μαρτύριόν τους (Bibliotheca Hagiographica Graeca 2280-2281) και είναι: Λαυρεντία η διάκονος, Κελσίνα, Θεοκτίστη (η Θεόκλεια), Δωροθέα, Ευτυχιανή, Θέκλα, Αρισταινέτη, Φιλαδέλφη, Μαρία, Βερονίκη, Ευλαλία (η Ευθυμία), Λαμπροτάτη, Ευφημία, Θεοδώρα, Θεοδότη, Τετεσία, Ακυλίνα, Θεοδούλη, Απλοδώρα, Λαμπαδία, Προκοπία, Παύλα, Ιουλιάνα, Αμπλιανή, Περσίς, Πολυνίκη, Μαύρα, Γρηγορία, Κυρία (η Κυριαίνη), Βάσσα, Καλλινίκη, Βαρβάρα, Κυριακή, Αγαθονίκη, Ιούστα, Ειρήνη, Ματρώνα (η Αγαθονίκη), Τιμοθέα, Τατιανή, Άννα (η Ανθούσα).

Ωστόσο, στην ασματική Ακολουθία και σε νεότερους Συναξαριστές απαντούν τα εξής ονόματα: Αδαμαντίνη, Αθηνά, Ακριβή, Αντιγόνη, Αριβοία, Ασπασία, Αφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ελπινίκη, Ερασμία, Ερατώ, Ερμηνεία, Ευτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεανόη, Θεόνυμφη, Θεοφάνη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Ουρανία, Πανδώρα, Πηνελόπη, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωάς, Χάϊδω και Χαρίκλεια (βλ. Πρωτ. Κων/νου Πλατανιτου, Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, εκδ. Δ , 1997, σελ. 23 υποσ.).


Ἀπολυτίκιον
Ἀθλητῶν αἱ χορείαι, δεῦτε συνδράμετε καὶ τεσσαράκοντα κόρας μετὰ Ἀμμοὺν εὐσεβοῦς μεγαλύνατε, λαμπρῶς πανηγυρίζουσι ὅτι ἐνήθλησαν στερρῶς τῇ ἀσκήσει ἐν Χριστῷ, ῥωσθεῖσαι καὶ λαμπρυνθῆσαι πρεσβεύουσαι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.