Μία
υπόσχεση δίνει ο Χριστός, αγαπητοί μου αδελφοί, στον εκατόνταρχο του
ρωμαϊκού στρατού, όταν εκείνος Τον πλησιάζει, καθώς ο Κύριος εισέρχεται
στην Καπερναούμ. Στην ικεσία του εκατοντάρχου να θεραπεύσει τον παράλυτο
δούλο του, ο Χριστός του λέει: «Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν» (Ματθ. 8,
7). Εγώ θα έλθω και θα τον θεραπεύσω. Η υπόσχεση αυτή εκπληρώθηκε,
μολονότι ο εκατόνταρχος, με μεγάλη πίστη, παρακάλεσε τον Κύριο να κάνει
το θαύμα χωρίς να πάει στο σπίτι του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του
άξιο μιας τέτοιας τιμής. Ο Χριστός θαυμάζει την πίστη του ειδωλολάτρη
στρατιωτικού, την ταπείνωσή του, αλλά και την αγάπη του προς τον δούλο
του, σε μία εποχή στην οποία οι δούλοι θεωρούνταν res, ούτε καν
άνθρωποι.
Η υπόσχεση του Χριστού δεν απευθύνεται μόνο στον εκατόνταρχο, αλλά και σε κάθε άνθρωπο, κάθε εποχής, όταν η καρδιά μας έχει αυτά τα χαρακτηριστικά: την πίστη, την ταπείνωση και την αγάπη. Και είναι μεγάλη η παρηγοριά την οποία λαμβάνουμε από τον Κύριό μας. Ο λόγος Του αποτυπώνει την βεβαιότητα η οποία πηγάζει από την αγάπη του Θεού. Από το λυτρωτικό Του έργο. Από την δίψα Του για κοινωνία με τον άνθρωπο. Είναι μία απόδειξη ότι στον κόσμο δεν είμαστε μόνοι μας. Είναι ένας λόγος ελπίδας, σε εποχές απόγνωσης και μεγάλων δυσκολιών, είτε αυτές προέρχονται από τα δικά μας λάθη είτε από την σκληρότητα των άλλων. «Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν». «Εγώ ελθών θεραπεύσω υμάς». Και είναι συνολική η θεραπεία. Δεν είναι μόνο η σωματική ασθένεια.
Είναι η αίσθηση της μοναξιάς. Η βεβαιότητα της φθοράς και του θανάτου. Η απόγνωση του να μη σε βλέπουν οι άλλοι ως άνθρωπο, αλλά ως αντικείμενο. Όλα αυτά θεραπεύονται χάρις στην παρουσία του Χριστού.
Όλα τα φιλοσοφικά συστήματα, όλες οι πολιτικές και ιδεολογικές διακηρύξεις, όλοι όσοι διοικούν τον κόσμο και τη ζωή μας δεν μπορούν να δώσουν μια τέτοια υπόσχεση. Μπορούν να υποσχεθούν ότι θα βελτιώσουν τη ζωή μας. Ότι θα διορθώσουν τα κακώς κείμενα. Ότι θα δώσουν διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης του κόσμου. Όμως δεν μπορούν να υποσχεθούν ότι θα μας θεραπεύσουν προσωπικά. Εμάς. Τον καθέναν μας.
Γι’ αυτό και τα πάντα λειτουργούν στην ματαιότητα του παρόντος. Στην
ματαιότητα της κατάκρισης για το παρελθόν. Στην απόρριψη άλλων προτάσεων
και άλλων προσώπων. Στην παγίδευση σε ένα μέλλον, το οποίο χωρίς Θεό
δεν έχει νόημα. Είναι αναπόφευκτο, αλλά χωρίς ποιότητα αιωνιότητας.
Χωρίς αληθινή χαρά. Χωρίς διάρκεια. Με την προσωπική μας αρρώστια να
παραμένει αθεράπευτη. Διότι τα
ιδεολογικά, φιλοσοφικά και πολιτικά συστήματα και οι εκφραστές τους δεν
μπορούν να δούνε τον θάνατο τον οποίο αγωνίζονται να αναστείλουν, αλλά
θεωρούν ότι μπορούν να τον υποκαταστήσουν με ψευδαισθήσεις υλικών
αγαθών, ικανοποίησης της φίλαυτης λογικής μας, της φιληδονίας μας, της
φιλοδοξίας μας να είμαστε εμείς οι ισχυροί. Και μας ρίχνουν πιο πολύ στο
βάραθρο.
Όπως ο δούλος του εκατοντάρχου, είμαστε κι εμείς άρρωστοι. Μόνο που δεν είναι εύκολο να έχουμε ανθρώπους που μας αγαπούνε και οι οποίοι να απευθύνονται στον Χριστό για μας. Διότι δεν είναι ο Χριστός και ο ερχομός του στις καρδιές και τη ζωή μας το πρωτεύον για τον κόσμο. Δεν αναζητούμε τον Χριστό, ούτε προστρέχουμε σ’ Αυτόν για να βρούμε την ίασή μας. Δεν είναι εύκολο να γίνουμε κι εμείς όπως ο εκατόνταρχος.
Όπως ο δούλος του εκατοντάρχου, είμαστε κι εμείς άρρωστοι. Μόνο που δεν είναι εύκολο να έχουμε ανθρώπους που μας αγαπούνε και οι οποίοι να απευθύνονται στον Χριστό για μας. Διότι δεν είναι ο Χριστός και ο ερχομός του στις καρδιές και τη ζωή μας το πρωτεύον για τον κόσμο. Δεν αναζητούμε τον Χριστό, ούτε προστρέχουμε σ’ Αυτόν για να βρούμε την ίασή μας. Δεν είναι εύκολο να γίνουμε κι εμείς όπως ο εκατόνταρχος.
Να
μπορούμε να αγαπούμε τους οικείους μας, τους άλλους ανθρώπου τόσο, ώστε
να συνειδητοποιούμε την ανεπάρκεια των προσωπικών μας δυνάμεων να τους
στηρίξουμε πνευματικά, ψυχολογικά, ηθικά.
Να κατανοήσουμε ότι δεν γιατρεύουμε εμείς, διότι δεν έχουμε καταφέρει
ούτε το μπορούμε να γιατρέψουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Θέλει πολλή
ταπείνωση να είναι κάποιος ισχυρός αναφορικά με τον κόσμο και τους
άλλους, όπως ο εκατόνταρχος, και να τολμά να παραδεχτεί ότι «ουκ ειμί
ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης» (Ματθ. 8, 8).
Κάτι τέτοιο προϋποθέτει αυτογνωσία και
κυρίως αίσθηση της αδυναμίας όχι μόνο μπροστά στον Θεό, αλλά και στην
πορεία του κόσμου και του ανθρώπου μέσα στον χρόνο. Και μόνο οι αληθινά
ταπεινοί άνθρωποι μπορούν να εμπιστευθούν αυτούς που αγαπούνε στα χέρια
του Θεού.
«Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν». Πίστη στον Χριστό σημαίνει να προστρέχουμε σ’ Εκείνον για κάθε τι στη ζωή μας. Με την προσευχή και την ικεσία. Με την ταπείνωση και την επίγνωση της αδυναμίας μας. Και με με την αποφυγή της καύχησης ότι ο Χριστός βλέπει το δήθεν πόσο σπουδαίοι είμαστε και μας ανταμείβει με την παρουσία Του, ότι επειδή είμαστε «υιοί της βασιλείας», έχουμε εξασφαλισμένη θέση κοντά Του.
«Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν». Πίστη στον Χριστό σημαίνει να προστρέχουμε σ’ Εκείνον για κάθε τι στη ζωή μας. Με την προσευχή και την ικεσία. Με την ταπείνωση και την επίγνωση της αδυναμίας μας. Και με με την αποφυγή της καύχησης ότι ο Χριστός βλέπει το δήθεν πόσο σπουδαίοι είμαστε και μας ανταμείβει με την παρουσία Του, ότι επειδή είμαστε «υιοί της βασιλείας», έχουμε εξασφαλισμένη θέση κοντά Του.
Ο
εκατόνταρχος ήταν έτοιμος μέσα του. Πίστευε, είχε ταπείνωση, αγαπούσε
τον δούλο του. Και ο Χριστός εκπληρώνει την υπόσχεσή Του. Δεν χρειάστηκε
να έλθει στο σπίτι του. Είχε ήδη έλθει στην καρδιά του ειδωλολάτρη
στρατιωτικού, ο οποίος είχε παραιτηθεί εντός του από την εξουσία του όχι
μόνο έναντι των συνανθρώπων του, αλλά και έναντι του εαυτού του και
εμπιστεύθηκε τα πάντα στον Θεάνθρωπο.
Ας τον μιμηθούμε. Ας παραιτηθούμε εντός μας από την οίηση ότι τα πάντα εξαρτώνται από εμάς
και ας εμπιστευθούμε τον εαυτό μας και τη ζωή μας στα χέρια Αυτού που
εξακολουθεί αδιάψευστα, με τον τρόπο της Εκκλησίας, να μας παρηγορεί με
τον λόγο Του: «Εγώ ελθών θεραπεύσω υμάς»! Αμήν!