Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή· «῞Ενας ἄνθρωπος ἑτοίμασε μεγάλο δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς. ῞
Οταν
ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ δείπνου, ἔστειλε τὸν δοῦλο του νὰ πεῖ στοὺς καλεσμένους·
“ἐλᾶτε, ὅλα εἶναι πιὰ ἕτοιμα”. Τότε ἄρχισαν, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, νὰ
βρίσκουν δικαιολογίες·
῾Ο
πρῶτος τοῦ εἶπε· “ἔχω ἀγοράσει ἕνα χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ δῶ·
σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένον”. ῎Αλλος τοῦ εἶπε· “ἔχω ἀγοράσει
πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω· σὲ παρακαλῶ, δικαιολόγησέ
με”. Κι ἕνας ἄλλος τοῦ εἶπε· “εἶμαι νιόπαντρος καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ
ἔρθω”.
Γύρισε
ὁ δοῦλος ἐκεῖνος καὶ τὰ εἶπε αὐτὰ στὸν κύριό του. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης
ὀργισμένος εἶπε στὸν δοῦλο του· “πήγαινε γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ στοὺς
δρόμους τῆς πόλης καὶ φέρε μέσα τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀνάπηρους, τοὺς
κουτσοὺς καὶ τοὺς τυφλούς”.
῞Οταν
γύρισε ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε· “κύριε, αὐτὸ ποὺ πρόσταξες ἔγινε καὶ ὑπάρχει
ἀκόμη χῶρος”. Εἶπε πάλι ὁ κύριος στὸν δοῦλο· “πήγαινε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη
στοὺς δρόμους καὶ στὰ μονοπάτια κι ἀνάγκασέ τους νὰ ἔρθουν, γιὰ νὰ
γεμίσει τὸ σπίτι μου· γιατὶ σᾶς βεβαιώνω πὼς κανένας ἀπὸ κείνους ποὺ
κάλεσα δὲν θὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο μου”.
Γιατί, πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί».