Ο χρόνος μάς τραβά προς την «Μητρόπολη των εορτών», τα
Χριστούγεννα. Παγκόσμια γιορτή. Συναντιόμαστε με όλους τους ανθρώπους,
με όλα τα χριστιανικά δόγματα μέσα από τα έθιμα, τους στολισμούς, τα
δώρα, τα τραγούδια και τα κάλαντα, το «ένα βήμα πιο κοντά» στην
θρησκεία του χτες, την νοσταλγία της παιδικότητας. Όμως όπως έρχονται,
έτσι θα φύγουν. Η προσδοκία θα περάσει, μαζί με τον χρόνο. Θα
ξαναγυρίσουμε στην κανονικότητα της ζωής μας, μετά από ένα κρεσέντο
κατανάλωσης, φιλανθρωπίας, λίγης ή πολλής θρησκευτικότητας.
Δεν είναι πλειοψηφία όσοι ενδιαφέρονται να προχωρήσουν
πέρα από το έθιμο. Να ζήσουν τα Χριστούγεννα με τον τρόπο της Εκκλησίας,
ο οποίος ξεκινά από τις ιερές ακολουθίες, από την μετοχή στα μυστήρια,
από την αγάπη που γίνεται μετάνοια και συγχώρεση, από την πίστη ότι ο
δρόμος μας είναι προς την θέωση διά του Θεανθρώπου. Δεν φτάνει η
ηθικοποίησή μας. Το να γίνουμε καλοί άνθρωποι ή καλοί χριστιανοί. Η
αλλαγή είναι υπαρξιακή. Καλούμαστε να αγαπήσουμε τον νηπιάσαντα!
Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται επαναπροσδιορισμός του πώς βλέπουμε
τον χρόνο. Έξοδος πρώτα από το πνεύμα των ημερών. Στροφή από τα μάτια
στην καρδιά. Είσοδος στον μέσα κόσμο μας. Στην παιδικότητα της
ταπείνωσης και της συγχώρεσης και της εμπιστοσύνης σ’ Εκείνον που έλαβε
την πτωχεία της φύσης μας. Αρχή ενός αλλιώτικου τρόπου θέασης και
βίωσης του κόσμου, καθώς η φύση μας, αντί να κοιτά μόνο στο εγώ, στα
πάθη, στην εκπλήρωση των θελημάτων άσχετα αν συγκρούονται με το θέλημα
του Θεού, καλείται μέσα από την κοινωνία μαζί Του στην Εκκλησία να
κοιτάξει προς τα πάνω και προς τον πλησίον.
Είναι έτοιμη η Εκκλησία στις μέρες μας να δείξει αυθεντικά την στροφή
προς τον δρόμο αυτό; Φτάνουν το έθιμο, οι λόγοι, η φιλανθρωπία, η
απόδειξη της χρησιμότητας; Ενώ ψάλλει και απεικονίζει σε γλώσσα
εκφραστική ένα ήθος ανακαινιστικό, δεν εμπνέει πάντοτε. Επανάπαυση στο
χτες και όχι υπέρβαση της θρησκευτικότητας που ενώ μιλά για αγάπη προς
τον άλλο, δεν μπορεί ή δεν προλαβαίνει να δείξει ότι τα πάντα ξεκινούν
από την αγάπη του Θεού προς εμάς.
Χριστούγεννα χωρίς Χριστό, αυτός είναι ο μόνιμος κίνδυνος. Και δεν έχει
να κάνει μόνο με την εκκοσμίκευση των καιρών όσο με την εκκοσμίκευση των
καρδιών μας. Έχουμε συμβιβαστεί με λίγες ενέσεις θρησκευτικότητας, μας
φτάνουν. Γι’ αυτό και η συνάντησή μας στην χριστουγεννιάτικη θεία
λειτουργία με τον Χριστό και τον συνάνθρωπο κρατά λίγο. «Ακολουθήσωμεν
λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ» ψάλλει η Εκκλησία. Αναρωτιόμαστε, μικρότεροι
και μεγαλύτεροι, αν η διάθεσή μας είναι να βγούμε από το βόλεμα της
ζωής μας και να την αλλάξουμε καρδιακά όπως οι Μάγοι, αν μέσα από την
απλότητα της καρδιάς, όπως οι ποιμένες, είμαστε έτοιμοι να δοξολογήσουμε
και να ευχαριστήσουμε τον γεννηθέντα Κύριο;
Ένας ζεστός λόγος πίστης στην χριστουγεννιάτικη ακολουθία, μία προτροπή
συγχώρεσης και νηπιότητας ως προς την κακία, ένας επαναπροσδιορισμός της
ανάγκης να αγαπήσουμε αληθινά εκείνους με τους οποίους θα φάμε στην
υλική τράπεζα και να προσευχηθούμε για εκείνους που είμαστε μαζί στην
πνευματική τράπεζα αλλά και όσους λείπουν και η παρουσία του Χριστού
στις καρδιές μας με απόφαση ζωής, τα Χριστούγεννα πέρα από το έθιμο. Το
χρειαζόμαστε!