Ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή, πού διαβάστηκε στούς Ἱερούς Ναούς,
ἀναφέρεται στήν θεραπεία ἑνός τυφλοῦ ἀπό τόν Χριστό στήν Ἱεριχώ. Ὅταν ὁ
τυφλός πλησίασε τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν ρώτησε: «Τί σοι θέλεις ποιῆσαι;». Ἡ ερώτηση τοῦ Χριστοῦ μᾶς βάζει σε σκέψεις. Δέν γνωρίζει ὁ Χριστός τί θέλει ἔνας τυφλός, πού ἀπεγνωσμένα τόν παρακαλεῖ: «Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»;
Γνωρίζει πολύ καλά καί τίς σκέψεις καί τίς ἐπιθυμίες μας ὁ Χριστός,
σάν Θεός. Ἀλλά θέλει ἀπό τόν άνθρωπο νά τίς ἐκφράσει καί νά τίς
ὁμολογήσει μπροστά του. Ὅταν, λοιπόν, ὁ τυφλός ὁμολογεῖ «ἵνα ἀναβλέψω», ὁ Χριστός, γιά νά δείξει στούς ανθρώπους πώς εἶναι ὁ δημιουργικός Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἔν, ὅ γέγονεν» (Ἰωάν. Α΄ 2), ἀπαντᾶ στόν τυφλό: «Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε».
Τό θαῦμα, λοιπόν, τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστης
τοῦ τυφλοῦ. Πάντα, σάν ἀπαραίτητος ὄρος, για νά εκδηλωθεῖ ἡ εὐεργετική
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ζητεῖται ἡ πίστη.
Ἡ πίστη εἶναι ἡ θύρα, πού ἀνοίγεται κι ἐπιτρέπει στόν Θεό νά μπεῖ
στόν ἄνθρωπο, σάν ἐλεύθερη καί ὑπεύθυνη προσωπικότητα. Ὅταν ὁ Θεός
δημιουργεῖ τόν κόσμο, δίνει ἕνα πρόσταγμα: «γεννηθήτω φῶς» καί ὁ λόγος ἀμέσως γίνεται ἔργο. Μά ὅταν πρόκειται νά θαυματουργήσει ἐπάνω στόν ἄνθρωπο ἐρωτᾶ: «Θέλεις;».
Ἡ ὕλη εἶναι τυφλή καί ἀνελεύθερη, ὑποταγμένη σέ φυσικούς νόμους πού ὁ
Θεός, πού τούς ἔθεσε, μπορεῖ καί νά τούς ἀναστέλλει. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
ἐνσυνείδητη καί αὐτοδιάθετη προσωπικότητα. Ἐλεύθερη, πού, ἄν θέλει,
ἄνοίγει καί κλείνει τήν θύρα στό Θεό. Ἡ ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων εἶναι
σάμπως νά δεσμεύει τή θεία δύναμη. Τό ἀντίθετο συμβαίνει μέ τήν πίστη.
Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ στήν Ἰεριχώ εἶναι αποτέλεσμα τἡς
θείας δύναμης καί τῆς πίστης τοῦ τυφλοῦ.
Ἡ πίστη εἶναι δύναμη. Οὔτε στήν σωματική ῥώμη, οὔτε στήν ὀξύτητα τῆς
διάνοιας, οὔτε στήν ἀντοχή τῶν μηχανῶν εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά
στήν πίστη του. Στήν ἀόρατη ἐκείνη δύναμη, πού κινεῖ τό σῶμα καί τό
ρίχνει στούς ἀγῶνες, πού ξυπνάει τήν σκέψῃ καί θέτει σ’ αὐτόν σκοπούς,
πού μεταβιβάζει στήν ἀδράνεια τῶν μηχανῶν τήν ἀνθρώπινη θέληση.
Τίποτε δέν γίνεται στόν βίο χωρίς πίστη. Καί ὁ γεωργός, πού πετάει
τόν σπόρο στό χῶμα, καί ὁ ναυτικός, πού ξεκινάει σ’ ἄγνωστο ταξίδι, καί ὁ
στρατηγός, πού μπαίνει σέ ἀβέβαιη μάχη, ὅλοι ξεκινούν μέ τήν πίστη.
Μέχρι σ’ ἕνα σημεῖο ἔχουν τά δεδομένα τῆς πείρας καί τά ὀρθά
συμπεράσματα, στά ὁποῖα καταλήγει ὁ λογισμός. Μά δέν εἶναι αὐτές
ἀρκετές προϋποθέσεις γιά νά στηριχθεῖ ἐπάνω τους μία μεγάλη καί γενναία
ἀπόφαση. Τή ζωή δέν τήν διέπουν μόνο φυσικοί νόμοι καί λογικές σχέσεις,
μά καί αὐθόρμητοι ἄλλοι παράγοντες. Ἄν ἦταν νά κινεῖται ὁ ἄνθρωπος
μόνο μέ τόν λογισμό, τότε δέν θά ἀποφάσιζε τίποτε μεγάλο στή ζωή του,
γιατί ὅπως τό εἶπε ὁ ἀρχαῖος: «λογισμός ὅκνον φέρει». Ὅ,τι
λοιπόν δίνει στόν ἄνθρωπο ἀξία καί τόν κάνει ἔλεύθερο, ἔξω καί ἐπάνω ἀπό
τά ἔργα τῶν χειρῶν του, κυρίαρχο τῆς ὑλικῆς φύσης μέσα στήν ὁποία ζεῖ
καί τήν ὁποία κατακτᾶ, εἶναι ἡ πίστη του: Ἡ ἐσωτερική ἐκείνη ἐνέργεια,
πού τόν φωτίζει καί τόν θερμαίνει, πού τοῦ γεννᾶ τήν συνείδηση καί τήν
θέληση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τήν εὐθύνη τῶν πράξεών του. Ἡ δύναμη ἐκείνη,
πού τόν κινεῖ καί τόν κάνει νά ἀγωνίζεται καί νά νικᾶ, νά πάσχει καί νά
θυσιάζεται. Ὄντως, «μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα»! Ὅ,τι
ἔχει σήμερα ἡ ζωή μας, για τό ὁποίο καυχώμαστε, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς
πίστης, πού ἐμπνέει τόν ἄνθρωπο καί τόν κινεῖ σέ ἐργασία καί δικαιώνει
τόν μόχθο του καί προάγει τόν βίο του καί νικᾶ τόν κόσμο καί τόν θάνατο.
Ἅς ἐντοπίσουμε τό λόγο στή θρησκευτική πίστη, σ’ ὅ,τι ἔχει σχέση μέ
τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἐκτός ἀπό ὅ,τι μέ φυσικό τρόπο ἀποκαλύπτει ὁ
Θεός στόν ἔξω κόσμο καί μέσα στόν ἄνθρωπο, οἱ ἄλλες θρησκευτικές
ἀλήθειες, πού ἀποκαλύπτονται ὑπερφυσικά, γίνονται δεκτές μόνον μέ τήν
πίστη. Ἡ νόηση, σάν ψυχική λειτουργία, δέν φτάνει τίς ἀλήθειες τῆς
Ἀποκάλυψης καί ἡ λογική, σάν ὄργανο, δέν τίς συλλαμβάνει. Ἀλλιῶς δέν θά
ἦσαν ἀλήθειες «ἐξ ἀποκαλύψεως Θεοῦ» ἀλλά, «ἐξ ἀνακαλύψεως»
ἀνθρώπου. Τότε δέν θά μιλούσαμε γιά πίστη καί θρησκεία, μά γιά γνώσῃ
καί ἐπιστήμη. Πέρα ἀπό τήν ἐπιστήμη εἶναι ἡ θρησκεία, ἔνας κόσμος
ὁλόκληρος.
Κάτι, ὄχι μόνον ἀσυγκρίτως πολύ περισσότερο, μά τελείως διαφορετικό
εἶναι ἡ πίστη ἀπό τήν γνώσῃ. Ἄλλης τάξεως, πνευματικῆς καί ἠθικῆς, ἀξία.
Καί ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι, πού προσκρούουν, ὅσοι περιορίζονται νά βλέπουν
μόνον μέ τήν λογική γνώση καί ἀκόμη περισσότερο, ὅσοι μένουν στήν «κατ’
αἴσθηση ἀντίληψη».
Ἡ θρησκευτική πίστη, ἡ πεποίθηση δηλαδή στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ κι ἡ
ἐμπιστοσύνη στό λόγο του, εἶναι ἡ μεγάλη καί ἀκατανίκητη ἠθική δύναμη
μέσα στόν ἄνθρωπο. Ἡ δύναμη, πού κάνει τόν άνθρωπο μέσα στήν ὑλική
δημιουργία. Γιατί βέβαια πίσῳ ἀπό τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνική, μέ τίς
ὁποίες ὁ ἄνθρωπος ἐπιβάλλει τή θέλησή του στόν υλικό κόσμο, πίσω ἀπό τίς
ὑλικές δυνάμεις καί τίς ποσότητες, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, σάν δύναμη ἠθική
καί σαν ποιότητα. Εἶναι ἡ πίστη καί τό ἦθος τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν
αἴσθηση, τήν λογική καί τήν γνώσῃ ὁ ἄνθρωπος συνδέεται, κατά τόν νόμο
τῆς αἰτιότητας καί τῆς ἀνάγκης, μέ τόν υλικό κόσμο. Μέ τήν πίστη
συνάπτεται, κατά τόν νόμο τοῦ πνεύματος καί τῆς ἐλευθερίας, με τόν
Θεό.
Ὁ καρπός ὅμως τῆς πίστης εἶναι τά καλά ἔργα. Ὁ Χριστιανισμός δέν
εἶναι θεωρία καί φιλοσοφικό σύστημα. Εἶναι πίστη καί ζωή, ἀλήθεια καί
ἁγιότητα. Ὁ Χριστός εἶπε «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή».
Ἡ ὁδός, πού οδηγεῖ στήν σωτηρία, ἡ σωτηρία, πού ὑπάρχει στήν ἀλήθεια, ἡ
ἀλήθεια, πού εἶναι πίστη καί ζωή. Ὁ Ἀπόστολος Παύλος ἀριστοτεχνικά σέ
μία φράση ἐκφράζει τή σχέση, πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν πίστη καί τά ἔργα
τοῦ χριστιανοῦ. «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης», λέει καί ἐννοεῖ πώς χριστιανισμός θά πεῖ νά πιστεύει κανείς στήν ἀλήθεια και να πραγματώνει τἡν πίστἡ του σε ἔργα ἀγάπης.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἀπό αὐτή τήν πίστη, πού ὁλοκληρώνεται σέ ἔργα ἀγάπης, ἔχουμε
ἰδιαίτερη ἀνάγκη σήμερα, πού καί οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἔχουν παγώσει
ἀπό τόν ἐγωισμό καί ἡ ἀπιστία καί ὁ θεωρητικός καί πρακτικός ὑλισμός
ἔχουν κυριολεκτικά κυριαρχίσει στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἀμήν.