Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν τὸν ᾿Ιησοῦν εἰς ῾Ιεριχὼ τυφλός
τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου
ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος
παρέρχεται. καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. καὶ οἱ
προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ
Δαυΐδ, ἐλέησόν με. σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς
αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω;
ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ
πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων
τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.
Εκείνο τον καιρό, καθώς πλησίαζε ο Ιησούς στην Ιεριχώ καθόταν ένας τυφλός κοντά στο δρόμο και ζητιάνευε. Όταν άκουσε πως περνάει πολύς κόσμος, ρώτησε τι ακριβώς συμβαίνει. Του απάντησαν δε πως ο Ιησούς ο Ναζωραίος περνάει από μπροστά του. Τότε φώναξε δυνατά: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησε με». Εκείνοι που προπορεύονταν τον μάλωναν για να σωπάσει. Αυτός όμως φώναζε πολύ περισσότερο. «Υιέ του Δαβίδ, ελέησε με». Αφού σταμάτησε ο Ιησούς, έδωσε εντολή να τον φέρουν μπροστά του. Όταν αυτός (τυφλός) πλησίασε τότε τον ρώτησε (ο Κύριος). «Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος δε είπε: «Κύριε, θέλω να ξαναδώ (με τα μάτια μου). Και ο Ιησούς του είπε: «Ανάβλεψε· η πίστη σου σε έσωσε. Και αμέσως ξαναείδε το φως του και ακολουθούσε τον Κύριο δοξάζοντας το Θεό. Και όλος ο λαός, όταν είδε (το θαύμα) δόξασε το Θεό.
Μετάφραση
Εκείνο τον καιρό, καθώς πλησίαζε ο Ιησούς στην Ιεριχώ καθόταν ένας τυφλός κοντά στο δρόμο και ζητιάνευε. Όταν άκουσε πως περνάει πολύς κόσμος, ρώτησε τι ακριβώς συμβαίνει. Του απάντησαν δε πως ο Ιησούς ο Ναζωραίος περνάει από μπροστά του. Τότε φώναξε δυνατά: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησε με». Εκείνοι που προπορεύονταν τον μάλωναν για να σωπάσει. Αυτός όμως φώναζε πολύ περισσότερο. «Υιέ του Δαβίδ, ελέησε με». Αφού σταμάτησε ο Ιησούς, έδωσε εντολή να τον φέρουν μπροστά του. Όταν αυτός (τυφλός) πλησίασε τότε τον ρώτησε (ο Κύριος). «Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος δε είπε: «Κύριε, θέλω να ξαναδώ (με τα μάτια μου). Και ο Ιησούς του είπε: «Ανάβλεψε· η πίστη σου σε έσωσε. Και αμέσως ξαναείδε το φως του και ακολουθούσε τον Κύριο δοξάζοντας το Θεό. Και όλος ο λαός, όταν είδε (το θαύμα) δόξασε το Θεό.