Η είσοδός μας σε μία ξεχωριστή πνευματική περίοδο του χρόνου, όπως αυτή
του Τριωδίου, είναι «καιρός», ευκαιρία επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς
μας, όχι μόνο αυτής που έχουμε, αλλά και αυτής που θα θέλαμε και θα
μπορούσαμε να έχουμε. Οι άνθρωποι στις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές
και περιόδους της ζωής μας είμαστε ό,τι έχουμε κατακτήσει και ό,τι μας
έχει δοθεί. Συνήθως όμως ξεχνούμε ότι ο χρόνος της ζωής μας συνεχίζεται
για όσο θέλει ο Θεό και ότι μπορούμε να αφήσουμε πίσω , να παλέψουμε να
προσλάβουμε και άλλα στοιχεία, καλλιεργώντας τον νου και την καρδιά μας,
όπως επίσης και ζητώντας να νικήσουμε ό,τι μας χωρίζει από τον αληθινό
μας προορισμό, τον οποίο είναι βέβαιο ότι εμείς θα επιλέξουμε, καθότι
ελεύθεροι από Θεού. Συνήθως οι
άνθρωποι μένουμε στο τώρα. Στρέφουμε την σκέψη μας στο χτες, αλλά
δυσκολευόμαστε να δούμε το αύριο πέρα από τους εφήμερους στόχους που
έχουν να κάνουν με την βελτίωση ή την απόλαυση της ζωής ή με τις
ανησυχίες των οικείων μας. Γι’ αυτό
και περίοδοι όπως το Τριώδιο είναι ταυτόχρονα μία στροφή στο πού
είμαστε και πώς φτάσαμε εδώ, αλλά και στόχευση στο πού μπορούμε με τον
δικό μας κόπο και κυρίως την χάρη και την βοήθεια του Θεού να φτάσουμε.
Χρειάζεται όμως στάση, σκέψη, αναμονή και απόφαση.
Ο απόστολος Παύλος,
γράφοντας στον μαθητή του Τιμόθεο, κάνει ακριβώς μια τέτοια στάση και
αναφέρεται στο χτες του, το οποίο ο Τιμόθεος είχε ζήσει μαζί με τον
διδάσκαλό του. Γνώρισε εξ εμπειρίας και συνοδοιπορίας την διδασκαλία,
τον τρόπο ζωή, τους σκοπούς, την πίστη, την μακροθυμία, την αγάπη, την
υπομονή στους διωγμούς και τα παθήματα σε διάφορους τόπους. Και αναφωνεί
ο Παύλος: «οίους διωγμούς υπήνεγκα! Και εκ πάντων με ερρύσατο ο Κύριος» (Β’ Τιμ. 3,11). «Τι διωγμούς υπέφερα! Κι απ’ όλα
με γλίτωσε ο Κύριος». Οι διωγμοί του Παύλου είχαν να κάνουν με τη
άρνηση των ανθρώπων να αποδεχτούν το μήνυμα του Ευαγγελίου. Και δεν ήταν
μόνο οι ειδωλολάτρες που έβλεπαν να καταργείται η θρησκεία τους μέσα
από την παρουσία του Χριστού στον κόσμο. Ήταν και οι Ιουδαίοι οι οποίοι
αισθάνονταν να καταρρέει η αυτάρκειά τους, το αίσθημα της
αποκλειστικότητας που τους διακατείχε σε σχέση με τον Αποκαλυφθέντα Θεό.
Η αντίδραση είχε να κάνει με το πρόσωπο του κομιστή της Αλήθειας. Η
στάση τους διωκτική. Έπρεπε να εξαλειφθεί ο ευαγγελιστής. Κι όμως, από
όλους τους διωγμούς τον γλίτωσε ο Χριστός, διότι δεν είχε εκπληρώσει την
αποστολή του, να ιδρύσει κατά τόπους Εκκλησίες και να διατρανώσει την
Αλήθεια όπου το θέλημα του Θεού θα τον οδηγούσε.
Αντίστοιχους διωγμούς υφίσταται σήμερα ο καθένας που θέλει να ζήσει κατά το θέλημα του Χριστού: «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζήν εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. 3,
12). «Όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν με ευσέβεια, σύμφωνα με το θέλημα του
Ιησού Χριστού, θα αντιμετωπίσουν διωγμούς». Όμως από όλους τους διωγμούς
ο Χριστός μας γλιτώνει. Σήμερα
όσοι θέλουμε να ζήσουμε κατά Χριστόν αντιμετωπίζουμε πρωτίστως τον
διωγμό του να αισθανόμαστε μοναχικοί στην επιλογή μας. Η πλειονοψηφία
των ανθρώπων ζει είτε στην αυτάρκεια του παρόντος κόσμου είτε σε μία
ανεπίγνωστη νεο- ειδωλολατρία. Ο πολιτισμός μας μάς προτείνει έναν κόσμο
στον οποίο ο Θεός δεν χρειάζεται. Ταυτόχρονα, μας οδηγεί στην θεοποίηση
του «εγώ» μας. Της εικόνας
μας. Των ιδεών μας. Της ενασχόλησης μόνο με τα δικά μας. Στην καλύτερη
περίπτωση ο Θεός είναι για το συμφέρον μας. Όσοι λοιπόν θέλουμε να
ζήσουμε όχι μ’ αυτόν τον τρόπο,
αλλά να ξεκινά η ζωή μας από τον Θεό και το θέλημά Του και ο χρόνος μας
να είναι στραμμένος προς Αυτόν, διά της προσευχής, της λειτουργίας, της
αγάπη, του πνευματικού αγώνα, τότε διαπιστώνουμε ότι δεν είμαστε
αποδεκτοί.
Μπορεί η αντίδραση σήμερα να μην είναι ειρωνική, απορριπτική, εχθρική. Μας διώκει η αδιαφορία των άλλων γι’ αυτό που είμαστε και γι’ αυτό που πιστεύουμε. Και
επειδή η πίεση της αδιαφορίας, αλλά και το αίσθημα της μοναξιάς συνήθως
μεγαλώνουν, πιεζόμαστε εσωτερικά να συμβιβαστούμε. Να γίνουμε κι εμείς
ένα με το κοσμικό φρόνημα, με την οδό της σαρκός. Μας διώκει τότε η
κούραση και κάποτε η απόγνωση. Ως πότε θα αντέχουμε την μοναξιά μας; Ως πότε θα είμαστε εμείς οι
οπισθοδρομικοί σταυροφόροι για μια χωρίς ελπίδα προσπάθεια αλλαγής ενός
κόσμου που ακολουθεί τον δρόμο του μοντέρνου; Ως πότε θα κρατούμε αξίες
χωρίς νόημα, ενώ το σήμερα έχει τις δικές του προτεραιότητες; Κι όμως,
από αυτούς τους λογισμούς που μας ταλαιπωρούν, που γίνονται διωγμοί για
τον χριστιανό, ο λόγος του Παύλου είναι συγκλονιστικός: «Εκ πάντων με ερρύσατο ο Κύριος».
Έρχεται ο Χριστός, αν θέλουμε
να έχουμε σχέση μαζί Του, και μας γλιτώνει από όλη αυτή την πίεση. Διότι
μας κάνει να γνωρίζουμε ότι όλα έχουν νόημα, αφού η ζωή δεν σταματά στο
εφήμερο. Ότι αναπαύεται η συνείδησή μας όταν ακολουθούμε την Αλήθεια.
Ότι αγάπη για τους άλλους δεν είναι ο συμβιβασμός με το κακό και με την
ευκολία που ο κόσμος διακηρύττει, αλλά ένα ευλογημένο πείσμα μαρτυρίας και αντίστασης. Και
η παρηγοριά του Χριστού είναι εσωτερική, καρδιακή, ήρεμη. Μπορούμε να
τρώμε χωρίς αγωνία το ψωμί μας, αλλά και με την αίσθηση ότι κάναμε το
χρέος μας σ’ αυτόν τον κόσμο
που την λέξη αυτή την έχει περιορίσει μόνο στην οικονομία, έχοντας
διαγράψει τις προοπτικές του ήθους, της πίστης, της αιωνιότητας.
« Εκ πάντων με ερρύσατο ο Κύριος». Στην Εκκλησία και στην ζωή της τα
πάντα έχουν ένα άλλο νόημα. Αρκεί να σταθούμε. Να δούμε τον εαυτό μας.
Μέσα από την λειτουργική παράδοση, τις γιορτές, τα αναγνώσματα, την
ασκητικότητα, την αγάπη, την αυθεντική χαρά που κρατά λυτρωνόμαστε από
κάθε διωγμό, τόσο του διαβόλου εντός και εκτός μας, όσο και εκ του
πολιτισμού, αλλά και του ίδιου του εαυτού μας
που μας κάνει να θέλουμε τον συμβιβασμό με το εφήμερο. Το Τριώδιο ας
αποτελέσει για όλους μας σπουδή στον τρόπο της πίστης, αναζήτηση του
Χριστού και ελπίδα ότι κανένα κακό δεν θα μας καταβάλει!