Τον
μόνο που δεν μπορεί ο άνθρωπος να νικήσει είναι ο χρόνος. Όχι γιατί δεν μπορεί
να τον νοηματοδοτήσει με την πίστη, τα λόγια και τα έργα του, αλλά γιατί ο
καθένας μας έχει τον καιρό της εξόδου του από αυτόν. Οι υπόλοιποι βλέπουμε το
πρόσωπο που φεύγει, αισθανόμαστε πιο φτωχοί με την απουσία του, εκτιμούμε το
έργο του, αλλά και συνειδητοποιούμε ότι μόνο στον τρόπο της πίστης υπάρχει η
υπέρβαση του χρόνου, η ήττα μετατρέπεται σε νίκη διά της κοινωνίας με τον Χριστό.
Ο χρόνος βρίσκει το αληθινό περιεχόμενό του στην Εκκλησία. Και τα πρόσωπα
διασώζονται είτε ως μνήμη, είτε ως νοσταλγία εντός της.
Πέρασαν
δέκα χρόνια από την εκδημία του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Το διάστημα δίνει
την ευκαιρία να αποτιμήσουμε με νηφαλιότητα τι του οφείλουμε όσοι μαθητεύσαμε,
εμπνευστήκαμε, διακονήσαμε κοντά του, αλλά και προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε
τους δρόμους που εκείνος χάραξε, ιδίως στην ποιμαντική των νέων.
Του
οφείλουμε την ανυποχώρητη πίστη στον Χριστό που μας δίδαξε. Ότι ο Χριστός είναι
η αρχή και το τέλος της ζωής μας, ότι
είναι το Παν για μας, η πηγή της έμπνευσής μας, ο λόγος που ζούμε και
κινούμαστε και υπάρχουμε. Και τον Χριστό Τον βλέπουμε στα πρόσωπα των άλλων,
αλλά και σε κάθε πτυχή της πορείας μας. Αυτός μας στηρίζει και γι’ Αυτόν μιλούμε. Αυτός μας τρέφει υπαρξιακά και
Αυτός ζητάμε να γίνει η τροφή του κόσμου, με ελευθερία και όχι εξαναγκασμό.
Του οφείλουμε τον νεανικό
ενθουσιασμό με τον οποίο προσέγγιζε όλους τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τους
νεώτερους. Ο νέος βγάζει ζωή από μέσα του και χαίρεται να μοιράζεται αυτό που
είναι με τους άλλους. Ακόμη και στις διαφορετικές απόψεις ο ενθουσιασμός κάνει
τον άνθρωπο να θέλει να ακουστεί η γνώμη του, η αλήθειά του, όχι για να
επικρατήσει εγωιστικά, αλλά για να δείξει ότι υπάρχει η δική του όψη ζωής που
έχει κάτι να πει.
Του οφείλουμε την άδολο και
νοσταλγικό πατριωτισμό, όχι μια στείρα εθνολατρία, αλλά την συγκίνηση να
αισθάνεσαι Έλληνας, συνεχιστής μιας μοναδικής ιστορίας, παράδοσης, πολιτισμού,
αξιών, ελπίδων, στηριγμένων και στο αίμα και στην θυσία και όχι μόνο στην
θεωρία. Το να αισθάνεσαι Ευρωπαίος Έλληνας και όχι «ευρωλιγούρης», άρχοντας και
όχι ζητιάνος. Ικανός να παρακολουθήσεις στην γλώσσα τους τούς Ευρωπαίους, χωρίς
όμως να ξεπουλάς τα δικά σου γλωσσικά πρωτοτόκια
Του οφείλουμε τον ζήλο της
ιεραποστολής. Την ανάγκη για ποιότητα και όχι την ραθυμία της επανάπαυσης. Το
μέτρημα της Εκκλησίας όχι μόνο στην προοπτική της υλικής διακονίας των ανθρώπων,
αλλά μέσα από τον διάλογο με όλες τις κοινωνικές ομάδες, από την γιαγιά που
σταυροκοπιέται μέχρι τον υψηλής ευφυΐας επιστήμονα που αναζητεί την αλήθεια.
Του οφείλουμε το αίσθημα ότι
στην Εκκλησία δεν μπορείς να είσαι ουραγός, αλλά ηγέτης. Ότι δεν κρύβεσαι, αλλά
αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου. Ότι δεν διασώζεις τα προνόμιά σου αφήνοντας τον
κλήρο για τα δύσκολα στον επόμενο, αλλά παλεύεις με ό,τι συναντάς χωρίς φόβο.
Του οφείλουμε το χαμόγελο, την
αφελότητα της καρδιάς, την υπομονή στις δοκιμασίες, την όρεξη για ζωή μέχρι το
τέλος.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος
υπήρξε ο «ρομαντικός» ηγέτης που ήθελε την Εκκλησία να αφουγκράζεται την
κοινωνία, να εκπληρώνει το χρέος τού αεί χωρίς να αφήνει το νυν. Ο καθένας ας
κρίνει αν χρειαζόμαστε το παράδειγμά του.