«Μάρτυρα Καλλίστρατε που είχες θεϊκό φρόνημα, αφού πλούτησες με τον λόγο της όντως Ζωής, καθοδήγησες προς την ζωή εκείνους που προηγουμένως υπήρχαν σαν νεκροί. Κι αυτοί αφού πέθαναν με προθυμία μαρτυρικά για χάρη της ανάστασης όλων των ανθρώπων, πιστεύουμε ότι ζούνε την πιο αληθινή ζωή κατά Χριστόν. Μαζί τους θυμήσου μας στον υπεράγαθο Κύριο».
«Στην ακμή της νεότητάς του ο Καλλίστρατος κατατάχθηκε στο ρωμαϊκό τάγμα των Καλλανδών, το οποίο έλαβε διαταγή να πορευθεί από την Καρχηδόνα στη Ρώμη. Ένας πρόγονός του έτυχε να παροικεί στα Ιεροσόλυμα επί Ποντίου Πιλάτου και υπήρξε αυτόπτης των παθημάτων του Κυρίου και αυτήκοος της αναστάσεώς του. Ο Καλλίστρατος έλαμπε μεταξύ των ειδωλολατρών συστρατιωτών του σαν φαεινός αστέρας σε ασέληνη νύκτα με την ευγένεια των τρόπων του και την χριστιανική του πίστη. Η αποστροφή του προς τις αταξίες που συνηθίζουν οι στρατιώτες και η αποχή του από την προσκύνηση των ειδώλων προκάλεσαν τις υποψίες των υπόλοιπων στρατιωτών, οι οποίοι άρχισαν να τον παρακολουθούν» (από το συναξάρι του Αγίου).
Το συναξάρι του Αγίου Καλλιστράτου που εορτάζει στις 27 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο, ημέρα του μαρτυρίου του στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του ειδωλολάτρη στρατηλάτη Περσεντίου, ο οποίος διέταξε την θανάτωση του αγίου, μαζί με άλλους 49 συστρατιώτες του, οι οποίο βλέποντας την καρτερία του, την βαθιά του πίστη, τον ηγετικό του τρόπο, τον ακολούθησαν στη δόξα της Βασιλείας του Θεού, είναι μία ευκαιρία να κάνουμε τρεις διαπιστώσεις που μας χρειάζονται και στην δική μας ζωή και πραγματικότητα.
Η πρώτη έχει να κάνει με την μοναξιά της πίστης. Η πίστη είναι μία κλήση που έρχεται απ’ ουρανού. Δεν έχει σημασία αν οι περισσότεροι από εμάς γεννηθήκαμε σε ένα περιβάλλον χριστιανικό. Βαφτιστήκαμε, μεγαλώσαμε μαθαίνοντας για την πίστη και προσπαθούμε να την κρατάμε είτε από συνήθεια είτε από επιλογή. Η κλήση είναι από τον ίδιο τον Χριστό. Κλήθηκαν οι πριν από εμάς. Κληθήκαμε κι εμείς να συνεχίσουμε αυτή την κλήση και να την διατηρήσουμε αναλλοίωτη. Η κλήση όμως αυτή είναι μία πρόσκληση μοναξιάς. Δεν μπορούμε να ταυτιστούμε με τον τρόπο του κόσμου, κυρίως όμως με την δικαιολογία ότι επειδή είμαστε άνθρωποι, μας επιτρέπονται οι απολαύσεις της ζωής. Ο χριστιανός είναι μοναχικός, όχι γιατί κλήθηκε να είναι απόκοσμος, αλλά γιατί δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τα της απάτης της ζωής αυτής. Βλέπει και δεν βλέπει. Ακούει και δεν ακούει.
Είναι πόνος η μοναξιά αυτή. Δεν αρνείται η πίστη στον χριστιανό να χαίρεται, να δέχεται την ύπαρξη εντός του κόσμου, να κάνει οικογένεια, να εργάζεται, να ταξιδεύει, να διαβάζει, να μετέχει στην πραγματικότητα. Η μοναξιά έγκειται στη άρνηση της αποθέωσης αυτής της πραγματικότητας. Στην άρνηση της αμαρτίας. Στην υπέρβαση του φόβου του θανάτου διά της αναστάσεως. Στην επίγνωση ότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». Στο μέτρο στην χαρά και στην λύπη. Στην συμπληρωματικότητα του πλησίον και όχι στον κατεξουσιασμό του. Στην αγάπη που συγχωρεί. Στην αγάπη που μοιράζεται.
Η μοναξιά αυξάνει όταν ο χριστιανός νιώθει πως καλείται να αντισταθεί. Ζει σε έναν κόσμο αντίθετο από αυτό που είναι. Και ή πρέπει να συμβιβαστεί ή να κάνει το επόμενο βήμα. Να επιλέξει να ακούει την συνείδηση, την φωνή του Θεού εντός του, ανεξαρτήτως τιμήματος. Και είναι μαρτύριο η μοναξιά. Όμως η σχέση με τον Θεό δίνει ζωή. Διότι Εκείνος καλεί. Εκείνος στηρίζει. Εκείνος δίνει την δύναμη να υπομείνουμε.
Η δεύτερη διαπίστωση έχει να κάνει με το γεγονός ότι η μοναξιά δεν είναι διαρκής. Ο χριστιανός μπορεί να ζήσει την χαρά της συντροφικότητας και της κοινωνίας με τον πλησίον όταν αισθάνεται ότι έχει την αποστολή να μιλά είτε διά του λόγου είτε διά της σιωπής με τον πλησίον του. Ακόμη και η υπομονή είναι λόγος. Και συχνά, εκεί που νομίζει ότι είναι μόνος του, βλέπει την μοναξιά του να γίνεται χαρά, διότι την οδό που χαράζει την ακολουθούν κι άλλοι. Κι αυτό διότι ο χριστιανός έχει τον Χριστό μαζί του. Χωρίς τον Χριστό δεν μπορεί να κάνει κάτι. Όμως ο Χριστός δεν μας εγκαταλείπει, αν εμείς δεν τον αφήσουμε στην άκρη. Και τότε μέσα από την δική μας κλήση, καρποφορεί ο Χριστός και διδάσκονται οι άνθρωποι την αλήθεια. Διά των χαρισμάτων, του κόπου, της παρουσίας του προσώπου μας μιλά ο Χριστός στον πλησίον κι ο πλησίον συχνά μοιράζεται την μοναξιά μας!
Η τρίτη διαπίστωση έχει να κάνει με το ότι πάντοτε θα υπάρχουν αυτοί που θα ορθώνουν απέναντι στον χριστιανό το τείχος του εγωισμού τους, των βεβαιοτήτων τους, της αποθέωσης του εαυτού τους ή των παραδόσεων που πιστεύουν ως ορθές, του γράμματος του νόμου που αρνείται το πνεύμα. Αυτοί που νομίζουν ότι έχουν καράβια, δίχτυα, ψάρια και που δεν εγκαταλείπουν τα ίδια, για να ακούσουν και να ακολουθήσουν την οδό της αγάπης που γίνεται ανάσταση. Ο χριστιανός όμως αξιοποιεί τα του κόσμου, για να ζήσει και να μιλήσει για τον Θεό. Λυπάται για την πώρωση της καρδιάς όσω αρνούνται την πίστη στον Θεό και την χάρη Του, αλλά δεν απελπίζεται. Δεν αποκαρδιώνεται. Προσεύχεται, αλλά δεν μένει σ’ αυτό που γεννά θλίψη, διότι γνωρίζει ότι ο καθένας παίρνει την ευκαιρία που του ταιριάζει και είναι υπεύθυνος έναντι του Θεού. Ο χριστιανός, όπως δεν εκβιάζει, έτσι και δεν παραιτείται. Μιλά, χωρίς να έχει την απαίτηση να εισακουστεί. Μιλά όμως και αφήνει τα υπόλοιπα στον Θεό και στην ανθρώπινη ελευθερία.
Ο άγιος Καλλίστρατος μαρτύρησε μαζί με 49 από τους συστρατιώτες του που έκαναν την μοναξιά του χαρά. Όλοι πίστεψαν στον αναστημένο Χριστό και ζούνε εις τον αιώνα. Στις μικρότερες ή μεγαλύτερες δοκιμασίες μας, στους πειρασμούς που μας ψιθυρίζουν ότι είναι αβάσταχτη η μοναξιά μας, η παρηγοριά της κλήσης από τον ουρανό και η εκζήτηση του ελέους του Θεού και της παρουσίας Του στην Εκκλησία είναι η ελπίδα μας, ώστε και η δική μας μοναξιά να γίνει χαρά!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός