Ὅταν ἀκοῦμε τὴ λέξη «εὐλάβεια», ὁ νοῦς μας τρέχει στὸ Θεό, στὸν ἱερὸ Ναό, σὲ ὧρες λατρείας καὶ προσευχῆς, σὲ κάτι ἱερὸ καὶ ἅγιο. Καὶ εἶναι σωστό. Διότι εὐλάβεια εἶναι αὐτὴ ἡ τιμή, ὁ βαθὺς σεβασμὸς τὸν ὁποῖο αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ πρωτίστως καὶ ἔπειτα σ’ ὅ,τι ἀνήκει σ’ Αὐτόν· σὲ ὧρες ἱερές, σὲ ἀντικείμενα ἅγια ποὺ ἀνήκουν στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἰδιαίτερα σὲ πρόσωπα ἱερά. Ἀπέναντι σ’ ὅλα αὐτὰ ὁ χριστιανὸς στέκεται μὲ εὐλάβεια, μὲ συστολή, μὲ φόβο Θεοῦ.
Ἡ
εὐλάβεια εἶναι φρόνημα ἐσωτερικό, φρόνημα τῆς ψυχῆς. Ὅταν κανεὶς
συναισθάνεται ὅτι εἶναι ἀνάξιος, ἁμαρτωλός, ἐμβαθύνει στὸ μεγαλεῖο, στὴν
καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ· ὅπως ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ
παρουσιαζόταν καὶ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν ἅγιο Θεὸ μὲ αὐτὴ τὴ συναίσθηση
ὅτι «ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός», ὅπως ἔλεγε (Γεν. ιη΄ 27).
Συναισθάνονταν τὴν ἁμαρτωλότητά του, τὴ μικρότητά του μπροστὰ στὴν τελειότητα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ συναίσθηση εἶναι ἡ εὐλάβεια.
Τὸ
φρόνημα αὐτὸ τῆς ψυχῆς ὅμως ἐξωτερικεύεται καὶ μὲ ἀνάλογη στάση τοῦ
σώματος. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ σεβασμό, εὐπρεπὴ ἐνδυμασία καὶ ἀνάλογη ψυχικὴ
διάθεση εἰσερχόμαστε στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός:
«Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου, προσκυνήσω πρὸς ναὸν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ
σου» (Ψαλ. ε΄ 8).
Μὲ
πίστη καὶ εὐλάβεια σχηματίζουμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀσπαζόμαστε τὶς
ἱερὲς εἰκόνες, ἀνάβουμε τὸ κερί μας. Στεκόμαστε μὲ προσοχὴ καὶ ἀσάλευτο
τὸ πνεῦμα, τὸ σῶμα καὶ τὸ βλέμμα μας στὰ τελούμενα.
Γονατίζουμε εὐλαβικὰ στὶς ἱερὲς ὧρες. Ἡ εὐλάβειά μας φαίνεται καὶ στὴν ἱερότατη καὶ φρικτὴ ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας, καθὼς καλούμαστε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Δημιουργό μας.
Ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θέλοντας νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ καταλάβουμε μὲ
πόση εὐλάβεια πρέπει νὰ προσερχόμαστε στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς τονίζει πολὺ
παραστατικά: «Κατάλαβε, ἄνθρωπε, μὲ ποιὰ τιμὴ ἔχεις τιμηθεῖ, ποιὸ
τραπέζι ἀπολαμβάνεις. Αὐτὸ ποὺ οἱ ἄγγελοι τὸ βλέπουν καὶ φρίττουν, καὶ
οὔτε κὰν νὰ κοιτάξουν ἄφοβα δὲν τολμοῦν ἐξαιτίας τῆς ἀστραπῆς ποὺ
ἐκπέμπεται ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ αὐτὸ ἐμεῖς τρεφόμεθα καὶ ἀναμειγνυόμεθα» (Ὁμ. 82
εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, P.G. 58, 743-744).
Αὐτὴ ἡ εὐλάβεια μᾶς βοηθεῖ νὰ συμμετέχουμε σωστὰ καὶ στὰ ὑπόλοιπα ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας.
Προκαλεῖ λύπη στὶς μέρες μας ἡ ἀνευλαβὴς συμπεριφορὰ καὶ ἄσεμνη στάση πολλῶν
ἀνθρώπων κατὰ τὴν τέλεση τῶν Μυστηρίων, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν σ’ αὐτὰ κοσμικά, ὡς κοινωνικὸ γεγονὸς καὶ ὄχι ὡς πνευματικό.
Ἂς
μὴν ξεχνοῦμε πὼς ἡ Ἐκκλησία μας εὔχεται ἰδιαίτερα γιὰ ὅσους «μετὰ
πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ» εἰσέρχονται στὸν ἅγιο οἶκο τοῦ Θεοῦ. Ἡ
εὐλάβεια αὐτὴ γιὰ τὸν ἅγιο Θεὸ δὲν ἐκφράζεται μόνο μέσα στὸ Ναὸ τοῦ
Θεοῦ ἀλλὰ καὶ στὴ ζωή μας, στὴν καθημερινότητά μας.
Ὁ
εὐλαβὴς αἰσθάνεται παντοῦ καὶ πάντοτε καὶ ἔντονα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ
καὶ τῶν Ἁγίων σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του. Σὲ κάθε του βῆμα αἰσθάνεται
δίπλα του τὴν παρουσία τοῦ φύλακα ἀγγέλου του. Προσέχει καὶ ἀγωνίζεται
ἐναντίον τῶν παγίδων τοῦ πονηροῦ. Διατηρεῖ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ
τοῦ σώματός του, συμπεριφέρεται μὲ συστολή, προσοχή, νιώθει τὰ πάντα γύρω του ἱερά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὠφελεῖται καὶ ὠφελεῖ τοὺς γύρω του μὲ τὸ σεμνὸ εὐλαβικὸ παράδειγμά του.
Ἡ
εὐλάβεια μεταδίδεται καὶ ἐπηρεάζει τοὺς συνανθρώπους μας ὅταν ὑπάρχει
καλὴ διάθεση καὶ ταπείνωση. Διότι δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ εὐλάβεια δίχως
ταπείνωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εὐλάβεια ἑλκύει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ διότι ἔχει μέσα της ταπείνωση. Ὅταν
λείπει ἡ ταπείνωση, ἡ εὐλάβεια εἶναι ἐξωτερικὴ μόνο, ψεύτικη εὐλάβεια
ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀπέχθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Μᾶς ἐγκαταλείπει
τότε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ κίνδυνος τῆς ἐξοικειώσεως, τῆς συνηθείας, ποὺ
εἶναι πολὺ κοντά μας, εὔκολα μᾶς παρασύρει.
Ἕνα
σπουδαῖο πρότυπο εὐλαβείας ποὺ προβάλλεται μέσα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο
εἶναι ὁ δίκαιος Συμεὼν ὁ θεοδόχος. «Ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ὅπως
τὸν ὀνομάζει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής (Λουκ. β΄ 25). Μὲ πόση εὐλάβεια ζοῦσε ὁ
ἅγιος Συμεών! Μὲ βαθιὰ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὴ φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ πρὶν
δεῖ τὸν Μεσσία καὶ Λυτρωτή. Μὲ τὴν ἴδια εὐλάβεια δέχθηκε στὴν ἀγκαλιά
Του τὸν Κύριο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ὑπαπαντῆς στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Τί
ἅγια συναισθήματα! Τί συγκίνηση πλημμύρισε τὰ γεροντικά του στήθη! Δὲν
ἔσπευσε νὰ πάρει τὸ θεῖο βρέφος βιαστικὰ ἀπὸ τὰ χέρια τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου. Ἀλλὰ τὸ παρέλαβε μὲ σεβασμό, χωρὶς καμία ἀμφιβολία ὅτι
ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Σωτήρα τοῦ κόσμου. Ἅπλωσε τὰ χέρια του καὶ τὸν ἔκλεισε
μὲ στοργὴ στὴν γεροντική του ἀγκάλη. Τὸν ἔφερε στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς
του καὶ Τὸν ἀτένιζε μὲ τὰ ἁγνὰ μάτια του. Καὶ ἐνεβάθυνε σιωπηρὰ στὸ
μυστήριο τῆς ἄκρας θεϊκῆς συγκαταβάσεως. «Ἐνηγκαλίσατο τοῦτο τὸ οὐράνιον
καὶ ἐπίγειον βρέφος», σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (ΕΠΕ 9,
150152).
Εὐλάβεια,
μιὰ μεγάλη ἀρετή! Ζοῦμε μ’ αὐτήν; Ἀγωνιζόμαστε νὰ τὴν ἀποκτήσουμε; Οἱ
ἔμπειροι πνευματικοὶ ὁδηγοὶ γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε ἢ νὰ διατηρήσουμε τὴν
εὐλάβειά μας, θὰ μᾶς συστήσουν νὰ συναναστρεφόμαστε ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν εὐλάβεια καὶ νὰ ἐμπνεόμαστε ἀπὸ αὐτούς. Ἀλλὰ
καὶ μὲ τὸν συνεχὴ ἀγώνα, μὲ τὴ συχνὴ συμμετοχὴ στὰ θεῖα Μυστήρια, μὲ
τὴν προσευχή, μὲ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, τὴ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ τῶν
πνευματικῶν βιβλίων θὰ μπορέσουμε νὰ τὴν ἀποκτήσουμε, νὰ τὴν
καλλιεργήσουμε καὶ νὰ τὴν ἀναπτύξουμε μόνιμα στὴν καρδιά μας καὶ στὴ ζωή
μας.