π. Δημητρίου Μπόκου
«Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ» (Εβρ. 1, 1).
Σε δύο μόλις γραμμές η προς Εβραίους επιστολή μάς δίνει όλο το πλάνο του σωστικού σχεδίου που η άπειρη αγάπη του Θεού απεργάσθηκε για τον κόσμο. «Πολλές φορές και με πολλούς τρόπους παλιότερα ο Θεός μίλησε στους πνευματικούς μας προγόνους διά μέσου των προφητών. Μα δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Τώρα μας μίλησε διά μέσου του Υιού του».
Γιατί όμως ήταν αναγκαίο να κατεβεί στη γη, να σαρκωθεί ασπόρως «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» και να περπατήσει ανάμεσά μας, όμοιος με μας («καθ’ ημάς άνθρωπος»), ο ίδιος ο Υιός του Θεού; Δεν έκαναν καλά το έργο τους οι δίκαιοι και οι προφήτες; Δεν ομολόγησε ο ίδιος ο Θεός π. χ. για τον «εαυτού φίλον», τον Μωυσή, ότι τον αναγνωρίζει ως τον πιο εκλεκτό του ανάμεσα στους ανθρώπους; «Οίδα σε παρά πάντας και χάριν έχεις παρ’ εμοί» (Εξ. 33, 12).
Οι προφήτες έκαμαν πολύ καλά τη δουλειά τους. Μα η αποστολή τους δεν ήταν να σώσουν τον κόσμο. Ξεπερνούσε τις δυνάμεις τους αυτό. Άνθρωποι οι ίδιοι, φορώντας την πεσούσα φύση του Αδάμ, υποκείμενοι στη φθορά και τον θάνατο που η αμαρτία είχε εισαγάγει στον κόσμο, δεν μπορούσαν να δώσουν στον άνθρωπο αυτό που δεν είχαν οι ίδιοι. «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» (Λουκιανός). Ο ρόλος τους ήταν όχι να σώσουν, αλλά να προαναγγείλουν μόνο τον Σωτήρα.
Και όταν ο Λόγος του Πατρός «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1, 14), μας έδειξε με τη θαυμάσια παραβολή «του εμπεσόντος εις τους ληστάς», γιατί προέκρινε να μας σώσει με τον τρόπο αυτόν. Η παραβολή μιλάει για τον ιερέα και τον λευΐτη που, «διά το ανίατον» του τραύματος «μη φέροντες την ψυχοφθόρον αλγηδόνα», δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν τον άνθρωπο που οι ληστές εγκατέλειψαν ημιθανή. Μιλάει όμως και για κάποιον αλλογενή Σαμαρείτη, που έσωσε τον τραυματισμένο, επιδένοντας τις πληγές του και μεταφέροντάς τον στο πανδοχείο.
«Ιερέα ονομάζει τον μακάριο Μωυσή και Ααρών. Είναι τούτος λοιπόν ο αξιοθαύμαστος Μωυσής που δοξάστηκε, που με τη δεκαπλή μάστιγά του χτύπησε τους Αιγυπτίους, που έσχισε και ξέρανε την Ερυθρά, που πίσω από το σύννεφο μίλησε με τον Θεό. Αυτός που έκαμε πολλά αξιοθαύμαστα, αυτός, αφού είδε τον άνθρωπο πληγωμένο στη γη, τον προσπέρασε χωρίς να τον σηκώσει. Όμοια κι ο Λευΐτης, η τάξη των προφητών. Ούτε ο Μωυσής με τα θαύματά του, ούτε οι προφήτες με τα σημεία τους, κανένας δεν τον λύτρωσε από τον θάνατο, κανένας δεν έκλεισε το τραύμα της αμαρτίας. Γιατί οι ίδιοι ήσαν της αμαρτίας δεσμώτες. Μ’ όλο που με τη σεμνή ζωή τους έγιναν φίλοι του Θεού, όμως, επειδή ήσαν ομόσαρκοι με τον Αδάμ και προέρχονταν από τη νεκρή ρίζα, δεν μπορούσαν, κλαδιά αυτοί, να αποσπάσουν τη ρίζα της αμαρτίας» (Χρυσόστομος). Χρειαζόταν λοιπόν κάποιος ικανότερος.
Έτσι έρχεται ο μέγας βοηθός, ο Χριστός, «ουκ εκ Σαμαρείας, αλλ’ εκ Μαρίας». Κατέρχεται από την Ιερουσαλήμ, τη Βασιλεία των Ουρανών. Ακολουθεί την πορεία του ανθρώπου και έρχεται στην Ιεριχώ, στη ληστρική χώρα της αμαρτίας. Έρχεται να θεραπεύσει το μέγα τραύμα του ανθρώπου, «επιχέων έλαιον και οίνον». Από τους άπειρους τρόπους σωτηρίας που το βάθος της σοφίας του γνωρίζει, διαλέγει το λάδι (την αγάπη του) και το κρασί (το αίμα του).
Η σάρκωσή του είναι ο δρόμος της υπέρτατης θυσίας, γιατί αυτή εκφράζει καλύτερα την άφατη φιλανθρωπία του.