Ο πόλεμος όμως δεν είναι μόνο στη ζωή, στη σχέση, στην κοινωνία, στον κόσμο. Έχει να κάνει και με το μέσα του ανθρώπου. Βρισκόμαστε σε μία διαρκή σύγκρουση με τον εαυτό μας, με τον λογισμό που μας λέει ότι εμείς πρέπει να έχουμε τον τελευταίο λόγο, με τη δίψα να ικανοποιήσουμε κάθε επιθυμία μας, με την μελαγχολία τού να αισθανόμαστε ηττημένοι, όταν δεν βλέπουμε να είμαστε το επίκεντρο της ζωής. Και μέσα στη σύγκρουση αυτή δεν έχουμε πού να καταφύγουμε, για να ζητήσουμε βοήθεια, και έτσι απευθυνόμαστε συχνά και στον Θεό. Ζητούμε από Εκείνον να μας στηρίξει. Ζητούμε από Εκείνον να προσθέσει δύναμη στη δική μας αδυναμία. Τον επικαλούμαστε στην προσευχή μας, αλλά και θέλουμε να Τον χρησιμοποιήσουμε ως το υπέρτατο όπλο που θα μας δώσει την εκπλήρωση των θελημάτων μας, ιδίως αν αυτά μοιάζουν δίκαια. Και μαζί με τον Θεό απευθυνόμαστε και στην Παναγία, την Μητέρα του Υιού και Λόγου, του Χριστού, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του ενανθρωπήσαντος, όχι για να εκπληρώσει τα θελήματά μας, αλλά για να μας δείξει τον δρόμο για την ανάσταση, την νίκη κατά του ποικιλότροπου θανάτου διά της αγάπης.
Στην ακολουθία των Χαιρετισμών και στον υπέροχο κανόνα του αγίου Ιωσήφ του Υμνογράφου διαβάζουμε τους εξής χαρακτηρισμούς, που απευθύνονται στο πρόσωπο της Παναγίας: Είναι «φυλακτήριον», δηλαδή φρούριο στο οποίο προφυλασσόμαστε. Είναι χαράκωμα», δηλαδή όρυγμα στο έδαφος, όπου βρίσκουμε προστασία, κρυμμένοι και ασφαλείς, από τις επιθέσεις του εχθρού. Είναι «κραταίωμα», στήριγμα που μας ενισχύει και μας δίνει δύναμη. Είναι «ιερόν καταφύγιον», εκεί δηλαδή όπου μπορούμε να καταφύγουμε για να ξεκουραστούμε και να φυλαχτούμε στην κόπωση του πολέμου, ξανακερδίζοντας ένα αίσθημα ιερότητας και αγιότητας που έχουμε χάσει, θεοποιώντας τον εαυτό μας. Και οι τέσσερις χαρακτηρισμοί είναι αμυντικοί. Στις επιθέσεις του πειρασμού, στις επιθέσεις του κόσμου και των άλλων ανθρώπων, κυρίως όμως στις επιθέσεις του ίδιου μας του εαυτού, η Παναγία γίνεται αυτή που μας περιφρουρεί. Μας προφυλάσσει, γιατί η αγκαλιά της μάνας απλώνεται και προστατεύει τα παιδιά της. Μας βοηθά να νικήσουμε τους φόβους μας, ευρισκόμενοι σε ένα πνευματικό χαράκωμα. Είναι το στήριγμά μας, που μας κάνει να παίρνουμε δύναμη, διότι μας υπενθυμίζει ότι τον τελευταίο λόγο στη ζωή τον έχει ο Υιός και Θεός της. Είναι το καταφύγιό μας, όταν όλα μοιάζουν χωρίς ελπίδα, διότι αυτή είναι που έφερε στον κόσμο την ελπίδα και μας δίνει ελπίδα.
Στις συγκρούσεις της ζωής η απάντηση δεν είναι το ίδιον θέλημα και ο θρίαμβός του, αλλά η επίγνωση του τρόπου της Παναγίας. Αυτή μας δείχνει ότι το θέλημα του Θεού είναι ο τρόπος για να ξαναβρούμε την οδό της βασιλείας. Το θέλημα του Θεού γίνεται ίσως μια περιπέτεια, στην οποία οι απαντήσεις δεν είναι άμεσες, όταν δοκιμαζόμαστε, αλλά σε βάθος χρόνου νιώθουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας, όπως επίσης και ότι η αγάπη θα νικήσει, ακόμη κι αν περάσει από ήττες και θανάτους. Το θέλημα του Θεού μάς λυτρώνει από την αίσθηση ότι ευτυχισμένος είναι όποιος λύνει τα προβλήματά του με βάση τη δική του απαίτηση, ενώ, στην πραγματικότητα, κληθήκαμε να παλεύουμε για την καλοσύνη και την προσφορά, εμπιστευόμενοι τα υπόλοιπα στον ουρανό. Κληθήκαμε, χωρίς να αρνούμαστε τις δυνατότητες του πολιτισμού και του κόσμου, να έχουμε ήθος που δίνει φως. Και η Παναγία, στις δυσκολίες μας, στους σταυρούς μας, είναι το φυλακτήριο, το χαράκωμα, το κραταίωμα, το καταφύγιό μας. Ας την συναντούμε στην Εκκλησία.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός