Στον κανόνα των Χαιρετισμών ο σπουδαίος ποιητής και άγιος της Εκκλησίας μας Ιωσήφ ο υμνογράφος αποκαλεί την Παναγία «χώρα ανήροτον», «αγρό που δεν οργώθηκε ποτέ», παραβάλλοντας την γυναικεία φύση της Θεοτόκου με χωράφι το οποίο παρέμεινε πάντοτε παρθενικό, χωρίς να το αγγίξει ανδρικό χέρι, χωρίς σπορά δηλαδή, κι όμως «βλάστησε στάχυ το θείον», έβγαλε καρπό, παιδί δηλαδή, τον Χριστό, που μοιάζει με ένα και μοναδικό στάχυ, ανθρώπινο και θεϊκό μαζί. Η δύναμη της ποίησης είναι μοναδική. Η μεταφορά ασύλληπτης έμπνευσης. Το στάχυ μάς δίδει το ψωμί, τον άρτο ο οποίος στηρίζει τις καρδιές μας. Η Παναγία υπερβαίνει τους νόμους της φύσης που απαιτούν την ανθρώπινη παρέμβαση διά του έρωτος, για να γεννηθεί άνθρωπος. Και όπως στην Παλαιά Διαθήκη, στη δημιουργία του κόσμου, ο Θεός πρόσταξε τη γη να βλαστήσει «βοτάνην χόρτου» και αυτή εβλάστησε, έτσι και τώρα, στην Καινή Διαθήκη, εν Αγίω Πνεύματι, η ανθρώπινη γη και φύση της Παναγίας, βλαστάνει όχι τώρα «βοτάνην χόρτου», αλλά τον «Θεανθρώπινο στάχυ», τον μέγιστο καρπό που θα μπορούσε να εμφανιστεί ποτέ στην ιστορία του κόσμου. Μυστήριο, το οποίο «ου φέρει έρευνα».
Την ίδια στιγμή, ο υμνογράφος επιμένει. Θα χαρακτηρίσει την Παναγία «έμψυχη τράπεζα», τραπέζι όχι υλικό, αλλά ζωντανό, στο οποίο χωρά ο Άρτος της ζωής, ο Χριστός. Όπως στην παλαιά Διαθήκη, στη σκηνή του μαρτυρίου, υπήρχε η χρυσή τράπεζα στην οποία ο Μωυσής έβαζε άρτους για τη λατρεία του Θεού, έτσι και στην Καινή Διαθήκη, η Παναγία γίνεται η έμψυχη τράπεζα, για να εισέλθει σ’ αυτήν Αυτός που κατέβηκε από τον ουρανό, για να θρέψει όχι με την τροφή που δίδει προσωρινά ενέργεια, για την επιβίωση του ανθρώπου, αλλά με την τροφή εκείνη που είναι ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος σωτήρας και λυτρωτής μας. Μ’ αυτήν ο άνθρωπος ζει εις τον αιώνα, λαμβάνει άφεση αμαρτιών, μεταμορφώνεται σε αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο, βρίσκει αυτό που του λείπει, δηλαδή τον τρόπο της θεώσεως. Αυτή η τροφή δεν δαπανάται, δεν εξαντλείται, υπερβαίνοντας κι εδώ τους νόμους της φύσης, αλλά ενισχύει και σώζει. Και είναι η Παναγία η έμψυχη τράπεζα, και εμείς οι οποίοι σε κάθε θεία λειτουργία, όταν κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του Χριστού, γινόμαστε το ίδιο, έμψυχες τράπεζες, όχι όμως εξαιτίας της αρετής και της πίστης μας, όπως η Παναγία, αλλά διότι ο Χριστός μας αγαπά και γίνεται ένα μαζί μας, κι ας μην το αξίζουμε.
Και υπάρχει και μια τρίτη εικόνα. Η Παναγία είναι η «ακένωτος πηγή», η πηγή που δεν σταματά ποτέ να αναβλύζει «ζων ύδωρ», το οποίο ξεδιψά τους ανθρώπους, διότι είναι ο Χριστός. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται ο άνθρωπος να έχει εκείνη την ωραία δίψα για την αλήθεια, για το νόημα της ζωής, να μην περιορίζει την αναζήτηση της ευτυχίας στον παρόντα χρόνο και κόσμο, αλλά να την επεκτείνει στην αγάπη που νικά τον θάνατο. Αυτό έκανε η Παναγία μας. Ξεδίψασε με την παρουσία του Υιού και Θεού εντός της και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, τη δίψα για μια ζωή που θα ξεπερνά την επιβίωση.
Η Εκκλησία, αναπέμποντας τα «Χαίρε» στην Παναγία μας, μάς υπενθυμίζει ότι ζωή δεν σταματά στην επιβίωση. Δεν σταματά ούτε στην ευχαρίστηση διά των αισθήσεων, ούτε στις σχέσεις οι οποίες μας κάνουν να αισθανόμαστε την προτεραιότητα του εγώ μας. Η ζωή γίνεται όντως Ζωή μέσα από τη σχέση μας με τον Χριστό. Αν λαμβάνουμε τροφή αλήθειας, νοήματος και αιωνιότητας από τον στάχυ της ζωής, τότε δεν θα νικηθούμε από τις δοκιμασίες, τη φθορά και την ματαιότητα της ζωής αυτού του κόσμου, αλλά θα προχωρήσουμε προς Εκείνον, Τον Οποίο θα συναντούμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας, θα Τον κοινωνούμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, θα Τον κάνουμε γνωστό με τη ζωή και την αγάπη που δείχνουμε.
Στον δρόμο αυτό η αγκαλιά της Παναγίας και η παρηγοριά μας θα μας βοηθούν να αντέχουμε και να μην αποκάμουμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός