π. Στέφανoς Αναγνωστόπουλος

Πριν από το 1940, στο κελλί των Τριών Ιεραρχών, που ανήκει στην πνευματική δικαιοδοσία της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους, ζούσε ένας σεβάσμιος Γέροντας, ο πατήρ Ιωακείμ ο Ρουμάνος.

Αυτός ο Γέροντας πριν πεθάνει, ήρθε σε έκσταση και είδε ένα παράδοξο όραμα:

Αφού τελείωσε ένα πρωινό την Θεία Λειτουργία και κατέλυε το Άγιο Ποτήριο, μάλλον είχε καταλύσει και το σφόγγιζε, ξαφνικά βλέπει δεξιά και αριστερά του Αγγέλους πολλούς.

Όλοι τους άστραφταν από ανεκδιήγητη ωραιότητα και θεία λαμπρότητα. Όλο το Άγιο Βήμα και ο μικρός ναός πλημμύρισε από υπερακατάληπτον, εράσμιον φως και θεία γλυκύτητα και ομορφιά.

Τότε οι Άγγελοι με μια φωνή του είπαν:

– Ήλθαμε να σε πάρουμε… Πες μας, τι έργα έκανες;

Αν έκανες καλά και ευάρεστα στον Θεό, θα σε πάμε κοντά Του, στη δική Του αιώνια ευφροσύνη και μακαριότητα. Διαφορετικά, θα σε μεταφέρουμε στο απαράκλητον της κολάσεως…

Τα ’χασε ο ευλογημένος εκείνος παππούλης και τραυλίζοντας είπε με άκρα ταπείνωση:

– Δεν έκανα τίποτα…, δεν θυμάμαι να έχω κάνει κανένα καλό…

– Ε, τότε, τι να σε κάνουμε; Πού να σε πάμε; Πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος και δεν έκαμες τίποτα;

Και τότε τους απάντησε:

– Να, κάθε μέρα, από τότε που έγινα ιερεύς, λειτουργούσα. Μνημόνευα όσους μοναχούς και πατέρες του Αγίου Όρους μπορούσα.

Μνημόνευα για χρόνια πολλά και όσα ονόματα κοσμικών μου έφερναν και παρακαλούσα για όλους τους Ορθοδόξους χριστιανούς και για όλον τον κόσμο.

Εκλιπαρούσα την ευσπλαχνία του Θεού για όλους αυτούς και ήλπιζα μόνο στο έλεος του Θεού, και για μένα και για τους άλλους.

Έχυνα κάθε μέρα πολλά δάκρυα γι’ αυτό το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Παναχράντου Μητρός Του…

Ήλπιζα και ελπίζω μόνο στο έλεος και στη μακροθυμία του Αγίου Θεού… Άλλο κανένα έργο δεν θυμάμαι να έχω κάνει…

Και τότε του απάντησαν:

– Όχι για τα έργα που έκανες, αλλά αφού ήλπιζες μόνο στο έλεος του Θεού, πολύ καλά, τότε έλα μαζί μας…

– Καλά, δεν γίνεται αύριο; Να το πω στον Πνευματικό και στους πατέρες; Λίγο να ετοιμαστώ!

Και η απάντησις των Αγγέλων:

– Έχει καλώς. Σου κάνουμε υπακοή. Θα έλθουμε αύριο.

Συνήλθε από την εκστατική εκείνη θεωρία με το άγιο Ποτήριο στο χέρι, που με μηχανικές, προσεκτικές κινήσεις το εσφόγγιζε με το μάκτρο…

Το ανακοίνωσε στον Πνευματικό και στη συνέχεια στους δυο-τρεις πατέρες της συνοδείας. Σε κανέναν άλλον. Και άρχισε η προετοιμασία διά προσευχής και δακρύων.

Την νύχτα που ήλθε, ήταν και η τελευταία του Θεία Λειτουργία, την οποία εθυμούντο για πολλά-πολλά χρόνια με πολύ σεβασμό και συγκίνηση οι δυο-τρεις πατέρες και ο Πνευματικός, που παρευρέθησαν.

Ο ένας από αυτούς, που ήταν και Ρουμάνος, αυτός μου το διηγήθηκε.

Τελείωσε αυτή η μακρά Θεία Λειτουργία.

Ύστερα πήγαν στην Τράπεζα, κάθισαν για τελευταία φορά, πήρε ελάχιστη τροφή. Σε λίγο αισθάνθηκε αδιαθεσία. Πήγε και ξάπλωσε.

Έλεγε συνέχεια το «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με».

Προς το απόγευμα, βάρυνε. Το πρόσωπό του σε κάποια στιγμή άστραψε…Το κελλάκι πλημμύρισε από άρρητη ευωδία…

– Πατέρες, συγχωρήσατέ με… Κύριε, η ψυχή μου στα Χέρια Σου…

Και τούτο ειπών, εκοιμήθη.

Μια ανείπωτη γαλήνη απλώθηκε παντού. Και μια ανέκφραστη αναστάσιμη χαρά ζέστανε τις καρδιές των παρευρισκομένων…