Τοῦ Πανοσ. ’Αρχιμανδρίτου π. Ἰγνατίου Χατζηνικολάου
Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Κισάμου & Σελίνου τ. Λυκειάρχου

Χτύπησαν οἱ Αὐγουστιάτικες ἑσπερινές καμπάνες.

Τήν ὥρα πού πάει νά δύσει ὁ ἥλιος, κάποιες φλόγες τῶν κεριῶν καί τῶν καντηλιῶν φωτίζουν τό εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, ἐκείνης πού γέννησε τόν «Ἥλιον τῆς ∆ικαιοσύνης».

Χτύπησαν οἱ καμπάνες, πᾶμε στήν παράκληση τῆς Παναγίας.

Πᾶμε νά ἀνάψωμε κερί στό μανουάλι της μέ τή φλόγα τῆς καρδιᾶς μας.

Πᾶμε νά γονατίσωμε σιωπηλοί μπροστά στήν κράζουσα Σιωπή, πού ἐκπέμπει γλυκούς μυστικούς φθόγγους σέ χίλιες κλίμακες.

Πᾶμε, μᾶς περιμένει…

«Παρακλητικός Κανών» μέ τούς μελωδικούς ὕμνους πρός τήν «∆έσποινα τοῦ κόσμου», πού ξετυλίγονται καθώς πάει νά σβήσει τό θερινό λιοπύρι, εἶναι ἡ λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης ψυχῆς.

Ἐνῶ μέσα στό Αὐγουστιάτικο δειλινό μᾶς ἔρχεται ἡ γλυκειά ἀπήχηση ἀπό τήν εὐωδιαστή φύση, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ συγκεντρώνει ὅλη τήν εὐλάβεια τῆς ἀνήσυχης, καί ἴσως καί πληγωμένης καρδιᾶς μας.

Γιατί ἡ Παρθένος, πού ὅλα στήν ζωή της εἶναι μυστήρια «ὑπέρ ἔννοιαν καί ὑπερένδοξα», συνδυάζει τήν μεγαλύτερη ἁγιότητα μέ τήν μεγαλύτερη δημιουργικότητα.

«Καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν», «τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», εἶναι ταυτοχρόνως τρυφερή, ἁπαλή, μέ ἀπέραντη κατανόηση στόν ἄνθρωπο καί ἰδιαιτέρως θά λέγαμε στούς νέους.

Ἡ Κυρία τῶν ἀγγέλων μεσιτεύει γιά τούς νέους μας, πιό δυνατά καί πιό ἀποτελεσματικά στόν Υἱόν της.

Ἔτσι, μέ τήν σιωπηλή της στάση κάτω ἀπό τόν Σταυρόν καί τήν ὀδύνη στήν ἔκφραση, χωρίς καμμιά κατακτητική προσπάθεια κατακτᾶ τίς νεανικές καρδιές κι αὐτές τίς πιό ἀτίθασες.

Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς παίρνομε νά βαδίζωμε κάθε ∆εκαπενταύγουστο στά ἴδια βήματα τῶν πατέρων μας.

Γονατιστοί στό ἴδιο μάρμαρο πού γονάτιζε ἡ μητέρα μας, ὁ πατέρας μας, ὁ παππούς καί ἡ γιαγιά μας ψάλλομε ταπεινά καί μέ τήν γλυκύτητα τῆς καρδιᾶς μας τήν παράκληση μπροστά στήν εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου:

«Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». «Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σέ ἀνατίθημι».

Κάθε τροπάριο, κάθε μεγαλυνάριο γίνεται καί ἕνα ρυάκι πού παρασύρει τήν ὕπαρξή μας στόν ὠκεανό τῆς χαρᾶς τῆς Μεγαλόχαρης. Κάθε ὕμνος μιά ἀστραπή πού φωτίζει μέ ἰλαρό φῶς τόν ἐσωτερικό µας κόσμον.

Καί τήν ὥρα πού ὁ νέος ἄνθρωπος στέκεται γεμάτος ἔκσταση μπροστά στόν «χρυσοπλοκώτατον πύργον» καί τόν «ἡλιοστάλακτον θρόνον» κατασταλάζει, ἀναθέτει, ὁλόψυχα «τήν πᾶσαν ἐλπίδα του» γιά τό αὔριο, γιά τό μέλλον του στήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Καί «ὁ γλυκασμός τῶν ἀγγέλων» σταλάζει μυστικά χίλιων εἰδῶν ἀθάνατες χαρές στά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μας.

Οἱ πιστοί πηγαίνομε στήν Παναγία, νιώθομε ἄλλοι ἄνθρωποι. Βγαίνομε ἀπό τήν Ἐκκλησία πιό μαχητικοί, πιό δυνατοί, πιό ρωμαλέοι, πιό αἰσιόδοξοι.

Στόν σύγχρονον κόσμον ἐλάχιστα πράγματα βρίσκομε πού νά εἶναι ὡραῖα, μεγάλα καί ἀληθινά, γιατί ἡ ἁμαρτία ἔχει καταμολύνει τό κάθετι.

Ὅμως, καθώς ἀτενίζομε τήν «Καθέδραν τοῦ Βασιλέως» μέ τόν Βασιλέα τῶν ὅλων στήν μητρική της ἀγκαλιά, καί καθώς ἐκείνη μᾶς χαμογελᾶ καί μᾶς ἀγκαλιάζει μέ τό γλυκό βλέμμα της, τό γεμάτο θωπεία καί πραότητα, μεταλαβαίνομε ἄρρητη καί πρωτόγνωρη χαρά.

Οἱ πόθοι μας γίνονται ἁγιότεροι. Οἱ ἐλπίδες μας πού τόσες φορές μᾶς τίς πρόδωσαν συνάνθρωποί μας, ζωντανεύουν.

∆έν εἴμαστε μόνοι μας. ∆έν μᾶς κόβονται τά πόδια μας. ∆έν μᾶς περιμένει ἡ κόλασις. Ἄνοιξε ὁ Παράδεισος. ∆έν χαθήκαμε.

Ἄν καί θνητοί καί πρόσκαιροι σ’αὐτόν τόν κόσμον, γινόμαστε «μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου». Μπήκαμε στό ρυθμό τῆς αἰωνιότητος.

Τόν ρυθμό πού εἶναι ἀναλλοίωτος, ὅπως καί ὁ αἰώνιος Θεός. Ὁ Υἱός καί Θεός τῆς Παναγίας μας. Ὁ Θεός ὅλων μας. Ὁ Πατέρας καί Θεός μας.