Γερόντισσα Σωφρονία
Σὲ μία καθημερινότητα ποὺ ὅλα εἶναι πρόχειρα, γρήγορα καὶ ἀναλώσιμα, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου πεινᾶ. Πεινᾶ γιὰ ἀλήθεια.
Γιὰ φῶς.
Γιά ἀγάπη.
Γιὰ κάποιον ποὺ νὰ μὴν τὸν χρησιμοποιήσει ἀλλὰ νὰ τὸν ἀγαπήσει ἀληθινά.
Καὶ τότε ἔρχεται ὁ Χριστός.
Δὲν κάνει διαφήμιση, δὲν ἐπιβάλλεται, δὲν φωνάζει. Ἔρχεται σὲ μία ἔρημο, ὅπως καὶ σήμερα, καὶ προσφέρει τὸ ἄρτο τοῦ Ἐλέους Του, σὲ ὅλους τοὺς πεινασμένους. Δὲν ρωτᾶ ποιοί εἶναι, οὔτε ἀξιολογεῖ πόσο καθαροὶ ἤ ἄξιοι εἶναι.
Ρωτᾶ μόνο: «Πεινᾶς; Διψᾶς;»
Καὶ ἂν ναι, τότε γίνεται τροφή, γίνεται πηγή ζωῆς.
Ἡ πείνα τῆς ψυχῆς μας εἶναι βαθύτερη ἀπὸ κάθε βιολογικὴ ἀνάγκη.
Δὲν γεμίζει μὲ θεωρίες, μὲ φιλοσοφίες ἢ μὲ θρησκευτικὲς τυπικές ἐξωτερικές συνήθειες.
Χρειάζεται παρουσία, θυσία, ἀληθινὴ σχέση.
Καὶ αὐτὴν μόνον ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ τὴν δώσει. Γι’ αὐτὸ, ὅταν ἔρχεται ἡ στιγμή ποὺ μας φαίνεται ὅτι «ὁ ἥλιος πέφτει» καὶ ὁ κόσμος γύρω μας λιγοστεύει ἀπὸ φῶς, ὁ Χριστὸς δὲν φεύγει.
Εὐλογεῖ τὸ λίγο ποὺ ἔχουμε, τὸ πολλαπλασιάζει, καὶ μᾶς χορταίνει ὄχι μὲ ψωμί μόνον, ἀλλὰ μὲ νόημα, ἐλπίδα, παρηγοριά, κατεύθυνση.
Μᾶς ξανασηκώνει ἀπό τόν ΑΔΗ μας, καὶ μᾶς ἐπιστρέφει στὴν Ἀλήθεια.
Ἡ σημερινὴ κοινωνία διψᾷ.
Καί ἐνῶ τρέχει καί ἀγωνιᾶ, χάνει τόν προσανατολισμό καί τό νόημά της.
Ἀλλά ὁ Χριστὸς μᾶς δείχνει ὅτι δὲν ἔχει σημασία πόσοι εἴμαστε, πόσο λίγα ἔχουμε, πόσο σκοτεινὴ εἶναι ἡ ἐποχὴ μας.
Σημασία ἔχει νὰ στρέψουμε τὴν καρδιὰ μας σ’ Ἐκεῖνον. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τοῦ ἐλέους. Τόπος ὅπου δὲν χορταίνει μόνο ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ξαναβρίσκει τὸν ἑαυτό του.
Εἶναι τόπος κοινότητας, ἀδελφοσύνης, λειτουργικῆς ζωῆς.
Δὲν εἶναι θέατρο, οὔτε καταφύγιο συναισθηματικῶν συγκινήσεων.
Εἶναι Σῶμα Χριστοῦ.
Καὶ ὅποιος μπαίνει σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα, μὲ πίστη καὶ ταπείνωση, δὲν ξαναπεινᾷ.
Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς.
Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς χαρίζει ὑλικά ἀγαθά καί γυαλιστερή ἐξωτερική εὐτυχία πού κραυγάζει και κομπάζει.
Μᾶς χαρίζει Ἑαυτόν!
Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος Τὸν μεταλαμβάνει, τότε παύει νὰ ζεῖ γιὰ τίς πρόσκαιρες ὑλικές ἀπολαύσεις, καὶ ἀρχίζει νὰ ζεῖ γιά τήν αἰωνιότητα.
Μέσα σὲ μία κοινωνία ποὺ ὑποσιτίζεται πνευματικά, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὸς ποὺ κουβαλᾶ σιωπηλά τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς στη βαθειά καρδιά του.
Ζώντας κοντά στον Χριστό,
Ζοῦμε κοντά στήν παρουσία Του.
Κοντά στήν ἐμπιστοσύνη.
Κοντά στή χαρά.
Κοντά στό Θεῖο Ἔλεος.
Ζώντας ἔτσι,
Φεύγει ὁ φόβος ἀπό τήν ψυχή μας καί ἐγκαθίσταται ἡ ἀγάπη.