Συχνά παραβάλλουμε την ζωή μας με την θάλασσα. Άλλοτε η απεραντοσύνη της, η ομορφιά της γαλήνης της, τα χρώματά της, η τροφή την οποία λαμβάνουμε, η δροσιά που μας δίνει, ένα αίσθημα ελευθερίας που έχουμε όταν μπαίνουμε στα νερά της, και άλλοτε η τρικυμία, η αναστάτωση, ο φόβος, το αίσθημα ότι κινδυνεύουμε μάς θυμίζουν την δική μας ζωή.
Γι’ αυτό και ο ιερός υμνογράφος αναφωνεί: «την βίου την θάλασσαν
υψουμένην καθορών, των πειρασμών τω κλύδωνι, τω ευδίω λιμένι σου
προσδραμών. βοώ σοι. Εκ φθοράς την ζωήν μου ανάγαγε» (καταβασία σε ήχο
πλ. β’).
Όλοι μας ευχόμαστε η θάλασσα του βίου μας να μην έχει διακυμάνσεις.
Να είναι ήρεμη. Όταν έχει τρικυμίες, πειρασμούς, δοκιμασίες, κινδύνους,
όταν πρέπει να κωπηλατήσουμε για να φτάσουμε σε ήρεμο λιμάνι, φόβος μας
κατέχει. Λύπη. Ένα αίσθημα ότι βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο ζωής και
θανάτου. Μεταξύ νίκης και συντριβής. Και ο άνθρωπος δεν θέλει εύκολα το
ρίσκο, ούτε τον μεγάλο κόπο να κερδίσει την ελευθερία του, να επιβιώσει,
να αντέξει. Νιώθει ότι θα καταποντιστεί είτε γιατί οι δυνάμεις του δεν
επαρκούν είτε γιατί του φαίνεται ότι ο κόπος του δεν θα είναι αρκετός.
Καταφεύγει έτσι σε κάθε δυνατή βοήθεια που μπορεί να βρει. Από τον
ουρανό μέχρι τους ανθρώπους. Και παρακαλεί για γαλήνη.
Στην ακολουθία των Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου ο ιερός
υμνογράφος χρησιμοποιεί μία ξεχωριστή εικόνα από την Παλαιά Διαθήκη.
Υπενθυμίζει την Έξοδο των Ιουδαίων από την Αίγυπτο και δύο από τις
μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισαν. Και οι δύο έχουν να κάνουν με το
νερό, τόσο της θάλασσας όσο και της ξηράς. Παραβάλλει το πέρασμα της
Ερυθράς Θαλάσσης και την βύθιση του Φαραώ και του στρατού του με την
Υπεραγία Θεοτόκο. «Χαίρε θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν», της λέει.
«Χαίρε εσύ που είσαι η θάλασσα που βύθισε όχι τον άνθρωπο Φαραώ, αλλά
τον νοητό Φαραώ, τον κοσμοκράτορα του κόσμου τούτου, τον διάβολο και το
πνεύμα του που κυνηγά τους ανθρώπους για να τους επαναφέρει στην δουλεία
του κακού και του θανάτου».
Όπως οι Εβραίοι, με το άνοιγμα της Ερυθράς θαλάσσης πέρασαν στην
έρημο του Σινά, για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την γη της
Επαγγελίας, και με το κλείσιμο της θάλασσας βυθίστηκε ο στρατός του
Φαραώ της Αιγύπτου που με περισσή θρασύτητα θέλησε να οικειοποιηθεί ένα
θαύμα που δεν ήταν γι’ αυτόν, για να κάνει κακό, έτσι και οι άνθρωποι,
χρειάζεται να θυμηθούμε το δικό μας πέρασμα εκ του θανάτου στην ζωή.
Είναι ο δρόμος που άνοιξε για μας ο Χριστός,
στην θάλασσα της ζωής μας. Μέσα από τον δρόμο του Σταυρού και της
Ανάστασης εμείς ελευθερωθήκαμε οριστικά από την δουλεία στον θάνατο της
Αιγύπτου. Από μία ζωή που ήταν επιβίωση, αλλά δεν ήταν ζωή που οδηγούσε
στην αιωνιότητα. Μπορεί να είχε τροφή και κάποια αγαθά, αλλά δεν είχε
αθανασία. Κυρίως, ήταν ζωή υποταγμένη στον τρόπο του νοητού Φαραώ. Δεν
μπορούσαμε να ανήκουμε στον Θεό όσο τα πάντα οδηγούσαν στον θάνατο. Όσο η
αμαρτία δεν επέτρεπε στα νοητά μάτια της ψυχής μας να αναγνωρίσουν τον
Θεό. Όσο ο θάνατος συνοδευόταν από την απελπισία. Και ήταν η Αίγυπτος
σύμβολο του τρόπου ζωής του κόσμου και του πολιτισμού, ο οποίος μπορεί
να μας οδηγεί στην αφθονία, από τα αγαθά μέχρι τους λογισμούς, αλλά δεν
μας αφήνει περιθώρια αληθινής ελευθερίας. Μας καταπιέζουν τα πάθη, οι
επιθυμίες και οι ορέξεις μας. Μας καταπιέζει ο νοητός Φαραώ, με τις
παγίδες των λογισμών που μας στήνει. Με την απιστία και την αθεΐα που
μας περιτριγυρίζει. Και όταν παίρνουμε την απόφαση να ελευθερωθούμε,
κάνουμε τον αγώνα μας, μας κυνηγά για να μας κάνει να επιστρέψουμε με
ποικίλους πειρασμούς στην δική του δουλεία.
Από αυτήν μας ελευθέρωσε δια της Υπεραγίας Θεοτόκου ο Χριστός.
Αυτή έγινε η θάλασσα μέσα από την οποία η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο
του Θεανθρώπου ελευθερώθηκε από τον νοητό Φαραώ. Και έκλεισε οριστικά,
με το πρόσταγμα του Κυρίου, τον Σταυρό, την Ταφή και την Ανάσταση τους
λογαριασμούς με τον θάνατο, καταποντίζοντάς τον στην άβυσσο του ελέους,
της μακροθυμίας και της αγάπης του Θεού για μας, αλλά και στην άβυσσο
της ίδιας της κακίας του διαβόλου, ο οποίος μέσα από την υπερηφάνειά του
δεν μπορεί να δει ποιος είναι η Αλήθεια και με ποιον τρόπο βιώνεται.
Καταποντίζεται ο διάβολος σε μιαν άλλη θάλασσα, αυτήν του εγώ του, η
οποία τον κρατά για πάντα νεκρό, όσο δυνατή κι αν φαίνεται. Γι’ αυτό και
ο πολιτισμός μας, όπως και τόσοι άλλοι, όταν δεν έχει Θεό, θα παρέλθει.
Η Παναγία όμως έγινε και η πέτρα η οποία πότισε όσους διψούσαν για
ζωή. Όπως στην έρημο ο Μωυσής έκανε να αναβλύσει νερό από μία πέτρα,
έτσι και η Παναγία έγινε η πέτρα, το σημάδι δηλαδή του παλαιού κόσμου,
από το οποίο ανέβλυσε το ύδωρ το ζων, ο Κύριός μας, για να ξεδιψάσει
όσους θέλουν την όντως ζωή, την αγάπη, την ελευθερία, την αθανασία και
την αιωνιότητα. Όσους δεν αμφιβάλλουν για την δύναμη της πίστης. Όσους
τελικά βρίσκουν στον Λόγο και στην σχέση μαζί Του την αληθινή χαρά να
μην ξεδιψούν πρόσκαιρα, αλλά αιώνια. Διότι η σχέση με τον Θεό δίνει
πληρότητα νοήματος στον καθέναν που την επιλέγει και την αναζητεί. Και η
Παναγία
είναι η πέτρα η οποία με την στερεότητα της δείχνει ακριβώς την δύναμη
της πίστης, αλλά και αφήνει νε ξεπηδήσει το νερό που σώζει.
Στην τρικυμισμένη θάλασσα
του βίου ας παλέψουμε με την πίστη ως την κατάρτιση που βοηθά στο να
μην καταποντιστούμε. Που δίνει δύναμη και πεποίθηση στον καθέναν μας ότι
η ζωή είναι κοντά στον Θεό και ατελείωτη. Ότι η δύναμη του νοητού Φαραώ
δεν μπορεί να μας αιχμαλωτίσει αν προχωρούμε μπροστά. Γιατί οι
Ισραηλίτες έφυγαν από την Αίγυπτο, πέρασαν την Ερυθρά θάλασσα, αλλά
έζησαν τον αγώνα της ερήμου. Την δίψα που δεν σταμάτησε. Η νοητή θάλασσα
έγινε έρημος. Ο κόσμος που κείται εν τω πονηρώ είναι μία συνεχής
πρόκληση και το θαύμα της σωτηρίας είναι δωρεά και στάση. Ξεκινώντας από
αυτό, καλούμαστε να παλεύουμε στην ζωή μας, για να ξεδιψάσουμε αληθινά.
Η Υπεραγία Θεοτόκος
όμως είναι δίπλα μας, έτοιμη να μας υπενθυμίσει ότι στην πίστη
βρίσκεται η Αλήθεια. Το ξεδίψασμα που γίνεται αιώνια νίκη, αν το
οικειωθούμε, και τότε κάθε φόβος για τους πειρασμούς της ζωής δεν μπορεί
να μας κλυδωνίσει.