Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ




του Ιερομ.Ιάσωνα

Δεν αντέχουμε με τίποτα τον χρόνο. Νομίζουμε ότι τον κοροϊδεύουμε με επιχειρήματα νεότητας. Ο σύγχρονος πλαστικός πολιτισμός ανδρώθηκε πάνω στον φόβο του χρόνου που περνά. Οι περισσότερες γυναίκες αναζητούν τρόπους να κρύψουν την ηλικία τους κι άντρες έχουν μια μανία να μπερδεύουν την νεότητα με την ικανότητα, και αντίστροφα.

Όσο περνά ο χρόνος, τόσο πιο αδύναμοι νιώθουμε και δεν μας αρέσει. Το βλέπεις ξεκάθαρα στις κοινωνίες που ζούμε, καθώς η αδυναμία λογίζεται ως αμαρτία. Όσο πιο δυνατός μένει κάποιος, τόσο πιο παραγωγικός είναι.
Κάποτε, για παράδειγμα, η φροντίδα της τρίτης ηλικίας ήταν δεδομένη για τους νεότερους. Τώρα, συχνά το γηροκομείο αποτελεί μιαν αναγκαστική λύση. Οι ίδιες οι ανάγκες που μια ζωή χτίζαμε, μας θέλουν νέους, ακριβώς για να μπορούμε ν’ ανταποκριθούμε σ’ αυτές. Οι ίδιες οι ανάγκες μας υποτάσσουν στον χρόνο κι απ’ την υποταγή αυτή, θάνατος μας περιμένει: έτσι γίνηκ’ η ζωή σ’ όλες τις εκφάνσεις της. Στο παιχνίδι αυτό, είμαστε κι εμείς μετέωροι. Ο φόβος του χρόνου, δίνει ταχύτητα στα πάντα. Δεν είναι παίξε-γέλασε: πληροφορίες περνούν και χάνονται, κατεβαίνει η κεντρική σελίδα του facebook κι αμέσως πληροφορίες ιδώνονται, οι ίδιες που ξεχνιούνται. Στο τέλος και μπροστά απ’ την οθόνη, πάλι μόνος σου ξεμένεις…
Κι έρχεται ο Χριστός νικητής στην Βασιλεία Του. Ο Χριστός, που είναι “ἀεὶ ὤν ὡσαύτως ὤν”, όπως και ο Πατέρας και το Πνεύμα το Άγιο. Αυτός που δεν αλλάζει ποτέ και ίδιος πάντοτε μένει, με την Ανάσταση μ’ αρπάζει και μαζί λαμβάνει και τον χρόνο, που στο θάνατο οδηγεί και σε χρόνο της Βασιλείας Του μεταμορφώνει.
Πώς θα γίνονταν διαφορετικά αφού κι εγώ είμαι μέρος του ίδιου του Χριστού; Τον ζω καθημερινά, αυτό θα πει “είμαι χριστιανός”. Είμαι ένα μ’ Αυτόν! Κατέβηκεν ο Χριστός -Θεός και Άνθρωπος- και μ’ ελευθέρωσε από εκεί που ταυτιζόμουν με την κατάρα του χρόνου. Με ανέστησε και μ’ έκανε παιδί Του κι Αυτός, αδελφός και πατέρας μου συνάμα: “Άσε τον φόβο σου” μου λέει “χρόνος πια δεν υπάρχει, αθανασία μόνο”. Κι είτε ζω κι είτε φεύγω απ’ τη ζωή, του Χριστού παιδί παραμένω… κι ο χρόνος ανήμπορος!
Τούτος ο χρόνος μου δίνεται για ν’ αναζητήσω τη σχέση αυτή. Περιμένει ο Χριστός, σαν τον πατέρα του Ασώτου. Όχι για να γίνει μέρος της ζωής μου, αλλά για να γίνει Αυτός Ζωή μου ολάκερη. Και τότε δε φοβάμαι τον χρόνο, γιατί αυτή η σχέση εκφράζεται σ’ όλες τις πτυχές της ζωής που απλώνεται ο χρόνος: στην οικογένειά μου, στο σχολείο, στη δουλειά, παντού. Ο Χριστός μου δίνει ένα κόσκινο για να κοσκινίζω την κάθε έκφανση της ζωής. Το κόσκινο δεν είναι μια ιδέα, αλλά είναι ο ίδιος. Ή δίνω Χριστό στα πάντα ή δε δίνω! Δε μπορώ να διαλέγω, για παράδειγμα, που θα ομολογήσω τον Χριστό και που όχι. Το ζήτημα αυτό, άλλωστε, λύθηκε από τους Αποστόλους, όταν συσκέφθηκαν αν θα πρέπει να γίνονται χριστιανοί αυτοί που δεν ήσαν Ιουδαίοι. Ακριβώς επειδή δεν διαλέγω, γι’ αυτό και σ’ όλο τον κόσμο, μέχρι σήμερα, κηρύσσεται το Ευαγγέλιο.
Αυτόν τον χρόνο μας θυμίζει η εορτή της Ινδίκτου, αρχή του εκκλησιαστικού έτους: μας δίνει ο Χριστός, χρόνο να σωθούμε. Ας αφήσουμε την κατάρα, να δεχθούμε ευλογία. Ας εξαγοράσουμε επιτέλους τον καιρό που αλυσοδένεται στον κόσμο της ανάγκης!