Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

ΟΤΑΝ ΥΠΑΡΧΗ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ,ΔΙΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ!



Άγιος Παΐσιος o Αγιορείτης
– Γέροντα, με πειράζει η συνείδηση, όταν οικονομάω τον εαυτό μου. Σκέφτομαι: «Πώς οι Αγιοι βίαζαν τον εαυτό τους;».
– Όταν ο άνθρωπος ξεπερνά τα όρια της αντοχής του, αγωνιζόμενος ταπεινά, με φιλότιμο, τότε έρχεται σ’ αυτόν θεία δύναμη, υπερφυσική.
– Γέροντα, ο Αββάς Βαρσανούφιος λέει: «Μη ζητήσης σωματικήν ανάπανσιν, εάν μη δώη σοι αντήν ο Κύριος». Τί εννοεί;
– Θέλει να πη να μην κοιτάζη κανείς το χουζούρι του, το βόλεμά του. Αυταπάρνηση χρειάζεται πρώτα και ύστερα έρχονται πολλές θείες δυνάμεις, γιατί, όταν υπάρχη αυταπάρνηση, τότε ο Θεός δίνει στον άνθρωπο την Χάρη Του.
Αν ο άνθρωπος έχη το πνεύμα της θυσίας, τότε δέχεται την θεία βοήθεια, τον οικονομάει ο Θεός. Ανάλογη με την θυσία και με την προσευχή που κάνει κανείς για τον συνάνθρωπό του, είναι και η βοήθεια που λαμβάνει από τον Θεό.
Μια φορά που πήγαινα αργά το απόγευμα από την Μονή Σταυρονικήτα στο Καλύβι του Παπα- Τύχωνα – το ετοίμαζα τότε, για να μείνω εκεί – με σταμάτησε στον δρόμο κάποιος που είχε πολλά προβλήματα.
Στάθηκα όρθιος, φορτωμένος με τον τουρβά γεμάτο πράγματα και τον άκουγα· ψιχάλιζε κιόλας. Νύχτωσε και εκείνος έλεγε-έλεγε συνέχεια. Ψιχάλα-ψιχάλα, είχαμε γίνει μούσκεμα.
Κάποια στιγμή μου ήρθε ο λογισμός: «Πώς θα βρώ το Καλύβι; Νύχτα, λάσπη, το μονοπάτι δύσκολο, δεν έχω και φακό, αλλά πώς να τον διακόψω;».
Τον ρώτησα που θα μείνη, μου είπε σε ένα κοντινό Κελλί. Σταθήκαμε λοιπόν εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα. Μόλις χωρίσαμε και πήρα το μονοπάτι, γλίστρησα κι έπεσα μέσα στα βάτα.
Τα παπούτσια έφυγαν κάτω, ο τουρβάς πιάστηκε στα κλαδιά, το ζωστικό μαζεύτηκε στον λαιμό. Δεν έβλεπα τίποτε. Οπότε είπα:
«Καλύτερα ας μείνω εδώ και ας αρχίσω το Απόδειπνο. Θα κάνω και το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο, θα φωτίση και θα βρώ το Κελλί μου. Αραγε αυτός ο καημένος θα βρη τον δρόμο του;».
Μόλις έφθασα στο «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου», ξαφνικά, ένα φώς, σαν προβολέας, φώτισε όλον τον λάκκο της Καλιάγρας! Βρήκα τα παπούτσια και ξεκίνησα.
Όλο το μονοπάτι ήταν μέσ’ στο φώς. Έφθασα στο Καλύβι, βρήκα και το κλειδί από το λουκέτο, που ήταν τόσο μικρό και το είχα βάλει σε τέτοιο μέρος πού, και μέρα να ήταν, δύσκολα θα το έβρισκα.
Μπήκα μέσα, άναψα τα καντήλια στο εκκλησάκι, και τότε χάθηκε εκείνο το φώς. Δεν χρειαζόταν άλλο!…