Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

 

 

«Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν» (Λουκ. 15, 25-28)῾Ο μεγαλύτερος γιός του βρισκόταν στὸ χωράφι· καὶ καθὼς ἐρχόταν καὶ πλησίαζε στὸ σπίτι, ἄκουσε μουσικὲς καὶ χορούς. Φώναξε, λοιπόν, ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες καὶ ρώτησε νὰ μάθει τί συμβαίνει. ᾿Εκεῖνος τοῦ εἶπε· “γύρισε ὁ ἀδελφός σου, κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ σιτευτὸ μοσχάρι, γιατὶ τοῦ ἦρθε πίσω γερός”. Αὐτὸς τότε θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ μέσα. 

            Σε ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας γραμματείας, πέρα από το βαθύτατα πνευματικό περιεχόμενο το οποίο μας αποκαλύπτει ποιος είναι αληθινά ο Θεός και τι ζητάμε ή τι νομίζουμε ότι ζητάμε από Αυτόν οι άνθρωποι, την παραβολή του ασώτου υιού, βλέπουμε μία μορφή που ο Χριστός μάς καλεί να την ψηλαφήσουμε με πολλή προσοχή. Είναι ο πρεσβύτερος υιός. Ίσως εδώ να μοιάζουμε οι περισσότεροι πιστοί. Άνθρωποι αταξίδευτοι πνευματικά, με την βεβαιότητα ότι είμαστε πάντοτε δίπλα στον Θεό που αναγνωρίζουμε ως πατέρα μας, με ένα αίσθημα αναμαρτησίας, καθώς δεν έχουμε κάτι να προσάψουμε στον εαυτό μας, έρχεται η στιγμή που διαπιστώνουμε ότι η αγάπη του Πατέρα δεν έχει να κάνει με την ηθική μας ή την υπακοή μας ή το δίκιο μας, αλλά είναι αγάπη που απλώνεται σε όλες και όλους, ανεξαρτήτως έργων, ανεξαρτήτως κοινωνίας, ανεξαρτήτως παραμονής κοντά Του. Δεν υπάρχουν παιδιά και αποπαίδια. Δεν υπάρχουν κληρονόμοι και απόκληροι. Και είναι σκανδαλώδης αυτή η αγάπη για όποιον πιστεύει σε έναν Θεό που επιβλέπει νόμους, που δεν δίνει ευκαιρίες στους ανθρώπους ακόμη κι αν κάνουν λάθη, αμαρτίες, αστοχίες, ακόμη κι αν Τον περιφρονούν και φεύγουν από κοντά Του.

            Ο πρεσβύτερος υιός της παραβολής επιστρέφει από το χωράφι που εργάζεται. Θα λέγαμε ότι επιστρέφει από το γεώργιο του Θεού, όπου σπέρνει τον λόγο του Θεού, για να καλλιεργήσει την γη των ανθρώπων, όπως ο Πατέρας θέλει και για να αυγατίσει και την δική του, προσωπική περιουσία από την στιγμή που ο άλλος γιος έχει φύγει για πάντα, να λάβει την πρώτη θέση στην Εκκλησία, στην βασιλεία του Θεού. Ο πρεσβύτερος υιός ζει την βεβαιότητα του αυτονόητου. Μόνο αυτός έχει θέση στην καρδιά του Πατέρα. Και εργάζεται σκληρά, για να φανεί αντάξιος της αποκλειστικότητας, όπως πιστεύει ότι την δικαιούται για τον εαυτό του. Μα, όταν επιστρέφει από την εργασία του, το οικοδόμημα που έχει χτίσει εντός του με κέντρο των πάντων τον εαυτό του, σταδιακά καταρρέει.

            Ποια είναι τα βήματα αυτής της κατάρρευσης;

            Πρώτον, το ότι φωνάζει έναν από τους υπηρέτες για να μάθει τι συμβαίνει, καθώς ακούει μουσικές και χορούς. Δεν μπαίνει στο σπίτι ως ο υιός που είναι συνδιαχειριστής, αλλά ως ένας καχύποπτος ξένος που πρέπει να μάθει με άλλον τρόπο τι συμβαίνει και όχι με την ευθύτητα και την απλότητα του παιδιού που θα ρωτήσει τον πατέρα του. Ο πρεσβύτερος υιός ήδη αποκαλύπτει το ανταγωνιστικό πνεύμα που τον διακατέχει. Τις υποψίες του ότι τελικά ο πατέρας του δεν του έχει αποκαλύψει την καρδιά του και ότι, παρότι έμεινε μόνος του στο σπίτι μαζί του, εντούτοις ο πατέρας του ήλπιζε ότι ο νεώτερος υιός θα επιστρέψει, εξακολουθούσε να έχει δύο παιδιά και όχι ένα. Η ζήλια και ο φθόνος ελλοχεύουν στην καρδιά του πρεσβύτερου υιού και ο φόβος ότι η σιωπή του πατέρα στα χρόνια της απουσίας του νεώτερου ήταν σιωπή συγχωρητική, προσευχητική, πάντως όχι σιωπή διαγραφής του. «Δεν δικαιούται ο πατέρας μου να θεωρεί ότι υπάρχει ο νεώτερος γιος. Όφειλε να τον διαγράψει, να το θεωρεί νεκρό, χωρίς περιθώριο ανάστασης και επιστροφής», ήταν, όπως φαίνεται ξεκάθαρα, το συναίσθημα του πρεσβύτερου. Ο νεώτερος επέστρεψε εξαιτίας της μνήμης του για το σπίτι του πατέρα. Ο πρεσβύτερος ήθελε ο πατέρας να διαγράψει από την μνήμη του ότι υπήρχε νεώτερος υιός.

Δεύτερον, ότι στον διάλογο με τον πατέρα του, ο πρεσβύτερος υιός δεν τον αποκαλεί «πατέρα», όπως δεν αποκαλεί τον νεώτερο υιό «αδελφό» του. «Ο γιος σου», αναφέρει στον πατέρα, με ένα ύφος στο οποίο η οργή περισσεύει και η κακία θριαμβεύει με τρόπο δαιμονικό. Και δεν περιορίζεται εκεί. Αποκαλύπτει τα αληθινά του συναισθήματα έναντι του πατέρα του. «Σου δουλεύω», «είμαι υπάλληλος και εργαζόμενός σου τόσα χρόνια κι ένα δώρο δεν μου έκανες για να φάω με τους φίλους μου», είναι ο πικρός λόγος του. «Δεν είμαι παιδί σου, κάνω υπομονή τόσα χρόνια κοντά σου, υπακούοντας στις εντολές σου, αλλά δεν σε αγαπώ», λέει ξεκάθαρα στον πατέρα του. Μόνο κίνητρό του η ασφάλεια του σπιτιού, η χρήση της περιουσίας, η αξιοποίηση της θέωσης, η αναμονή της θεοποίησης, αλλά καμία αγάπη.

Τρίτον, ότι αρνείται να αποδεχτεί ότι ο πατέρας του αγαπά τον άσωτο αδερφό του, για τον λόγο ότι εκείνος κατασπατάλησε τον βίο του πατέρα, την κοινή τους περιουσία και αποδείχθηκε ανάξιος της δωρεάς. Ο κόσμος του πρεσβύτερου υιού, ο τακτοποιημένος σε καλούπια ηθικής, γκρεμίζεται ολοσχερώς. Ζούσε δίπλα σε έναν πατέρα που ουδέποτε κατάλαβε. Το μόνο που τον χαρακτήριζε ήταν το κέρδος, το συμφέρον, η επιθυμία όλα να γίνουν δικά του. Ένας άνθρωπος ανίκανος για γνήσιες σχέσεις, ένας άνθρωπος σκληρόκαρδος και εγωιστής, ένας άνθρωπος που αρνείται να αγαπήσει με ανοιχτότητα, φτάνει να μην αγαπά καθόλου.

Απέναντι σε μια τέτοια στάση ζωής ο πατέρας απαντά με τρυφερότητα και διάκριση. «Παιδί μου», του λέει, σε αντίθεση με την άρνηση εκείνου να τον αναγνωρίσει ως πατέρα. «Όλα όσα έχω είναι δικά σου», του λέει, δείχνοντάς του ότι κανείς δεν μπορεί να του στερήσει ό,τι δικαιούται, πρωτίστως την πατρική αγάπη. Μόνο που η αγάπη δεν έχει όριο την ηθική, αλλά είναι ανεξάντλητη. «Έπρεπε να χαρείς διότι ο αδερφός σου νεκρός ήταν και αναστήθηκε, χαμένος και βρέθηκε, του λέει πάλι, υπενθυμίζοντάς του ότι η αδελφική σχέση δεν διαγράφεται, ότι η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει και το νόημα είναι να μπορείς να βάζεις πάνω απ’  όλα τελικά ακριβώς την αγάπη.

Δεν γνωρίζουμε αν τελικά ο πρεσβύτερος υιός εισήλθε στη χαρά της αγάπης και της ανάστασης. Το πατρικό παράδειγμα, ωστόσο, είναι συγκλονιστικό. Άραγε είναι αυτός ο Θεός στον οποίο πιστεύουμε;

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός