Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ,Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ,Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ!

 Νέο βιβλίο για τον Γέροντα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη

[Διήγηση οσίου Εφραίμ Κατουνακιώτη]:

~ Σ’ ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, το γνωρίζετε, ιδιόρρυθμο ήτανε. Είπε ο παπάς στον αγωγιάτη:

– Κύριε Δημήτριε, μου φέρνεις και μένα πέντε-δέκα φορτία ξύλα, να κάψω τον χειμώνα;

– Θα σου φέρω, παπα-Εφραίμ.

Έφερε.

– Φερ’ τα από ‘δω.

– Όχι από ‘κει, το ζώο φοβάται, Γέροντα.

– Φερ’ τα από ‘δω, ντε.

Μαλώσανε.

– Ασυγχώρητος.

– Κι εσύ ακοινώνητος.

Έφυγε ο αγωγιάτης πήγε απάνω στο βουνό. Ο παπάς τώρα τι πρέπει να κάνει; Μπορεί να λειτουργήσει, να φέρει σε αδιαφορία, ότι εγώ είχα δίκιο; Όχι.

Μπορεί να λειτουργήσει; Όχι.

Τι να κάνει. Τώρα μάχονται δύο: «Καλά, αύριο που θα ‘ρθει -γιατί ήτανε βραδάκι- αύριο που θα ‘ρθει ο αγωγιάτης, του λέω ότι να με συγχωρέσει».

Ο άλλος λέει: «Καλά, αν δεν έρθει ο αγωγιάτης αύριο κι έλαβε ένα τηλεγράφημα από τη γυναίκα του να πάει ότι το παιδί αρρώστησε, τι θα κάνεις»;

Πάτερ, εδώ είναι ο θησαυρός του καλογήρου. Προσευχή.

– Παναγία μου, τι να κάνω; (Το Ιβήρων ήταν το μοναστήρι).

– Παναγία Πορταΐτισσα, τι να κάνω, βοήθησέ με.

Κεραυνοβόλος έρχεται η πληροφορία, η έμπνευση, να πούμε, η παρουσία της Παναγίας.

Όλοι μας ξέρομε ότι τα μοναστήρια τα Αγιορείτικα, όταν βασιλεύει ο ήλιος κλείνουνε. Έχουν όμως κι ένα πορτάκι μικρό τόσο, που εν καιρώ, σπάνια το ανοίγουν αυτό. Ανάβει λοιπόν ο παπάς το φανάρι του, περνάει το πορτάκι κι ανεβαίνει απάνω στο βουνό.

– Καλησπέρα σας.

– Καλώς τον παπά.

– Ευλογημένε κύριε Δημήτρη, να με συγχωρέσεις.

– Θεός σχωρέσου. Συγχώρεσέ με κι εσύ.

Συγχωρεθήκανε και κατέβηκε κάτω ο παπάς πάλι και λειτούργησε την άλλη μέρα. Βλέπετε ότι σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η προσευχή.

Δεν μπορείς εκείνην την ώρα τι να κάνεις, σαστίζεις δεν ξέρεις τι να κάνεις. «Παναγία μου, τι να κάνω»; Και σε βοηθάει η Παναγία.

Δεν μπορείς, πάτερ, να λειτουργήσεις. «Μη τα αμαρτήματά μου κωλύσωσι ενθάδε παραγενέσθαι το Άγιόν Σου Πνεύμα».

Πάτερ μου, λειτουργάμε, μεταλαμβάνομε, η χάρις κατέρχεται, αλλά «μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα», το λέμε κι αυτό.