Επειδή οι ανθρώπινες ευκολίες ξεπέρασαν τα όρια, έγιναν δυσκολίες. Πλήθυναν οι μηχανές, πλήθυνε ο περισπασμός, έκαναν και τον άνθρωπο μηχανή, και τώρα οι μηχανές και τα σίδερα κάνουν κουμάντο και τον άνθρωπο.
Γι’ αυτό έγιναν και οι καρδιές των ανθρώπων σιδερένιες. Με όλα αυτά τα μέσα που υπάρχουν, δεν καλλιεργείται η συνείδηση των ανθρώπων.
Παλιότερα οι άνθρωποι δούλευαν με τα ζώα και ήταν σπλαγχνικοί. Αν φόρτωνες το ζώο λίγο περισσότερο και το κακόμοιρο γονάτιζε, το λυπόσουν. Αν ήταν νηστικό και κοίταζε με παράπονο, σού ράγιζε την καρδιά.
Θυμάμαι, όταν αρρώσταινε η αγελάδα μας, υποφέραμε και εμείς, γιατί την θεωρούσαμε μέλος της οικογενείας μας. Σήμερα οι άνθρωποι έχουν τα σίδερα και έχουν καρδιές σιδερένιες.
Έσπασε ένα σίδερο; οξυγονοκόλληση. Χάλασε το αυτοκίνητο; το πάνε στο γκαράζ. Αν δεν γίνεται, το πετάνε, δεν το πονάνε. Σού λέει: «Σίδερο είναι!».
Δεν δουλεύει καθόλου η καρδιά. Έτσι όμως καλλιεργείται η φιλαυτία, ο
εγωισμός. Δεν σκέφτεται τον άλλον σήμερα ο άνθρωπος. Παλιά, αν έμενε το
φαγητό για την άλλη μέρα, θα χαλούσε, και σκέφτονταν οι άνθρωποι και
κανέναν φτωχό.
«Προκειμένου να χαλάση, έλεγαν, ας το δώσω στον φτωχό».
Ένας που είχε πνευματική κατάσταση έλεγε: «Να φάη πρώτα ο φτωχός και ύστερα εγώ». Τώρα το βάζουν στο ψυγείο και δεν θυμούνται τον άλλον που έχει ανάγκη.
Θυμάμαι, όταν είχαμε καλή σοδειά από λαχανικά κ.λπ., δίναμε και στους γείτονές μας, τα μοιράζαμε. Τί να τα κάναμε τόσα; Έπειτα θα χαλούσαν κιόλας. Τώρα έχουν τα ψυγεία.