Αν η συγχώρεση από το Θεό εκλαμβάνεται ως “απόδοση χάριτος”, δίκην δικαστού, τότε η αμαρτία θεωρείται παρανομία από το νόμο του Θεού.
Αν όμως η συγχώρεση θεωρείται επαναφορά στη σχέση μαζί Του, δηλαδή θέληση του Θεού για να συναντηθεί και ενωθεί με τον αμαρτωλό που μετανοεί, τότε η αμαρτία θεωρείται ως άρνηση σχέσης, έκπτωση από την όντως Ζωή, αποδοχή του θανάτου.
Οτι και να κάμει, ο ανθρωπος, όπως και να ζήσει, ώστε όχι απλά «να χάσει επαφή» αλλά ν’ απομακρυνθεί από την όντως Ζωή, ξέρει ότι υπάρχει Αυτός που τον δέχεται όπως είναι και μάλιστα αναμένει την επιστροφή του για να κινηθεί προς εκείνον, όπως στην περίπτωση του Ασώτου υιού.
Έχοντας ένα τέτοιο Θεό, η απόγνωση φεύγει, η ελπίδα ζωντανεύει, η μετάνοια φέρνει χαρά «εν τω ουρανώ και εν τη γη».