“Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν” (Β’ Κορ. 4, 7)
“Εμείς που έχουμε αυτόν το θησαυρό είμαστε σαν τα πήλινα δοχεία· έτσι γίνεται φανερό πως η υπερβολική αξία του θησαυρού αυτού προέρχεται από το Θεό κι όχι από μας”
Οι άνθρωποι αναζητούμε θησαυρούς στα αγαθά, στα επιτεύγματα, σε ανθρώπους που σχετιζόμαστε. ΟΙ γονείς θεωρούν θησαυρό τα παιδιά τους. Οι ερωτευμένοι αυτόν ή αυτήν που ποθούν. Άλλοι το όνομα και την φήμη τους. Άλλοι τις επιτυχίες τους. Άλλοι το σώμα τους. Πόσοι από εμάς στ’ αλήθεια θεωρούμε ως τον πολυτιμότερο θησαυρό της ύπαρξής μας την πίστη μας;
Είναι τέτοιος ο προσανατολισμός μας στην εκκοσμικευμένη πραγματικότητα, στην κατάφορτη από βιοτικές μέριμνες, από σχέδια και ελπίδες, που δεν βλέπουμε στην προοπτική της αιωνιότητας, ούτε όμως και στην προοπτική ότι “έστι Θεός” που μας αγαπά προσωπικά τόσο, ώστε να γίνει άνθρωπος για μας, να απλώσει το χέρι Του και να μας βοηθήσει “θανάτω θάνατον” να πατήσουμε. Έχοντας βολευτεί με την πίστη ως θρησκεία, δηλαδή ως ένα τελετουργικό που διασώζει παραδόσεις, ως γιορτή που μας βγάζει από την ρουτίνα του χρόνου, ως τήρηση κάποιων εντολών που μένουν στον νου, δυσκολευόμαστε, όχι μόνο επειδή το πνεύμα του πονηρού θέλει να επικάθονται οι σκόνες της συνήθειας πάνω στο χρυσάφι της γνήσιας μεταμόρφωσης και να το κρύβουν, αλλά και διότι θεωρούμε πως έχουμε χρόνο, πως είναι αρκετά τα λίγα που κάνουμε, δεν ζούμε την πίστη ως τον θησαυρό της καρδιάς, της ύπαρξης.
Και έχει απαντήσεις η πίστη σε κάθε τι της ζωής μας, ευεξήγητο και δυσεξήγητο. Έχει την εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού, που, αργά ή γρήγορα, δείχνει ότι όσα συμβαίνουν, είναι μικρές ή μεγάλες προτροπές για σωτηρία, δηλαδή για υπέρβαση του χρόνου, για κοινωνία αγάπης που θα κρατήσει για πάντα, για μία μυστική προσδοκία ανάστασης, η οποία μεταγγίζει ζωή αληθινή στο φθαρτό και εφήμερο. Διότι κάθε στόχος, ακόμη και κάθε μέριμνα, όταν θεάται μέσα από την πίστη, μπολιάζεται με την αγάπη. Εργαζόμαστε πρώτα για να προσφέρουμε σε οικείους και ξένους, νικώντας το κίνητρο του πλουτισμού που βλέπει τους άλλους ως αντικείμενα εκμετάλλευσης. Δεν νικιόμαστε από την φιλοδοξία μιας αναγνώρισης που θολώνει τον σκοπό ή την ματαιοδοξία ότι είμαστε πετυχημένοι και γι’ αυτό δικαιούμαστε, με αποτέλεσμα να λησμονούμε αγάπη, συγχώρηση και υπομονή. Δεν αρνούμαστε την αλήθεια. Δεν παύουμε να σκεφτόμαστε. Βλέπουμε την κούραση και την αδυναμία των άλλων, όπως και την δική μας. Δεν νικιόμαστε όμως από έναν στείρο ανταγωνισμό του ποιος είναι καλύτερος, αλλά συναγωνιζόμαστε εις “παροξυσμόν καλών έργων”. Και έχει ο Θεός.
Είναι θησαυρός η πίστη μας πολύτιμος. Τον έχουμε σε οστράκινα σκεύη, εύθραυστα, όπως είναι οι υπάρξεις μας, οι οποίες νικιούνται από τον χρόνο και τον θάνατο, αλλά και από την πίεση των όσων φορτώνουμε στον εαυτό μας. Δεν αρνήθηκε όμως ο Θεός να μάς δώσει αυτόν τον θησαυρό, ακριβώς διότι δύναμη είναι η αγάπη και όχι η εξουσία. Δεν πιστεύουμε άλλωστε σε έναν Θεό που ζητά κυριαρχία, αλλά στον Θεό του Σταυρού, που γίνεται όμως ανάσταση και ζωή. Και καλούμαστε αυτόν τον θησαυρό να τον μοιραστούμε με αγάπη. Να νικήσουμε με την άσκηση που μπορούμε, με την αυτογνωσία που γίνεεται μετάνοια, όχι όμως απόγνωση, με την αγάπη που πρυτανεύει, το “εγώ μου και μόνο”. Να μη μείνουμε στο θρησκευτικό βόλεμα, αλλά να βγούμε από τον εαυτό μας, τον κόσμο γύρω μας, αλλά και όσα μάς πιέζουν εντός μας και να γίνουμε φως μικρό, κατά το σκεύος μας, που όμως θα μαρτυρεί ελπίδα! Άλλωστε, ο θησαυρός αυτός υπερβαίνει τον χρόνο, τις εξουσίες, τους εχθρούς του, τους υποτιμητές του. Μακάρι, κι εμείς μαζί του!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός