(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχήν, και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον ευλογητόν των Πατέρων, Θεόν και υπερένδοξον.
Ερμηνεία.
Εις το Τροπάριον τούτο δείχνει ο Μελωδός [ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός]
πόσα αγαθά απολαύσαμεν από τον αναστάντα Χριστόν· διότι, αν και ένα
πράγμα φαίνεται ότι είναι το εορταζόμενον η Ανάστασις, μύρια όμως είναι
τα καλά όπου συν τη Αναστάσει εχαρίσθησαν εις ημάς.
Διά τούτο δε λέγει ο χαριτώνυμος Ποιητής ότι ημείς οι ορθόδοξοι εορτάζομεν σήμερον την νέκρωσιν του θανάτου, διότι επειδή ημείς εζήσαμεν εν τω αναστάντι Χριστώ, ενεκρώθη ο θάνατος, τουτέστιν αργός και ανενέργητος έμεινε, και πλέον δεν ενεργεί εις τους ανθρώπους την νεκροποιόν αυτού και θανατηφόρον ενέργειαν· ώστε ημείς πρέπει να περιπαίζωμεν τον θάνατον, και καταπατούντες την τυραννίαν του, να λέγωμεν τον επινίκιον εκείνον ύμνον μαζί με τον Ώσηέ· «Πού σου, θάνατε, το κέντρον;» (Ωσ. ιγ’ 14) και μαζί με τον Απόστολον, «Κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος»· (α’ Κορ. ιε’ 54), και πάλιν με τον Ώσηέ «Εκ θανάτου λυτρώσομαι αυτούς» (Ωσ. Ιγ’ 14).
Ημείς ακόμη εορτάζομεν σήμερον και τον κρημνισμόν και απώλειαν του Άδου· του γαρ Χριστού υπέρ ημών καταβάντος εις Άδην, και τας εκείσε φυλακωμένας ψυχάς των δικαίων ελευθερώσαντος, δεν έχει πλέον ο Άδης καμμίαν δύναμιν καθ’ ημών· επειδή ημείς οι τω Χριστώ πιστεύοντες και τας εντολάς αυτού φυλάττοντες δεν απερχόμεθα μετά θάνατον εις τον σκοτεινόν Άδην, καθώς οι πάλαι δίκαιοι, αλλά απέρχονται αι ψυχαί μας εις τας ουρανίους και φωτεινάς μονάς, και απολαμβάνουσι μεν μερικήν απόλαυσιν, περιμένουσι δε να λάβουν και το τέλειον της μακαριότητος μετά την εκ νεκρών ανάστασιν*· ώστε ημείς εμπορούμεν να περιπαίζωμεν και τον Άδην, και καταπατούντες αυτόν, να λέγωμεν (Ωσ. ιγ’ 14), και μετά των τριών Παίδων να φωνάζωμεν· «Εξείλετο ημάς (ο Θεός) εξ Άδου και εκ χειρός θανάτου έσωσεν ήμάς» (Αίνος των τριών Παίδων 65).
Ημείς προς τούτοις εορτάζομεν σήμερον άλλης ζωής αρχήν: ήτοι της αιωνίου, της μενούσης και μη εχούσης τέλος ποτέ· το όποιον είναι ένα υπέρτατον χάρισμα, και μία ευεργεσία μεγαλυτέρα από τας άλλας δύο· διότι αν καθ’ υπόθεσιν αναστάς ο Χριστός ήθελε μας χαρίση να ζήσωμεν μίαν μακαρίαν ζωήν εις τους Ουρανούς, συντροφευμένην από όλα τα αγαθά, όχι όμως αιωνίαν και ατελεύτητον, και τούτο βέβαια ήθελε νομίζεται εις ημάς ένα μέγα χάρισμα, και μία ευτυχία πλουσιωτάτη· το δε να μας χαρίση τοιαύτην μακαρίαν και πλήρη πάντων των αγαθών ζωήν, έπειτα να προσθέση και το να μη έχη τέλος η τοιαύτη ζωή, αλλά να είναι αιωνία και ατελεύτητος, τούτο αληθώς είναι ένα χάρισμα των χαρισμάτων, ένα αγαθόν των αγαθών, και μία ευεργεσία των ευεργεσιών· όθεν ο Κύριος περί τούτου έλεγεν «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιω. ι’ 10).
Τι δε είναι το περισσόν τούτο; Είναι το αιώνιον της ζωής εκείνης, και πεπληθυσμένον από κάθε αγαθόν, καθώς ερμηνεύει ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος [Παλαμάς]· διά τούτο δίκαιον είχεν ο μέγας Αθανάσιος να πανηγυρίζη εις το Πάσχα και να προοιμιάζη ούτως· «Ει ταις των Αγγέλων ενήν προ το παρόν χρήσασθαι γλώτταις, και φωνάς αθανάτους η των θνητών εκτήσατο φύσις, ετόλμησε μόλις αν τας της εορτής υμνήσαι δωρεάς· υπερβαίνει γαρ αληθώς κτίσεως μέτρα τα δώρα της χάριτος· θάνατος εξ ανθρώπων ελαύνεται· και Άδης την πολυετή δυναστείαν αποτίθεται· και γένος ανθρώπων αμαρτίας νόμω κατάδικον τη της χάριτος δωρεά βασιλεύειν διδάσκεται»· και εν τω εις την Καινήν Κυριακήν ούτω προοιμιάζει· «Χριστός εγερθείς εκ νεκρών, όλην την ζωήν των ανθρώπων εορτήν απειργάσατο».
Επιφέρει δε ο Μελωδός ότι διά τας ανωτέρω τρεις μεγάλας ευεργεσίας όπου ελάβομεν ημείς οι Χριστιανοί πρέπει να σκιρτώμεν και να χορεύωμεν, και χορεύοντες να υμνώμεν και να ευχαριστώμεν τον πρωταίτιον τούτων Χριστόν, ο όποιος διά της αναστάσεώς του εχάρισε τα αγαθά ταύτα εις ημάς, και μόνος αυτός είναι ευλογητός και υπερένδοξος Θεός των Πατέρων ημών.
Λέγει δε τούτο διά να φανερώση ότι είναι εβδόμη Ωδή, της όποιας ο λόγος ούτος είναι χαρακτηριστικός· αν γαρ διά κάθε παραμικρόν αγαθόν όπου ελάβομεν εκ Θεού έχομεν χρέος να ευχαριστώμεν αυτόν, καθώς μας παραγγέλλει ο Απόστολος· «Εν παντί ευχαριστείτε» (α’ Θεσ. Ε’ 18), πόσω μάλλον χρεωστούμεν να ευχαριστώμεν τον Θεόν όπου μας εχάρισε τοιαύτα μεγάλα, τοιαύτα θεοπρεπή και τοιαύτα ακατάληπτα και ανεκδιήγητα αγαθά.
* Όρα περί τούτου εις το βιβλίον των πνευματικών γυμνασμάτων [του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη] εν τη δεκάτη μελέτη.