Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Ἦλθε στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ μέ τήν ὑδρία της ν’ ἀντλήσει ὕδωρ. Τό ὕδωρ ἀπό τό ὁποῖο, ὅποιος πιεῖ, πάλι θά διψήσει. Ὡστόσο, ἡ Σαμαρείτιδα στό βάθος τῆς ὕπαρξής της ἀναζητεῖ κάποιο ἄλλο ὕδωρ γιά νά ξεδιψάσει. Ἀλλά δέν τό γνωρίζει. Διψᾶ. «Τό φρέαρ ἐστι βαθύ». Παρακαλεῖ τόν ἄγνωστο, τόν μεγάλο Ἄγνωστο: «Κύριε, δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ». Ποιό ὕδωρ;
*
Ἀλλά τό ἀνικανοποίητο αὐτό τοῦ σώματος αἴσθημα τῆς δίψας, μᾶς ὁδηγεῖ καί σέ ἐκείνη τήν ἄλλη δίψα, τήν πνευματική. Ὁ ἄνθρωπος διψᾶ γιά τό Θεό. Ἔχει μεταφυσική ἀνησυχία καί διαρκῆ φορά πρός τά ἄνω. Ἡ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιά τήν αἰωνιότητα εἶναι μεῖζον τῆς βιολογικῆς. Εἶναι πλασμένος τοῦ «ὁρᾶν τόν Θεόν». Καί βέβαια ἰσχύει, τό τοῦ Ἱ. Αὐγουστίνου: «Ἀνήσυχη θἆναι ἡ ψυχή μου, Θεέ μου, μέχρις ὅτου ἔλθει καί ἀναπαυθεῖ σέ Σένα»! Ἀναζητεῖ τόν Θεό. Ἐρωτᾶ, γράφει, ξαναγράφει, ψάχνει, παλεύει. Εἶναι ἕνας ἀναζητητής τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο, ὁ Κύριος ὁ Θεός δέν γνωρίζεται ἀπό τίς βιογραφίες τῶν Ἐγκυκλοπαιδειῶν, τίς ταινίες, τήν Βικιπαίδεια τοῦ Internet. Θέλει ὁ Ἴδιος νά Τόν γνωρίσουμε μέ τήν μοναδική γνώση τῆς θείας Διδασκαλίας Του, νά ξεδιψάσουμε μέ τά αἰώνια ρήματα, νά ὑπερβοῦμε τόν ἀνθρώπινο λόγο γιά νά βροῦμε τόν θεϊκό λόγο. Ὁ Ἴδιος ἄλλωστε σπεύδει νά ἔλθει γιά τόν σκοπό αὐτό. «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». Περιμένει νά τοῦ ἀνοίξουμε τήν θύρα τῆς ψυχῆς μας καί νά εἰσέλθει καί νά μείνει μαζί μας, νά μᾶς ἁγιάσει, νά μᾶς θεώσει.
Τρέχει, πράγματι, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σέ πολλές πηγές, γιατί διψᾶ. Ἡ ὑδρία του εἶναι ἄδεια. Ἀλήθεια, μέ ποιό ὕδωρ θά πληρωθεῖ; Τό ὕδωρ τό ψεύτικο ἤ τό ἀληθινό; Τό μολυσμένο ἤ τό καθαρό; Τό νεκρό ἤ τό ζωντανό.
Πάντως, ἡ Σαμαρείτιδα δέν πῆγε στή πηγή οὔτε μέ κύπελλο οὔτε μέ κύλικα. Ἔφερε μαζί της, τήν ὑδρία. Ἤθελε τήν πληρότητα τής χάριτος.