– Γέροντα, στο Άγιον Όρος υπάρχει τώρα τόπος ήσυχος;

– Πού τόπος ήσυχος και εκεί τώρα; αφού ανοίγουν συνέχεια δασικούς δρόμους! Αυτοκίνητα από εδώ, αυτοκίνητα από εκεί! Ακόμη και στα πιο ερημικά και ησυχαστικά μέρη έχουν πάρει αυτοκίνητο. Απορώ τι ζητάνε αυτοί οι άνθρωποι στην έρημο! Ο Μέγας Αρσένιος (2) στην έρημο άκουγε τα καλάμια που σείονταν, όταν φυσούσε γλυκά, και έλεγε: “Τι θόρυβος είναι αυτός; Σεισμός γίνεται;” Πού να έβλεπαν οι Άγιοι Πατέρες αυτά που γίνονται σήμερα!

Παλιά οι διακονητές (3) στα Κοινόβια, ιδίως ο τραπεζάρης και ο αρχοντάρης, πολύ κουράζονταν. Έπρεπε να πλύνουν τα πιάτα, να τρίψουν τα μπακιρένια σκεύη… Σήμερα έχουν ευκολίες, έχουν διάφορα σύγχρονα μέσα και τα περισσότερα κάνουν θόρυβο. Θυμάμαι, εμείς στο Κοινόβιο με τα δοχεία κουβαλούσαμε το νερό από μια πηγή και με το μαγγάνι το ανεβάζαμε σιγά-σιγά στον τρίτο όροφο. Τώρα φέρνουν το νερό με την μηχανή και ακούς συνέχεια ντούκου-ντούκου. Ρα ντουβάρια σείονται, τα τζάμια τρίζουν! Τουλάχιστον να βάλουν έναν σιγαστήρα. Στον στρατό, με τον ανταρτοπόλεμο, με έναν σιγαστήρα φόρτιζα την μπαταρία του ασύρματου, και απέναντι δεν με άκουγαν.

Ήρθαν μια μέρα στο Καλύβι μοναχοί από ένα Μοναστήρι και μιλούσαν δυνατά. “Πιο σιγά, λέω στον έναν, μας ακούνε πιο πέρα!” Τίποτε αυτός. “Πιο σιγά”, του ξαναλέω. “Ευλόγησον, Γέροντα, μου λέει, συνηθίσαμε να φωνάζουμε στο Μοναστήρι, γιατί έχουμε την γεννήτρια και μιλάμε δυνατά, για να ακούμε”.

Ακούς εκεί; Αντί να λένε την ευχή και να μιλούν σιγά, φωνάζουν, γιατί έχουν την γεννήτρια! Και το κακό είναι ότι, όπως μερικά παιδιά αφήνουν την εξάτμιση, για να ακούνε ντούκου-ντούκου…, φθάνει αυτό το πνεύμα τώρα και στον Μοναχισμό. Εκεί πάμε τώρα, το χαίρονται δηλαδή.