Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Η ΑΠΑΘΕΙΑ

 

 
«Η απάθεια δεν είναι το να μην αισθάνεσαι τα πάθη, αλλά το να μην δέχεσαι τα πάθη» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
Οι άνθρωποι, ιδιαίτερα στους καιρούς μας, συγχέουμε το νόημα των λέξεων «πάθος» και «πάθη». Το πάθος το θεωρούμε κάτι δυνατό, αφοσίωση σε πρόσωπο ή σκοπό μέχρι αυταπάρνησης. Τα δίνουμε όλα. Ως «πάθη» όμως θεωρούμε τα βάσανα, τις ταλαιπωρίες. Ελλείπει από το σημασιολογικό μας πεδίο η πνευματική θεώρηση τω παθών, ως καταστάσεων δηλαδή που λειτουργούν καταστροφικά για την ψυχή και την όλη ύπαρξη του ανθρώπου. Αυτό συμβαίνει διότι θα πρέπει να αντιπαραβάλουμε τα  πάθη με τις αρετές. Και η αρετή σήμερα είναι ξεκάθαρα μια ξεχασμένη έννοια ή, ενίοτε, έχει να κάνει με την προσωπική μας ανάδειξη και όχι με την προσφορά στο σύνολο, ούτε με την ψυχική μας πορεία. Για τους πολλούς, άλλωστε, η ψυχή περιορίζεται στην εγκεφαλική λειτουργία και πεθαίνει μαζί με το σώμα του ανθρώπου. Δεν είναι χαρακτηριστικό του τρόπου του προσώπου ως εικόνας Θεού, όπως η Θεολογία μάς υποδεικνύει, διότι τότε ο σύγχρονος άνθρωπος θα καλούνταν να δει τη ζωή του πιο πέρα από την επιβίωση, την αυτάρκεια, την ευτυχία στον παρόντα αιώνα. Θα έπρεπε να νικήσει το ήθος του μηδενισμού, που διαπνέει τη ζωή. Απελευθερωθήκαμε από τις δεσμεύσεις της πίστης στον Θεό. «Γιατί να επανέλθουμε;», αναρωτιούνται, συνειδητά ή ασυνείδητα, οι πολλοί.
Ο ασκητικός λόγος όμως μάς υποδεικνύει την μεγάλη αλήθεια. Δεν υπάρχει άνθρωπος απαθής, χωρίς πάθη. Τα πάθη είναι καταστάσεις που γεννιούνται από την προπατορική δίψα της ψυχής να αυτοθεωθεί, να διαχειριστεί τον κόσμο κατά τις επιθυμίες της και τις ιδέες της. Έτσι, το πάθος έχει να κάνει με τον αυτοδοξασμό του ανθρώπου, με την αίσθηση ότι «εγώ είμαι το κέντρο του κόσμου», όπως επίσης και με τη χρήση του άλλου στον σκοπό αυτό, προκειμένου να ευχαριστηθώ την κυριαρχία μου. Γι’ αυτό και θυμώνω. Κρατώ κακία. Ταλαιπωρώ, ακόμη κι αν ισχυρίζομαι ότι αγαπώ τον άλλο ή αν όντως προσπαθώ να το ζήσω. Λειτουργώ αυτοκαταστροφικά, τανύοντας τα όριά μου, διότι μπορώ κι άλλο, θέλω κι άλλο, δικαιούμαι κι άλλο. Σηκώνω και τη γροθιά μου στον ουρανό, καθώς δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να θεωρείται ετερόφωτος. Και δομώ τη ζωή μου με βάση τα πάθη μου. Συναναστρέφομαι με αυτούς που μπορούν να τα ανεχτούν ή είναι υποχρεωμένοι. Δεν επιλέγω να αγωνιστώ να τα αντιμετωπίσω ή να τα μεταμορφώσω σε δημιουργία για το καλό των πολλών. Τα θεωρώ ευχαρίστησή μου και δένομαι με αυτά. Γίνονται και «χούι» μου και πρώτα θα βγει η ψυχή μου και μετά αυτά.
Ο ασκητικός λόγος όμως μας δίνει και μία μεγάλη παρηγοριά. Ο άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό παλεύει να μην δέχεται τα πάθη. Να μην αφήνει τον εμπαθή λογισμό τους, ο οποίος ενσπείρεται αρχικά από τον διάβολο, τον εφευρέτη των παθών, να  κυριαρχήσει. Ακόμη κι αν νικιέται από τα πάθη, δεν τα αποδέχεται ότι είναι η φυσική του κατάσταση. Δεν τα δικαιολογεί. Δεν τα ταυτίζει με το «είναι» του, αλλά τα θεωρεί καταστάσεις που καλείται να αγωνιστεί να τις υποτάξει και να τις οδηγήσει στο αγαθό. Αυτός είναι ο τρόπος της Εκκλησίας. Κι εδώ έρχεται η παρουσία του Χριστού, που δεν μας αφήνει μόνους, αλλά μας δίνει άπλετα τη χάρη Του.