Σάββατο 30 Αυγούστου 2025

Θεωρία και πράξη

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Αν σε άλλη εποχή υπήρχε ανάγκη του λόγου, ώστε ο άνθρωπος να μάθει, η σημερινή εποχή φαίνεται να έχει ανάγκη σιωπής, ώστε ο άνθρωπος να αφουγκραστεί την «άλλη» γνώση, αυτή που έρχεται από τον εαυτό του, τον κόσμο, το Θεό.

Ο πληθωρισμός του λόγου άγγιξε και τον Εκκλησιαστικό λόγο, σε σημείο που δεν μιλά στις καρδιές. Είναι αυτό που άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ονομάζει «φαντασίωση». Λέει: «Όπως αν κάποιος φορέσει φτωχά ενδύματα και ονειρευτεί τον εαυτό του πλούσιο, και όταν ξυπνήσει ξαναβρεί τον εαυτό του φτωχό και γυμνό, έτσι και εκείνοι που μιλούν πνευματικά, αλλά δεν έχουν την ουσία των λόγων τους σε κάποια γεύση, δύναμη και πληροφορίας στον νου, βρίσκονται σε κάποια φαντασίωση».

Ξέρουμε πως τα «ξύλινα λόγια» δεν μπορούν να μιλήσουν. Οι θεωρίες, οι στοχασμοί, οι αναλύσεις για την πραγματικότητα, την ιστορία, τη ζωή όσο κι αν μοιάζουν ελκυστικές, κάποτε είναι «έπεα πτερέοντα», λόγια που τα παίρνει ο αέρας, χωρίς να αφήνουν ουσιαστικό αποτύπωμα.

Είναι κρίμα να μεταφέρεται ο λόγος του ζωντανού Θεού ως ανίκανος να ανταποκριθεί στις ουσιαστικές ανάγκες του ανθρώπου, ως ξένος προς τη ζωή και την καθημερινότητα.

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος θα πει ότι «αυτός που διδάσκει την αρετή μέσα από την εμπειρία του, είναι ως να μεταδίδει σ’ αυτόν που ακούει από τη δική του περιουσία», γι’ αυτό και μιλά στα πνευματικά του παιδιά «μετά παρρησίας».

Βέβαια, οι εντεταλμένοι από την Εκκλησία για να «ορθοτομούν τον λόγο της Αληθείας», δεν είναι δυνατόν να προβάλλουν τις αρετές τους ως διδασκαλία της Εκκλησίας. Είναι, όμως, σημαντικό να πιστεύουν αυτό που λένε και να αγωνίζονται να το εφαρμόσουν. Τότε, μιλούν από πείρα, έχοντας γνώση του κόπου που απαιτείται για την επίτευξή του.

Τελικά, φαίνεται πως μόνο όσα ακούμε ή διαβάζουμε βγαλμένα από την όποια εμπειρία, μιλά στις καρδιές και βεβαιώνεται η ουσία των λεγομένων. Όπως και το εφικτό της εφαρμογής τους.

Στη θεία Λειτουργία, πριν το Ευαγγέλιο, ο ιερέας, μπροστά στην αγία Τράπεζα, χαμηλόφωνα, λέει την ευχή για το Ευαγγέλιο. Μεταξύ των άλλων, ζητά από τον Θεό «να ανοίξει τα μάτια του νου μας για την κατανόηση των ευαγγελικών λόγων». Κι ακόμα, Του ζητά «να βάλει μέσα μας το δέος για τις ευαγγελικές εντολές, ώστε να κατανικήσουμε όλες οι σαρκικές επιθυμίες και να ακολουθήσουμε πνευματικό τρόπο ζωής, σκεπτόμενοι και κάμνοντας όλα όσα Τον ευχαριστούν».

Τα λόγια της προσευχής αυτής μας δείχνουν πως για να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τον Ευαγγελικό λόγο και τα κηρύγματα ή τα αναγνώσματα που τον αναλύουν, χρειάζεται η βοήθεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτή θα «ανοίξει τα μάτια του νου μας» και θα «βάλει μέσα μας το δέος». Χρειάζεται, λοιπόν, συνέργεια ανθρώπου και Θεού: έμπειρου ομιλητή ή συγγραφέα, πιστών με ανοικτή τη θύρα της καρδιάς τους και φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Και τότε βρίσκει πρόσφορο έδαφος και αναβλύζει η χαρά, η πληρότητα, η πρόγευση της αιώνιας ευτυχίας.