Το καρτοτηλέφωνο για πολλά χρόνια ήταν ένα κατώφλι δημοκρατίας: ο καθένας, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, κατοχής κινητού, οικονομικής κατάστασης, μπορούσε να σταθεί στην άκρη του δρόμου, να βάλει ένα κέρμα ή μια κάρτα, και να συνδεθεί με τον κόσμο.
Η απομάκρυνσή του σηματοδοτεί τη βίαιη ιδιωτικοποίηση της επικοινωνίας: η δυνατότητα του «καλέσματος» μετατρέπεται σε προνόμιο εκείνου που διαθέτει συμβόλαιο, συσκευή, δεδομένα, και άρα εντάσσεται ήδη στην αγορά.
Το καρτοτηλέφωνο ήταν ένα σημείο αντίστασης, γιατί μπορούσε να λειτουργήσει έξω από το καθεστώς της ολοκληρωτικής επιτήρησης: δεν σε ταυτοποιούσε αμέσως, δεν έγραφε τον αριθμό σου σε μια βάση δεδομένων, δεν συνέδεε τη φωνή σου με ένα προφίλ καταναλωτή. Στην εξαφάνιση αυτών των μικρών κυψελών δημόσιας επικοινωνίας βλέπουμε την καθολική επικράτηση του ψηφιακού βιοπολιτικού μηχανισμού: κανείς δεν μπορεί να μιλήσει χωρίς να έχει «πρόσωπο», χωρίς να έχει ήδη εγγραφεί στο σύστημα.
Εδώ διακυβεύεται κάτι πιο μεγάλο από την τεχνολογία: είναι η μετατροπή της ίδιας της φωνής σε εμπορεύσιμο δεδομένο. Το τηλεφώνημα δεν είναι πια μια φευγαλέα σχέση, αλλά μια συναλλαγή που καταγράφεται, τιμολογείται, παρακολουθείται. Το καρτοτηλέφωνο, ως ελάχιστο υπόλειμμα κοινής χρήσης, ήταν μια εστία «αχρησίας» για το κεφάλαιο, ένα ανάχωμα απρογραμμάτιστης επικοινωνίας. Η αποξήλωσή του είναι η επιβεβαίωση ότι ο δημόσιος χώρος δεν ανήκει πια στους πολίτες, αλλά στις υποδομές της αγοράς και του ελέγχου.
Το πολιτικό ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν «χρειάζονται ακόμα» τα καρτοτηλέφωνα. Είναι αν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε μορφή κοινής ζωής που να μη μεσολαβείται από την αγορά και το ψηφιακό μητρώο. Η εξαφάνισή τους σημαίνει ότι το τυχαίο, το ανώνυμο, το κοινόχρηστο, όλα όσα συγκροτούσαν μια δημοκρατία των μικρών πραγμάτων, παραδίδονται στη λογική της καθολικής ιδιοκτησίας. Δεν αφαιρείται απλώς ένα κουβούκλιο από τον δρόμο, αφαιρείται η δυνατότητα του πολίτη να καλέσει τον άλλο χωρίς να «ανήκει» κάπου.
Manos Lambrakis