Τη μνήμη των Αγίων Τροφίμου, Σαββατίου και Δορυμέδωντος τιμά σήμερα, 19
Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία μας. Και οι τρεις Άγιοι, μαρτύρησαν επί
βασιλέως Πρόβου και διοικητού Αντιοχείας Ηλιοδώρου (278 μ.Χ.). Όταν
λοιπόν ο Τρόφιμος με το Σαββάτιο βρέθηκαν στην Αντιόχεια και είδαν τα
πολυποίκιλα αμαρτωλά όργια που γίνονταν προς τιμήν του Απόλλωνα, δε
συγκρατήθηκαν και αποδοκίμασαν δημόσια την αμαρτωλή αυτή παραφροσύνη.
Βέβαια, γρήγορα συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο δικαστήριο. Θαρραλέα
δήλωσαν πως είναι χριστιανοί. Τότε ο ηγεμόνας Ηλιόδωρος διέταξε και τους
μαστίγωσαν ανελέητα. Τόσο, που οι σάρκες τους κόβονταν κομμάτια. Εκεί ο Σαββάτιος άφησε την τελευταία του πνοή. Ο δε Τρόφιμος οδηγήθηκε σε άλλο σκληρότερο ηγεμόνα, το Διονύσιο Περώννιο.
Αυτός, αφού τον έγδαρε με σιδερένια νύχια, μισοπεθαμένο τον έριξε στη
φυλακή. Εκεί τον επισκέφθηκε κάποιος, βουλευτής, ο Δορυμέδων, που είδε
το μαρτύριό του και στερεώθηκε στην πίστη του Χρίστου. Όταν το έμαθε
αυτό ο ηγεμόνας, βασάνισε σκληρά το Δορυμέδοντα. Έπειτα, έριξε και τους
δύο τροφή στα θηρία, μέσα στο αμφιθέατρο.
Αλλά η πεινασμένη αρκούδα και η αιμοβόρα λεοπάρδαλη στάθηκαν στα πόδια τους σαν ήμερα αρνιά.
Το ίδιο και το αγριεμένο λιοντάρι που ελευθέρωσαν αργότερα. Όταν λοιπόν
είδαν ότι δεν τους άγγιξαν τα θηρία, αμέσως οι δήμιοι τους
αποκεφάλισαν.
Απολυτίκιο: Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Την ακαθαίρετον, Τριάδος δύναμιν, ανθηφορήσαντες, Μάρτυρες ένδοξοι,
εναπετέματε στερρώς, την άκανθαν της απάτης, Τρόφιμε μακάριε, Εκκλησίας
εντρύφημα, Σαββάτιε πάνσοφε, Αθλητών εγκαλλώπισμα, και δόξα ευσεβών
Δορυμέδον όθεν υμάς ανευφημούμεν.
-Θέλετε να μάθετε πόσο αξίζει η ψυχή σας; Ρωτήστε το δαίμονα που αγωνίζεται κάθε μέρα να σας την κλέψει. -Ρωτήστε τον Χριστό που κατήλθε από τον ουρανό στη γη για να τη σώσει. Εμείς πόσο την εκτιμάμε όταν: Ο υπερήφανος την πουλάει για μια μάταια σκέψη. 'Ο φιλάργυρος για λίγο χρήμα. 'Ο ασελγής για μια στιγμή ηδονής. Ο μέθυσος για ένα ποτήρι κρασί. 'Ο βλάσφημος για ένα ξέσπασμα θυμού. Ο θυμώδης για ένα ξέσπασμα εκδίκησης.
Να πλουτίσουμε την ψυχή μας με προσευχή,μελέτη Αγίας Γραφής και τακτική Θεία κοινωνία... 'Είναι ανεκτίμητη η αξία της ψυχής. Ας το αναγνωρίσουμε και ας εργαστούμε να αποκτήσουμε μία άγια χριστιανική ψυχή.
Η πιο μεγάλη μάχη πάντοτε ήταν με τον ίδιο τον εαυτό μας. Με
τις κακές συνήθειες, όλες εκείνες που κουβαλούσαμε μαζί παντού από πολύ
παλιά. Και ας είναι γλυκές, ευχάριστες και θελκτικές, έστω κι ας ήταν
δύσκολο να παραδεχτούμε, πως ήταν πηγές για πολλά κακά.
Ελεύθεροι δεν θα γίνουμε ποτέ, αν σ’ αυτές τις συνήθειες, αν στα
πάθη, που αναγνωρίζει κανείς στον εαυτό του εν γυρίσει την πλάτη
επιδεικτικά.
Μια ιστορία αναφέρεται σε μια γυναίκα, που κάποτε έμενε με
άλλους τρεις, έφευγε μακριά. Ένα σπίτι που οι κακές συνήθειες και τα
πάθη που είχε , το οδήγησαν στα να καεί. Και λέει η ιστορία αυτή, πως η
γυναίκα αυτή έγινε στήλη άλατος. Δεν έκανε τίποτε κακό, παρά μόνο ήθελε
να ρίξει μια τελευταία ματιά…
Πάντοτε αναρωτιόμουνα, γιατί αυτή η αδικία; Γιατί ενώ ήταν σώα
τόσο κοντά και ασφαλής να φύγει. Γιατί να επιτραπεί να γίνει στάχτη…
Και θύμωνα για το άδικο πολύ…
Νομίζω όμως πως τώρα το κατάλαβα..
Πως δεν είχε πολεμήσει μέσα της τα πάθη και πως μέσα της δεν παραδέχτηκε το κακό που είχε κάνει στο σπίτι της.
Πως όσο μακριά κι αν πήγαινε το σπίτι με τα πάθη και τις κακές
συνήθειές της θα το είχε στην καρδιά της, και πως ποτέ ελεύθερη ξανά
απο τα πάθη δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ.
Τη μνήμη της Αγίας Αριάδνης τιμά σήμερα, 18 Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία
μας. Η Αγία Αριάδνη αν και δούλα, ήταν ανώτερη και λαμπρότερη από πολλές
κυρίες, δούλες των κοσμικών ματαιοτήτων και των γήινων μολυσμών.
Η Αγία Αριάδνη έζησε στα χρόνια των βασιλέων Αδριανού και Αντωνίνου
(117 – 139 μ.Χ.), και έγινε χριστιανή στη πόλη των Προμισέων (ή
Πρυμνησού) στο θέμα της Φρυγίας Σαλουταρίας. Όταν το πληροφορήθηκε ο
αφέντης της Τέρτυλος, ένας από τους ισχυρότερους πρόκριτους της πόλης,
την πίεζε να επανέλθει στην ειδωλολατρία.
Εκείνη όμως επέμενε στην χριστιανική ομολογία της, και στάθηκε
αδύνατο να την πείσουν να θυσιάσει στα είδωλα, κατά την ήμερα μάλιστα
που γιόρταζε τα γενέθλιά του ο γιος του κυρίου της. Τότε την έδειραν σκληρά και τη βασάνισαν για πολύ, αφού έγδαραν τις σάρκες της με σιδερένια νύχια.
Για να αποφύγει περισσότερες πιέσεις, εγκατέλειψε το σπίτι του κυρίου
της. Και ενώ την καταδίωκαν, έπεσε σε γκρεμό όπου και βρήκε τον θάνατο.
Άλλες Συναξαριστικές πηγές, αναφέρουν ότι η ίδια η μάρτυς, παρεκάλεσε
τον Θεό να ανοίξει μία πέτρα και να την δεχθή στην ρωγμή της. Εκεί μέσα η
Αριάδνη ευχαριστώντας τον Θεό παρέδωσε το πνεύμα της. Τους διώκτες της θανάτωσαν με δόρατα άγγελοι Κυρίου.
Απολυτίκιο: Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Τη του Χριστού κυβερνωμένη παλάμη, ουκ εδουλώθης την ψυχήν Αριάδνη, αλλά
ελευθέρα γνώμη ηνδραγάθησας, πάσαν γαρ επίνοιαν, του εχθρού καθελούσα,
στέφος χαριτόπλοκον, εκ Θεού εκομίσω, ον εκδυσώπει Μάρτυς εκτενώς,
ελεηθήναι, τους σε μακαρίζοντας.
«Ο
άνθρωπος πρέπει να φροντίζει να κάνει το καλό μέχρι να πεθάνει. Να
κάνει το καλό, το καλό, νόμο δεν έχει. Μα θα πεθάνεις αύριο;
Κάνε ένα καλό. Κάνε μια προσευχή. Λες ότι θα πεθάνεις αύριο, φύτευσε σήμερα δυο ελιές, κάνε κάτι να μείνει, κάνε το καλό.
Και ο Κύριος εδίδασκε μέχρι που σταυρώθηκε. Και εμείς μέχρι να υπάρχουμε, πρέπει να κάνουμε το καλό.
Σήμερα μπορούσες να κάνεις ένα καλό και δεν το έκανες. Γιατί;
Μπορούσες να μη το κάνεις και το έκανες, γιατί το έκανες; Είπες ένα ψέμα, ενώ μπορούσες να μη το πεις.
Εάν
λοιπόν γνωρίσεις τον εαυτό σου κατά βάθος, δεν μπορεί ποτέ ο διάβολος
να εισχωρήσει ούτε από κάποιο παραθυράκι, αν και αυτός μπαίνει από την
πόρτα, γιατί;
Επειδή ο Κύριος έχει ανοιχτές τις αγκάλες Του, ανοιχτές τις Πύλες του Παραδείσου και μας περιμένει, είναι εύκολο να σωθούμε.
Έχομε όμως αδυναμίες και στενοχωρούμεθα π.χ αν θα πεθάνει ο πατέρας μας, η μητέρα μας, το παιδί μας.
Αυτά θα γίνουν, γιατί πρέπει να γίνουν. Αν δεν πεθάνουμε πως θα σωθούμε;
Πως θα πάω στον Παράδεισο; Γι’ αυτό να μη στεναχωρούμεθα, αλλά να φροντίζουμε να κάνουμε το καλό.
Τη μνήμη της Αγίας Σοφίας και των θυγατέρων αυτής, Πίστης, Ελπίδας και
Αγάπης τιμά σήμερα, 17 Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία μας. Η Αγία Σοφία και οι
τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη μαρτύρησαν στα χρόνια του
αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.). Οι τρεις θυγατέρες της Αγίας
Σοφίας, πήραν τα ονόματα τους από το χωρίο της Καινής Διαθήκης: «νυνί δέ
μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τά τρία ταύτα, μείζων δέ τούτων η αγάπη.» (
Α’ Κορινθίους. 13:13).
Η Αγία Σοφία, τίμια και θεοσεβής γυναίκα, γρήγορα χήρεψε και με τις
τρεις κόρες της ήλθε στη Ρώμη. Εκεί καταγγέλθηκαν ως φημισμένες
χριστιανές. Τότε ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες
ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν.
Αφού απομόνωσαν τη μητέρα, άρχισαν να ανακρίνουν τις κόρες. Πρώτη
παρουσιάστηκε στο βασιλιά η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο
Ανδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί το Χριστό και θα της χορηγούσε τα πάντα, για να ζήσει ευτυχισμένη ζωή, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής.
Τα λόγια της Αγίας Γραφής αποτέλεσαν δυναμική απάντηση της Πίστης:
«εν πίστει ζώ τή τού υιού τού Θεού τού αγαπήσαντός με καί παραδόντος
εαυτόν υπέρ εμού» (Γαλ. 2: 20) δηλαδή «ζω εμπνεόμενη από την πίστη μου
στον Χριστό, που με αγάπησε και έδωσε τον εαυτό Του για τη σωτηρία μου».
Τότε, μετά από βασανιστήρια, την αποκεφάλισαν.
Επίσης με τα λόγια της Αγίας Γραφής απάντησε και η δεκάχρονη Ελπίδα,
όταν τη ρώτησαν αν αξίζει να υποβληθεί σε τέτοια βασανιστήρια:
«ηλπίκαμεν επί Θεώ ζώντι, ός εστι σωτήρ πάντων ανθρώπων, μάλιστα πιστών»
(Α΄ Τιμοθ. 4:10). Δηλαδή, «ναι, διότι έχουμε στηρίξει τις
ελπίδες μας στον ζωντανό Θεό, που είναι σωτήρ όλων των ανθρώπων, και
ιδιαίτερα των πιστών». Αμέσως τότε και αυτή αποκεφαλίστηκε.
Αλλά δεν υστέρησε σε απάντηση και η εννιάχρονη Αγάπη. Είπε ότι η
ύπαρξή της είναι στραμμένη «εις τήν αγάπην τού Θεού καί εις τήν υπομονήν
τού Χριστού» (Β’ Θεσσαλ. 3: 5). Βέβαια δεν άργησαν να αποκεφαλίσουν και
αυτή.
Περήφανη για τα παιδιά της η Σοφία, ενταφίασε με τιμές τις κόρες της
και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας το Θεό να
την πάρει κοντά του. Ο Θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.
Απολυτίκιο: Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ως ελαία κατάκαρπος ανεβλάστησας εν ταίς αυλαίς του Κυρίου, Σοφία μάρτυς
σεμνή, και προσήγαγες Χριστώ καρπόν ηδύτατον τους της νηδύος σου
βλαστούς, δι’ αγώνων ευαγών, Αγάπην τε και Ελπίδα συν τη θεόφρονι
Πίστει, μεθ’ ων δυσώπει υπέρ πάντων ημών.
Τη μνήμη της Αγίας Ευφημίας τιμά σήμερα, 16 Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία
μας. Η Αγία Ευφημία έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους του
αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα από οικογένεια θεοσεβή
και ευγενική. Οι γονείς της Ψιλόφρων και Θεοδωριανή φρόντισαν ώστε η
Θυγατέρα τους να αναπτύξει κάθε χριστιανική αρετή.
Η Ευφημία εξελίχθηκε σε άνθρωπο με σπάνια χαρίσματα και δυνατό
χριστιανικό φρόνημα, το οποίο επέδειξε όταν ο ειδωλολάτρης ανθύπατος της
Μικράς Ασίας Πρίσκος διέταξε να παρευρεθούν όλοι οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας σε γιορτή, την οποία οργάνωνε προς τιμή του θεού των ειδωλολατρών Άρη.
Τότε η Ευφημία αποφάσισε μαζί με άλλους χριστιανούς να απέχει από τη
γιορτή των ειδωλολατρών και για το λόγο αυτό συνελήφθη και φυλακίσθηκε.
Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της οι εχθροί του Χριστού προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν την Αγία να αρνηθεί την πίστη της και να ασπασθεί τα είδωλα.
Όταν συνειδητοποίησαν πως η Ευφημία δεν επρόκειτο να αλλάξει την
πίστη της με τους λόγους, τη βασάνισαν φριχτά. Όμως με τη Θεία Χάρη, η
Αγία δεν έπαθε τίποτα από τα βασανιστήρια. Τελικά οι δήμιοι, την έριξαν
σε άγρια θηρία και η Ευφημία βρήκε το θάνατο από μία αρκούδα.
Απολυτίκιο: Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Τω θείω έρωτι, Λαμπρώς αθλήσασα, εις oσμην έδραμες, Χριστού πανεύφημε,
οία νεάνις παγκαλής, και Μάρτυς πεποικιλμένη, όθεν εισελήλυθας, εiς
παστάδα ουράνιον, κόσμω διανέμουσα, ιαμάτων χαρίσματα, και σώζουσα τους
σοι εκβοώντας, χαίροις θεόφρον Ευφημία.
Έγχρωμες κιμωλίες δεν υπήρχαν ακόμα. Πάνω στην έδρα εκτός από
το τετράδιο με τις σημειώσεις του δασκάλου και τα σχετικά βιβλία, ήταν
ακουμπισμένη και η τσάντα του δασκάλου, όσοι διέθεταν ήταν αρχικά πάνινη
σαν βούργια, και αργότερα δερμάτινη παρόμοια με εκείνη του ταχυδρόμου.
Στην αίθουσα της τάξης, και όχι πάντα σε όλες, υπήρχε τότε το γνωστό
«βάθρο», το οποίο ήταν στη πραγματικότητα ένα ξύλινο κασόνι 2 x 2,
κατασκευασμένο με πλατιές σανίδες και μισό μέτρο ύψος. Φυσικά αν υπήρχε
η δυνατότητα να υπάρχει και αυτό! Η κατασκευή του βάθρου ήταν γερή,
γιατί έπρεπε αφενός να στηρίξει την έδρα με το δάσκαλο, αλλά παράλληλα
να έχει και αρκετό ύψος, για να βλέπουν άνετα το δάσκαλο από κάτω όλοι
οι μαθητές, ακόμα και εκείνοι στα τελευταία θρανία. Εκείνος φυσικά ήταν
καθισμένος σε μία απλή ξύλινη καρέκλα πίσω από την «έδρα», και από
εκεί παρέδιδε το μάθημά του.
Η δε έδρα κι αυτή ήταν ένα πολύ απλό ξύλινο τραπεζάκι με τέσσερα
πόδια, και ήταν ένα μέτρο επί 60 εκατοστά. Το τραπέζι – έδρα αυτό σε
πολλές περιπτώσεις είχε και ένα συρτάρι προς τη μεριά που καθόταν ο
δάσκαλος, με τα απαραίτητα αντικείμενα χρήσιμα του δασκάλου, τεφτέρια,
μολύβια, το απουσιολόγιο, η γόμα ( κόλλα) λαστιχίδες (σβήστρες),
εφεδρικές κιμωλίες κλπ
Ο κοντυλοφόρος η πένα και το μελανοδοχείο
Υπήρχε επίσης επάνω στην έδρα το «μελανοδοχείο» με
τον «κοντυλοφόρο» που στην άκρη του είχε τη μεταλλική «πέννα» σαν
ανταλλακτικό, το οποίο άλλαζε, όταν η πέννα στράβωνε. Αυτήν είχαν και οι
μαθητές των μεγαλυτέρων τάξεων. Ο κοντυλοφόρος αρχικά ήταν ξύλινος,
και αργότερα πλαστικός ή μεταλλικός. Παλιά μέχρι το ’62 περίπου, στα
περισσότερα σχολεία της επαρχίας δεν υπήρχαν τα στυλό με την μπίλια στη
μύτη. Στις μεγάλες πόλεις ίσως υπήρχαν από το ’60 και μετά. Το
μελανοδοχείο περιείχε το μαύρο μελάνι , ήταν γυάλινο και τετράγωνο ή
μακρόστενο, και το καπάκι του επίσης ήταν γυάλινο.
Τα παιδιά που είχαν μελανοδοχείο με την πέννα, σε κάθε γράμμα τη
βουτούσαν στο μελάνι, την τίναζαν λίγο στο πλάι και έγραφαν. Ήταν
επίπονη εργασία, ειδικά στα μικρότερα παιδιά μέχρι να συνηθίσουν.
Συνήθως τα παιδιά το μελανοδοχείο το έβαζαν σε ειδικό τσαντάκι και το
κρέμαγαν στη πλάτη. Πέννες τότε υπήρχαν διαφόρων ειδών. Εκείνες που
έγραφαν χονδρά γράμματα, που λεγόταν και «χήνες», επειδή η μύτη τους κι
αυτή ήταν πλατειά σαν τη μύτη της χήνας. Υπήρχαν και οι λεπτές πέννες
που έγραφαν ψιλά γράμματα, και μια τέτοια πέννα
λεγόταν «λεπτομυτάς». Υπήρχε επίσης η «πέννα του Χί», που είχε ένα Χ
στη ράχη της, και «πέννα του πετεινού» που η μύτη της έμοιαζε με τη μύτη
του πετεινού». Και αυτές είχαν να κάμουν με χονδρά ή ψιλά γράμματα.
Πρότυπο του ανθρώπου, αιώνιο και αμετάβλητο, αποτελεί ο Θεός.
Όταν ο Χριστός μας παρακινεί σε κάτι, το κάνει για να μας φέρει πιο
κοντά στο «καθ’ ομοίωσιν».
Κυρίως και κατά εξαίρετο τρόπο ο Θεός προβάλλεται ως η τέλεια εικόνα
της αγάπης, προς την οποία καλείται να συμμορφώσει εαυτόν και ο
άνθρωπος. «Έσεσθε υιοί του Υψίστου, (δι)ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους
αχαρίστους και πονηρούς» (Κυριακή Β΄ Λουκά).
Ο Χριστός μιλάει για μια αγάπη που δεν είναι επιλεκτική, όπως συνήθως
συμβαίνει σε μας. Εμείς αγαπάμε τους φίλους και μισούμε τους εχθρούς
μας.
Στην καλύτερη περίπτωση, λέμε συνήθως ότι δεν μισούμε, αλλά αγνοούμε όσους δεν μας αρέσουν.
Και μάλιστα αυτό το τελευταίο, η υπεροπτική μας αδιαφορία γι’ αυτούς,
θεωρείται και πνευματική κατάσταση, αφού έχουμε την «ανωτερότητα» να
μην προβαίνουμε απέναντί τους σε εχθρικές ενέργειες, αντίστοιχες προς
τις τυχόν δικές τους προς εμάς.
Το να μην ανταποδίδουμε όμως το κακό είναι μια λειψή, μια παθητική
αρετή. Το μισό από αυτό που μας ζητάει ο Χριστός. Το άλλο μισό είναι να
αγαπήσουμε τον εχθρό μας και μάλιστα να δείξουμε έμπρακτα την αγάπη μας,
να του κάνουμε καλό.
Η αγάπη είναι μια ενεργητική κατάσταση, η ουσιαστική ολοκλήρωση της εντολής του Θεού.
Πρότυπο για μας ο Θεός είναι κυρίως στο σημείο αυτό, γιατί είναι
χρηστός απέναντι στους εχθρούς του. Μπορεί να εχθρεύονται πολλοί τον
Θεό, αλλά ο Θεός δεν βλέπει πουθενά εχθρούς. Ευεργετεί και ωφελεί
πονηρούς και αγαθούς.
Η φιλανθρωπία του αγκαλιάζει αδιακρίτως τους πάντες. Με την απλόχερη
προσφορά του «τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος». Είναι γεμάτος
χρηστότητα, δηλαδή καλοσύνη, αγάπη, αγαθότητα για όλους.
Καμμιά κακία για κανένα πλάσμα του δεν βρίσκει έδαφος μέσα
του. Η αγάπη του εκχέεται σε όλα τα έργα του. «Χρηστός Κύριος τοις
σύμπασι και οι οικτιρμοί αυτού επί πάντα τα έργα αυτού» (Ψαλμ. 103, 28.
144, 9).
Μας θέλει όλους κοντά του. Το αν θα απωλεσθούν διαπαντός κάποια από
τα πλάσματά του, θα οφείλεται σε δική τους ελεύθερη και αμετάκλητη
επιλογή. Όχι σε κάποια κακία ή τιμωρία του Θεού.
Κατά το πρότυπο λοιπόν αυτό του ουράνιου Πατέρα μας οφείλουμε να
γινόμαστε κι εμείς χρηστοί. Γεμάτοι αγαθότητα και αγάπη, χρήσιμοι για
όλους, ιδιαίτερα για τους εχθρούς μας. Να μεταφέρουμε στους ανθρώπους
τον τρόπο του Θεού.
Την εικόνα της παράξενης και ανεξήγητης αυτής αγάπης, που εκτείνεται
χωρίς διάκριση σε φίλους και εχθρούς, χωρίς να ζητάει ανταπόδοση.
Να γίνουμε ονήσιμοι, ευεργετικοί δηλαδή και ωφέλιμοι. Σκεύη
εκλογής, όπως ο Παύλος, γεμάτοι με τη χάρη της αγάπης του Θεού,
εύχρηστοι στο έργο της σωτηρίας όλων. Χωρίς την αγάπη αυτή καταντούμε
άχρηστοι για τον Χριστό, όσες άλλες αρετές και αν έχουμε.
Ο Φιλήμων, μαθητής του Παύλου, είχε δούλο τον Ονήσιμο. Αυτός, παρά το
όνομά του, κατάντησε ένας άχρηστος δούλος. Έκλεψε από τον κύριό του
χρήματα και εξαφανίστηκε.
Όμως η ανεξιχνίαστη βουλή του Θεού τον έφερε στη Ρώμη, στα πόδια του
φυλακισμένου Παύλου. Κοντά του ο Ονήσιμος ανέκτησε την αξία του ονόματός
του. Έγινε Χριστιανός. Κατανόησε τη σημασία της αγάπης του Θεού.
Μετανόησε και επέστρεψε στο αφεντικό του.
Ο Παύλος έγραψε στον Φιλήμονα: «Δέξου αυτόν που κάποτε σου ήταν
άχρηστος, αλλά τώρα έγινε εύχρηστος και σε σένα και σε μένα… Που από
δούλος έγινε αδελφός αγαπητός» (Φιλήμ. 11. 16).
Μας γοητεύει καθόλου εμάς αυτή η αλλαγή; Από άχρηστοι να γινόμαστε χρηστοί;
Τη μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Νικήτα του Γότθου
τιμά σήμερα, 15 Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία μας. Ο Άγιος Νικήτας κατάγοταν
από το έθνος των Γότθων, που είχαν εγκατασταθεί πέραν του Ίστρου ποταμού
(Ίστρος, κατά τον Γεωγράφο Mελέτιο, καλείται ο ποταμός Δούναβις από το
σημείο που ενώνετε με τον ποταμό Σαύο μέχρι την Μαύρη Θάλασσα ή κατ’
άλλους από την Aξιούπολη και κάτω, μέχρι τις εκβολές του.), στα χρόνια
του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Από παιδί ο Νικήτας διδάχθηκε την αγία πίστη από το Γότθο επίσκοπο
Θεόφιλο, ο όποιος συχνά υπενθύμιζε στο Νικήτα τα λόγια του Απ. Παύλου:
«ένε εν οις έμαθες… από βρέφους τα ιερά γράμματα οίδας, τα δυνάμενα σε
σοφίσαι εις σωτηρίαν διά πίστεως της εν Χριστώ Ιησού» (Β’ πρός Τιμόθεον, γ’ 14-15).
Δηλαδή, μένε ακλόνητος σ’ εκείνα που έμαθες. Από μικρό παιδί
γνωρίζεις τις Άγιες Γραφές, που μπορούν να σου μεταδώσουν την αληθινή
σοφία, που οδηγεί στη σωτηρία δια μέσου της πίστεως στον Ιησού Χριστό.
Και έτσι έγινε.
Όταν ο ηγεμόνας Αθανάριχος συνέλαβε το Νικήτα και τον απείλησε για να αρνηθεί το Χριστό, αυτός έμεινε αμετακίνητος σ’ αυτά που έμαθε από παιδί. Ομολόγησε με θάρρος το Χριστό μπροστά στον ηγεμόνα, ο όποιος όταν τον άκουσε εξαγριώθηκε πολύ.
Διέταξε αμέσως και του έσπασαν τα κόκαλα με τον πιο φρικτό τρόπο.
Άλλα το μίσος των Βαρβάρων ήταν τόσο, ώστε μετά τον έριξαν στη φωτιά,
όπου βρήκε το θάνατο. Η φωτιά, όμως, με τη θεία θέληση σεβάστηκε το
λείψανο του. Το πήρε κάποιος ευσεβής χριστιανός και το διαφύλαξε σε
θήκη.
Απολυτίκιο: Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκην έστησας, κατά της πλάνης, νίκης είληφας, άφθαρτον γέρας, επαξίως
Νικήτα φερώνυμε, συ γαρ νικήσας εχθρών την παράταξιν, διά πυρός τον
αγώνα ετέλεσας. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν
το μέγα έλεος.
«Μή
τήν πικρίαν την τοῦ ξύλου ἐάσας ἀναιρέσιμον Κύριε, διά Σταυροῦ τελείως ἐξἠλειψας.
Ὅθεν και ξύλον ἔλυσε ποτέ, πικρίαν ὑδάτων Μεῤῥᾶς, προτυποῦν τοῦ Σταυροῦ την ἐνέργειαν.
Ἥν πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν μεγαλύνουσιν» (Τροπάριο από την Θ’ Ωδή του Κανόνος του
Όρθρου της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου
Σταυρού)
«Την
πικρή γεύση του απαγορευμένου καρπού δεν επέτρεψες, Κύριε, να γίνει θανατηφόρα
για τον άνθρωπο, αλλά με τον Σταυρό Σου τελείως την εξάλειψες. Γι’αυτό και
κάποτε ένα ξύλο διέλυσε την πίκρα του νερού της Μερράς, προτυπώνοντας τη δύναμη
του ξύλου του Σταυρού. Αυτή τη δύναμη όλες οι ουράνιες Δυνάμεις δοξολογούν»
(μετάφραση Ανθούσης Μοναχής)
Τρία ξύλα θυμόμαστε στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου
Σταυρού. Το πρώτο ξύλο είναι το ξύλο του δέντρου του Παραδείσου, αυτού της γνώσης
του καλού και του πονηρού, από το οποίο ο άνθρωπος τρώγοντας αρνήθηκε τη σχέση
του με τον Θεό, ώστε να πορεύεται προς την ομοίωση, τη θέωση, μαζί με τον Θεό, και διάλεξε την αυτοθέωση, τον
πνευματικό θάνατο του «εγώ είμαι θεός», με ό,τι αυτό συνεπάγεται: μία πρόοδο
που νικιέται από τον θάνατο, μία πρόοδο που είναι δεμένη με τον θάνατο. Το
δεύτερο ξύλο είναι αυτό που έριξε ο Μωυσής στον τόπο της Μερράς, εκεί όπου το
νερό ήταν πικρό και ο λαός διψασμένος. Ένα κομμάτι ξύλο ήταν αρκετό για να
μεταβάλει το πικρό σε γλυκύ, καθότι ο Μωυσής πίστεψε στον λόγο του Θεού. Το
τρίτο ξύλο είναι αυτό του Σταυρού, εκεί όπου ο Χριστός έδειξε υπακοή στον Θεό
μέχρι θανάτου, εκεί όπου ο πονηρός νικήθηκε οριστικά, διότι δεν μπορεί να συκοφαντήσει
τον Θεό ότι εγκατέλειψε τον άνθρωπο μόνο του στον θάνατο, εκεί όπου οι αμαρτίες
μας νικήθηκαν και νικιούνται διά της αγάπης και της ανάστασης.
Τα τρία ξύλα ας τα θυμόμαστε στη ζωή μας. Το πρώτο, διότι
ζούμε συνέχεια τον πειρασμό της αυτοθέωσης, όχι μόνο μέσα από τα επιτεύγματά μας,
αλλά μέσα από την επιθυμία μας εμείς να είμαστε το κριτήριο και το κέντρο για
κάθε απόφαση, για κάθε σχέση, για κάθε περίσταση. Το δεύτερο, διότι λίγη πίστη
αρκεί για να μεταβάλει την πικρίλα της ζωής, της αμαρτίας, της δοκιμασίας σε
ξεδίψασμα από τη βεβαιότητα ότι ο Θεός αγαπά και δεν ξεχνά. Το τρίτο, επειδή στους
δικούς μας σταυρούς δεν είμαστε μόνοι. Στα δικά μας πάθη και λάθη υπάρχει η
άφεση. Επειδή τελικά η μοναξιά του όποιου θανάτου δεν είναι πραγματικότητα,
καθώς όποιος ακούει τον Θεό και τον ζει στη σχέση με τον Χριστό της Εκκλησίας
κι αν πεθάνει, θα ζήσει!
Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταύρου:
Η εορτή της Παγκόσμιας Ύψωσης καθιερώθηκε ίσως από τον ίδιο τον Μέγα
Κωνσταντίνο, κατά προτροπή προφανώς της μητέρας του Αγίας Ελένης, αμέσως
μετά την εύρεση του Τιμίου Ξύλου στα Ιεροσόλυμα, γύρω στο 330.
Η τιμή προς τον Τίμιο Σταυρό ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους.
Στις 14 Σεπτεμβρίου σύμπασα η Ορθοδοξία τιμά τον Σταυρό του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως το «καύχημά» Της και η «δόξα»
Της. Η εορτή της Παγκόσμιας Ύψωσης καθιερώθηκε ίσως από τον ίδιο τον
Μέγα Κωνσταντίνο, κατά προτροπή προφανώς της μητέρας του αγίας Ελένης,
αμέσως μετά την εύρεση του Τιμίου Ξύλου στα Ιεροσόλυμα, γύρω στο 330.
Η τιμή προς τον Τίμιο Σταυρό ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Οι
επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι γεμάτες από χωρία στα οποία
εξαίρεται ο ρόλος του Σταυρού για τη σωτηρία του κόσμου.
Το γεγονός ότι οι κατακόμβες είναι γεμάτες από χαραγμένους σταυρούς
αποδεικνύει ότι οι διωκόμενοι χριστιανοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους
τύπους του αδίκως παθόντος Κυρίου Ιησού Χριστού. Το ιερό αυτό σύμβολο
τους εμψύχωνε και τους έδινε τη δύναμη του μαρτυρίου.
Η θαυματοποιός δύναμη του Σταυρού
Η δύναμη του Τιμίου Σταυρού φάνηκε στο θαυμαστό όραμα του Μεγάλου
Κωνσταντίνου, στα 312, ενώ βάδιζε εναντίον του Μαξεντίου κοντά στη Ρώμη.
Οι ιστορικοί της εποχής αναφέρουν ότι ο αυτοκράτορας είδε στον ουρανό,
ημέρα μεσημέρι, το σημείο του σταυρού, σχηματισμένο με αστέρια, και την
επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», επίσης σχηματισμένη με αστέρια.
Ήταν η 28η Οκτωβρίου 312. Από εκείνη την ώρα έδωσε διαταγή το σημείο
αυτό να γίνει το σύμβολο του στρατού του. Ο εχθρός κατατροπώθηκε και ο
Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτωρ του απέραντου κράτους. Δεν είχε καμιά
αμφιβολία ότι η δύναμη του Σταυρού του είχε χαρίσει αυτή την περήφανη
νίκη, γι’ αυτό προσέγγισε τον χριστιανισμό.
Η εύρεση του Τιμίου Σταυρού
Το 326 αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους η ευσεβής χριστιανή μητέρα
του αγία Ελένη, όπου άρχισε το κτίσιμο λαμπρών ναών. Επίκεντρο ήταν ο
Πανάγιος Τάφος του Κυρίου.
Στο σημείο εκείνο ο αυτοκράτορας Αδριανός είχε κτίσει το 135, κατά τη
δεύτερη καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ναό της Αφροδίτης. Η αγία Ελένη
επιδόθηκε σε προσπάθειες για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού. Ύστερα από
επίπονες ανασκαφές τελικά βρέθηκαν τρεις σταυροί, του Κυρίου και των
δύο ληστών.
Η πιστή βασιλομήτωρ, με δάκρυα στα μάτια παρέδωσε τον Τίμιο Σταυρό
στον Πατριάρχη Μακάριο, ο οποίος στις 14 Σεπτεμβρίου του έτους 335 τον
ύψωσε στον Γολγοθά και τον τοποθέτησε στον ναό της Αναστάσεως, τον οποίο
είχε ανεγείρει η αγία πάνω από τον Πανάγιο Τάφο και ο οποίος σώζεται ως
σήμερα.
Η επανάκτηση του Τιμίου Σταυρού
Την αγία αυτή ημέρα εορτάζουμε και την δεύτερη ύψωση. Στα 613 οι
Πέρσες κυρίεψαν την Παλαιστίνη, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα ιερά
προσκυνήματα και πήραν ως λάφυρο τον Τίμιο Σταυρό και τον μετέφεραν στη
χώρα τους.
Λόγω των θαυμάτων που επιτελούνταν χάρη στον Τίμιο Σταυρό οι Πέρσες
τον θεώρησαν μαγικό και γι’ αυτό τον φύλασσαν και τον προσκυνούσαν,
χωρίς να γνωρίζουν την πραγματική του φύση και ιδιότητα!
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος μετά την νίκη του εναντίον των Περσών
παρέλαβε τον Τίμιο Σταυρό και τον μετέφερε στην Ιερουσαλήμ. Ο Πατριάρχης
Ζαχαρίας τον ύψωσε εκ νέου στο ναό της Αναστάσεως. Ήταν 14 Σεπτεμβρίου
του 626.
Η εκκλησία των Ιεροσολύμων θεώρησε ότι ο Σταυρός του Χριστού ανήκει
σε όλη την χριστιανοσύνη και γι’ αυτό αποφάσισε να τεμαχίσει το Τίμιο
Ξύλο και να το διανείμει σε όλη την Εκκλησία.
Έτσι διασώθηκαν μέχρι σήμερα πολλά τεμάχια, τα οποία φυλάσσονται ως τα πολυτιμότερα κειμήλια.
Στην λειτουργική πράξη της Εκκλησίας μας είναι και η λιτανεία του
Τιμίου Σταυρού. Την Μεγάλη Πέμπτη τον περιφέρει ως γεγονός που
συμβαίνει εκείνη την ώρα και στον συγκεκριμένο τόπο, γι’ αυτό και
ακούμε «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Σε άλλες δε ημέρες λιτανεύει η
Εκκλησία μας τον Τίμιο Σταυρό με αφορμή συγκεκριμένα γεγονότα
ιστορικά. Δεν είναι ενέργειες που αποσκοπούν να προκαλέσουν
συγκινήσεις, αλλά στιγμές που θέλουν να ξυπνήσουν ναρκωμένες
συνειδήσεις, με τελικό σκοπό να απαγκιστρωθούν από την πεζότητα της
καθημερινότητας και εκείνη πλέον να ντύσει τα προβλήματά της με
προσδοκία για την λύση τους. Η αναμονή, όπως το τραύμα γίνει θαύμα,
έχει το πρότυπό της στο πρόσωπο του Ιησού και στον ανήφορό Του προς
τον Γολγοθά. Το μνημείο στην συνέχεια θα είναι ο ενδιάμεσος σταθμός,
προς την Ανάστασή Του.
Στην αρχή, σχεδόν, της εκκλησιαστικής χρονιάς μας θυμίζει η
Εκκλησία την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού στον άμβωνα, από τον Πατριάρχη
Ιεροσολύμων Μακάριο. Τον είχε βρει θαυματουργικά η Αγία Ελένη και
ήθελαν να Τον ασπασθούν, ή τουλάχιστον να Τον δουν αμέτρητο πλήθος
χριστιανών. Θα τον δούμε και στην αυριανή κυριακάτικη ευχαριστική
Σύναξη.
Δεν προτάσσει η Εκκλησία τον Τίμιο Σταυρό ως απόδειξη ηρωισμού
που έρχεται από το παρελθόν ναρκισσευόμενη και προκειμένου να
αποδείξει τις ισχυρές ρίζες Της. Τον περιφέρει μέσα στον Ναό ως
σύμβολο θυσίας μοναδικής και αφορμή για σοβαρό προβληματισμό πώς θα
αντιμετωπίσουμε τους δικούς μας ποικίλους γολγοθάδες. Αν δούμε την
εκούσια πορεία του Κυρίου προς το Πάθος και την παραλληλίσουμε – ή
ακόμα και να την ταυτίσουμε – με την όποια δική μας πορεία, τότε θα
έχουμε και ανάλογα αποτελέσματα.
Την θυσιαστική πράξη του Θεανθρώπου Χριστού, δεν μπορούμε να την
δούμε ως απλή διήγηση, γιατί τότε δεν έχει νόημα. Αμέτρητες φορές
τα κράσπεδα του Γολγοθά φιλοξένησαν χριστιανούς με επιπόλαιο
συναισθηματισμό. Άνθρωποι που στην υπόλοιπη ζωή τους κρύβουν Πιλάτους
και Ιούδες, που οι συγκυρίες και ο εξωτερικός καθωσπρεπισμός τους
κάνουν να φέρονται ως συμπάσχοντες των όσων συμβαίνουν εκεί, δεν θα
έπαιρναν ποτέ την θέση Του. Είναι και παραμένουν θεατές ενός
σκηνικού ξένου με την ουσιαστική ιδεολογία τους και πρακτική της ζωής
τους.
Ο Γολγοθάς δεν υπάρχει για να βοηθά τους ρομαντικούς να
δακρύσουν ή τους ρωμαλέους της ζωής να βρουν τον καθρέπτη τους.
Στέκει στην Αγία Γη και κάνει ιερό τον τόπο, όπου στήνεται ο Σταυρός,
ως αφορμή για να αφουγκρασθούμε τα μηνύματα που εκπέμπει και να τα
αξιοποιήσουμε ζώντας ο καθένας τον δικό του Γολγοθά. Λιτανεύοντας τον
Τίμιο Σταυρό η Εκκλησία θέλει να καταλάβουμε ότι δεν είναι όπλο
τιμωρίας κακούργων, αλλά ορόσημο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, θανάτου
και ζωής, απαξίωσης και δικαίωσης.
Ο τρόπος και ο τόπος τιμωρίας του Χριστού με τους άλλους δύο
συγκατάδικους του είναι ίδιοι. Ο πόνος όμως για τον Χριστό είναι
μεγαλύτερος. Οι ληστές δίκαια τιμωρούνται για όσα έπραξαν στην ζωή
τους, Εκείνος ήταν αναμάρτητος και ο πόνος γίνεται αφόρητος. Επιπλέον
περισσότερο τον πονά πιο πολύ και από το ακάνθινο στεφάνι, η
προδοσία και η εγκατάλειψη.
Από το «Γλυκύτατος Ναζωραίος» ας πάμε επιτέλους στο Σταυρωμένος και
Αναστημένος Θεός. Εκείνος που θυσιάζεται για τους άλλους, που είναι
«ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου» και που ποτέ δεν
μειώνεται, παραμένει ο ποιητής, ο εμπνευστής και συντηρητής της
ιστορίας, προσωπικής ή πανανθρώπινης, της Εκκλησίας ολόκληρης.
Με μόνο το συναίσθημα και την συμπόνια δεν διορθωνόμαστε, δεν
αλλάζουμε. Δεν ακούμε τους κτύπους της καρδιάς Του ως
αφυπνιστικούς της νάρκωσής μας και της ραστώνης μας. Κανένας
Σταυρός, όπου και να υπάρχει, δεν μπορεί να μην αναμένει την
Ανάσταση. Όταν αυτή η προσδοκία περνά από την Εκκλησία, την
διδασκαλία Της και την Θεία Λατρεία Της, τότε γίνεται βεβαιότητα και
βίωμα.
Τη μνήμη του Αγίου Κορνηλίου του Εκατοντάρχου τιμά σήμερα, 13
Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία μας. Για τον Άγιο Κορνήλιο αναφέρουν οι Πράξεις
των Αποστόλων (Ι, 1-13). Ήταν θεοσεβούμενος Ρωμαίος Εκατόνταρχος.
Άγγελος Κυρίου του υπέδειξε να συναντήσει τον Απόστολο Πέτρο. Ο
Κορνήλιος μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό και δίδαξε την διδασκαλία του
Χριστού στην Φοινίκη, την Κύπρο, την Αντιόχεια και την Έφεσο.
Εξελέγη Επίσκοπος Σκήψης της Μυσίας. Ο ιεραποστολικός του ζήλος απέφερε
πλούσιους καρπούς και πολλοί ήσαν οι ειδωλολάτρες που πίστεψαν στο
Ευαγγέλιο. Κάποιοι κατήγγειλαν τον Κορνήλιο στον Έπαρχο Δημήτριο, ο
οποίος τον συνέλαβε και τον οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό ενώπιον πλήθους, προκειμένου να θυσιάσει στα είδωλα.
Ο Κορνήλιος όχι μόνο έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του αλλά κατάφερε
με την ομολογία του να κάνει να πιστέψουν στη διδασκαλία του Ευαγγελίου
η σύζυγος και ο υιός του Επάρχου.
Είπε μάλιστα στο Δημήτριο ότι η οικογένειά του δεν θα πάθει κανένα κακό. Ο
Έπαρχος κατάλαβε λίγο αργότερα το νόημα των λόγων αυτών, όταν έγινε
μεγάλος σεισμός που ισοπέδωσε το ναό και η σύζυγος με τον υιό του βγήκαν
ανέπαφοι από τα ερείπια.
Απολυτίκιο: Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Δικαιοσύνης διαπρέπων τοις έργοις, τον φωτισμόν της ευσεβείας εδέξω και
αποστόλων σύμπονος εδείχθης αληθώς, τούτοις κοινωνήσας γαρ, δι’ ενθέων
καμάτων του Χριστού την σάρκωσιν ανέκραξας πάσι, μεθ’ ων δυσώπει
σώζεσθαι ημάς τους σε τιμώντας, παμμάκαρ Κορνήλιε.
Τη μνήμη του Αγίου Αυτονόμου
τιμά σήμερα, 12 Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία μας. Ο Άγιος Αυτόνομος, ήταν
επίσκοπος στην Ιταλία όπου αναγκάστηκε να φύγει, διότι τον κατηγόρησαν
ότι προσείλκυε πολλούς ειδωλολάτρες στον χριστιανισμό.
Έφτασε λοιπόν στους Σωρεούς της Βιθυνίας, φιλοξενούμενος από έναν
ευσεβή χριστιανό, τον Κορνήλιο, τον όποιο αφού του δίδαξε τις
χριστιανικές του γνώσεις, τον χειροτόνησε σε διάκονο. Συγχρόνως έχτισε
ναό προς τιμήν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Έπειτα, πήγε στη Λυκαονία και Ίσαυρία, όπου κήρυξε τον Θείο Λόγο, και όταν επέστρεψε στους Σωρεούς, χειροτόνησε τον Κορνήλιο Ιερέα.
Όταν ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός άρχισε να ασκεί πιέσεις στους
χριστιανούς της Βιθυνίας, ο Άγιος Αυτόνομος έφυγε και πήγε να κηρύξει το
Θείο Λόγο στις πόλεις του Ευξείνου Πόντου.
Κατόπιν, αφού περιόδευσε σε πολλές πόλεις της Μ. Ασίας κηρύττοντας
την Αλήθεια του Ευαγγελίου, πήγε σε μια πόλη δίπλα στους Σωρεούς, τις
Λίμνες. Εκεί οι ειδωλολάτρες πίεζαν τους χριστιανούς να θυσιάσουν στα είδωλα.
Αυτοί, όμως, αντίθετα, τα συνέτριψαν. Οι ειδωλολάτρες, τότε, για να
εκδικηθούν, την ώρα της Θείας Λειτουργίας εισέβαλαν στο ναό και σκότωσαν
τον Άγιο Αυτόνομο, διότι τον θεωρούσαν υπεύθυνο.
Έτσι, μαρτυρικά ο Άγιος Αυτόνομος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Απολυτίκιο: Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Εκ Δυσμών ανατείλας ως αστήρ ουρανόφωτος, και προς την Εώαν εκλάμψας,
ταίς ακτίσι των τρόπων σου, τον Ήλιον της δόξης Ιησούν, εδόξασας αθλήσει
σου στερρή, διά τούτο εδοξάσθης θεουργικώς, Αυτόνομε Πατήρ ημών. Δόξα
τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά
σου, πάσιν Ιάματα.
Ένας
χριστιανός βασανιζόταν συχνά από διάφορες μελλοντικές υποθέσεις.
Ανησυχία του, το τι θα γίνει αύριο, τι θα γίνει μεθαύριο, τι μας
περιμένει την επομένη εβδομάδα.
Όλη αυτή η φροντίδα έπνιγε την ψυχή του, πράγμα που τον έκανε πολύ δυστυχή.
Μια νύχτα, ο άνθρωπος αυτός είδε ένα όνειρο. Περπατούσε σ’ ένα μακρινό δρόμο φορτωμένος με ένα σακί στην πλάτη.
Το φορτίο του ήταν βαρύ και κάπου στάθηκε να ξαποστάσει.
Μα όταν θέλησε να σηκωθεί για να συνεχίσει το ταξίδι του, αντιλήφθηκε πως ήταν αδύνατο να σηκώσει το σακίδιό του.
Άνοιξε τότε να δει τι έχει μέσα. Και τι βλέπει. Μικρά-μικρά δέματα!
Το ένα έγραφε απ’ έξω: «αυτό για αύριο».
Ένα άλλο έγραφε: «αυτό για μεθαύριο».
Το τρίτο έγραφε: «αυτό για σήμερα». Αυτό ήταν ανάλαφρο. Το σήκωσε με χαρά και συνεχίζοντας το ταξίδι του ξύπνησε.
Το όνειρο αυτό εκφράζει μια τραγική πραγματικότητα.
Η μέριμνα για το αύριο, για το μεθαύριο, για το μετά από μια εβδομάδα,
για το μετά από ένα μήνα και ένα χρόνο, γεμίζει τις ψυχές μας με άγχος
και ανησυχίες, που μας αφαιρούν την γαλήνη και μας κάνουν το βάρος της
ζωής δυσβάστακτο.
Για να μας απαλλάξει ο Κύριός μας απ’ αυτές τις εναγώνιες στιγμές είπε εκείνα τα αθάνατα λόγια: