Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012
Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012
Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012
ΕΝΑ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΙΧΑΗΛ
Πριν έναν περίπου χρόνο, επισκεφτήκαμε, στην Παιδιατρική Κλινική του Τζάννειου Νοσοκομείου Πειραιά, την κόρη του κουμπάρου μας, η οποία είχε χτυπήσει το πόδι της και νοσηλευόταν. Εκεί είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρόνων, το οποίο χρωστούσε τη ζωή του στον ίδιο τον Ταξιάρχη. Πραγματικά ήταν απίστευτο το γεγονός που έζησαν οι γονείς τού μικρού κοριτσιού, οι οποίοι ευλαβούταν πολύ τον Ταξιάρχη. Σας γράφω, λοιπόν, το περιστατικό, όπως ακριβώς το άκουσα:
Η κοπέλα (μητέρα του κοριτσιού) όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, εισήχθη στο μαιευτήριο και ως συνήθως, έξω από το χειρουργείο ήταν ο μέλλων πατέρας με όλους τους κοντινούς συγγενείς, περιμένοντας το ευτυχές γεγονός. Όμως, μετά από πολύωρη αναμονή, βγαίνει ο ιατρός κατάχλωμος και βιαστικός, και αντί ευτυχούς γεγονότος αναγγέλλει ότι το μωρό... ενώ έβγαινε κανονικά, ξαφνικά κόλλησε το κεφαλάκι του στον κόλπο της μήτρας και δεν βγαίνει. «Καταβάλλουμε προσπάθειες αλλά ακόμα και εάν σωθεί και δεν πεθάνει από ασφυξία, λόγω έλλειψης οξυγόνου θα έχει υποστεί βλάβες ο εγκέφαλος». Αυτά είπε ο ιατρός και βιαστικά έφυγε για να ξαναμπεί στο χειρουργείο και να συνεχίσει τις αγωνιώδεις προσπάθειες.
Τα λόγια του είχαν πέσει σαν κεραυνός εν αιθρία. Τα έχασαν όλοι και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Την ώρα εκείνη με λίγο κουράγιο που βρήκε η μέλλουσα γιαγιά, ψέλλισε στο παλικάρι: «Πήγαινε παιδί μου στην εκκλησία απέναντι και άναψε ένα κερί στον Ταξιάρχη. Εκείνος μπορεί να σώσει το παιδί μας». Χωρίς δεύτερη σκέψη ο νέος άντρας έτρεξε και προσευχόμενος με δάκρυα στον Ταξιάρχη άναψε το κεράκι και γύριζε βιαστικά πίσω για να δει τί έκβαση θα είχε η όλη κατάσταση. Και από εδώ αρχίζουν τα παράξενα!
Μπαίνοντας στην είσοδο του νοσοκομείου, ένα άγνωστο παλικάρι τραυματιοφορέας τον σταματάει και του λέει: «Μη φοβάσαι, ησύχασε. Όλα πήγαν καλά. Είναι καλά και η γυναίκα σου αλλά και η κόρη σου. Όλα τέλειωσαν καλά». Το παλικάρι τον χιλιοευχαρίστησε κι ανακουφισμένο έτρεξε επάνω. Φτάνοντας στον όροφο, τους βλέπει όλους να περιμένουν με την ίδια αγωνία όπως ακριβώς τους είχε αφήσει. Δεν ήξεραν τίποτε από αυτά που του είχε πει ο τραυματιοφορέας αλλά ούτε και είχαν νέα από τον ιατρό. Την ώρα που γίνονταν αυτά και ο μέλλων πατέρας κοιτούσε την μητέρα του παραξενεμένος, βγαίνει ο ιατρός ανακουφισμένος αλλά πλήρως σαστισμένος, και τους λέει τα εξής: «Όλα πήγαν καλά και είναι καλά και η γυναίκα σας και το κοριτσάκι σας» και συνεχίζοντας να μιλάει αργά σαν υπνωτισμένος τους είπε: «Ξέρετε, συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Την ώρα που αγωνιζόμασταν μάταια και εγώ και οι μαίες να κάνουμε κάτι μη θέλοντας να πιστέψουμε ότι χάσαμε πια το παιδί, ανοίγει η πόρτα του χειρουργείου και μπαίνει ένας νεαρός τραυματιοφορέας και μας λέει «κάντε στην άκρη. Θα την ξεγεννήσω εγώ». Χωρίς να ρωτήσουμε το παραμικρό και δίχως να φέρουμε αντίρρηση υπακούσαμε , κάναμε στην άκρη και τον κοιτούσαμε σαν υπνωτισμένοι να ξεγεννάει την γυναίκα σας. Μετά από λίγο κρατούσε στα χέρια του το κοριτσάκι σας υγιέστατο και χωρίς να έχει υποστεί την παραμικρή βλάβη». Ο ιατρός μιλούσε σαν χαμένος ενώ οι συγγενείς και ο πατέρας έκλαιγαν από χαρά αλλά και ευγνωμοσύνη στον Άγιο Ταξιάρχη, διότι όπως κατάλαβαν όλοι, ο μυστηριώδης τραυματιοφορέας δεν ήταν άλλος από Αυτόν.
Αυτό ήταν το μεγάλο και φοβερό θαύμα που άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά και θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας.
Αδελφοί μου, μη φοβάστε τίποτα. Ζει ο Θεός! Και οι Άγιοι και οι Άγγελοι είναι σκέπη και προστάτες μας, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΟ ΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΠΙΣΤΗ ΚΙ ΑΓΑΠΗ ΘΕΟΥ. Και ας έχουμε στο μυαλό μας και κάτι άλλο. Εάν δεν εισακουστεί καμιά φορά η προσευχή μας και δεν ζήσουμε κι εμείς ένα τέτοιο θαύμα, ΜΗΝ σκανδαλιστούμε, ΜΗΝ γογγύσουμε, ΜΗΝ πούμε γιατί σε εκείνους και όχι σε εμάς. Ποτέ μην κάνουμε τέτοια σκέψη. Να θυμόμαστε πάντα πως όταν δακρύζουμε εμείς, δακρύζει κι ο Χριστός, ο οποίος έδωσε το Αίμα Του επάνω στο Σταυρό για όλους εμάς και είναι ο ΜΟΝΟΣ που μας αγαπάει πραγματικά. Για να μην εκπληρώνει λοιπόν, κάτι που διακαώς εμείς ζητούμε κάποιο λόγο θα έχει. Εκείνος ξέρει πολλά περισσότερα από το φτωχό και μικρό μας μυαλό. Πρέπει να μάθουμε να έχουμε πάντοτε εμπιστοσύνη στην Κρίση Του και στο Θέλημά Του. Είναι ο Δημιουργός μας και δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ. Ότι κι αν γίνει.
Ο Θεός μαζί μας.
Τα λόγια του είχαν πέσει σαν κεραυνός εν αιθρία. Τα έχασαν όλοι και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Την ώρα εκείνη με λίγο κουράγιο που βρήκε η μέλλουσα γιαγιά, ψέλλισε στο παλικάρι: «Πήγαινε παιδί μου στην εκκλησία απέναντι και άναψε ένα κερί στον Ταξιάρχη. Εκείνος μπορεί να σώσει το παιδί μας». Χωρίς δεύτερη σκέψη ο νέος άντρας έτρεξε και προσευχόμενος με δάκρυα στον Ταξιάρχη άναψε το κεράκι και γύριζε βιαστικά πίσω για να δει τί έκβαση θα είχε η όλη κατάσταση. Και από εδώ αρχίζουν τα παράξενα!
Μπαίνοντας στην είσοδο του νοσοκομείου, ένα άγνωστο παλικάρι τραυματιοφορέας τον σταματάει και του λέει: «Μη φοβάσαι, ησύχασε. Όλα πήγαν καλά. Είναι καλά και η γυναίκα σου αλλά και η κόρη σου. Όλα τέλειωσαν καλά». Το παλικάρι τον χιλιοευχαρίστησε κι ανακουφισμένο έτρεξε επάνω. Φτάνοντας στον όροφο, τους βλέπει όλους να περιμένουν με την ίδια αγωνία όπως ακριβώς τους είχε αφήσει. Δεν ήξεραν τίποτε από αυτά που του είχε πει ο τραυματιοφορέας αλλά ούτε και είχαν νέα από τον ιατρό. Την ώρα που γίνονταν αυτά και ο μέλλων πατέρας κοιτούσε την μητέρα του παραξενεμένος, βγαίνει ο ιατρός ανακουφισμένος αλλά πλήρως σαστισμένος, και τους λέει τα εξής: «Όλα πήγαν καλά και είναι καλά και η γυναίκα σας και το κοριτσάκι σας» και συνεχίζοντας να μιλάει αργά σαν υπνωτισμένος τους είπε: «Ξέρετε, συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Την ώρα που αγωνιζόμασταν μάταια και εγώ και οι μαίες να κάνουμε κάτι μη θέλοντας να πιστέψουμε ότι χάσαμε πια το παιδί, ανοίγει η πόρτα του χειρουργείου και μπαίνει ένας νεαρός τραυματιοφορέας και μας λέει «κάντε στην άκρη. Θα την ξεγεννήσω εγώ». Χωρίς να ρωτήσουμε το παραμικρό και δίχως να φέρουμε αντίρρηση υπακούσαμε , κάναμε στην άκρη και τον κοιτούσαμε σαν υπνωτισμένοι να ξεγεννάει την γυναίκα σας. Μετά από λίγο κρατούσε στα χέρια του το κοριτσάκι σας υγιέστατο και χωρίς να έχει υποστεί την παραμικρή βλάβη». Ο ιατρός μιλούσε σαν χαμένος ενώ οι συγγενείς και ο πατέρας έκλαιγαν από χαρά αλλά και ευγνωμοσύνη στον Άγιο Ταξιάρχη, διότι όπως κατάλαβαν όλοι, ο μυστηριώδης τραυματιοφορέας δεν ήταν άλλος από Αυτόν.
Αυτό ήταν το μεγάλο και φοβερό θαύμα που άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά και θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας.
Αδελφοί μου, μη φοβάστε τίποτα. Ζει ο Θεός! Και οι Άγιοι και οι Άγγελοι είναι σκέπη και προστάτες μας, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΟ ΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΠΙΣΤΗ ΚΙ ΑΓΑΠΗ ΘΕΟΥ. Και ας έχουμε στο μυαλό μας και κάτι άλλο. Εάν δεν εισακουστεί καμιά φορά η προσευχή μας και δεν ζήσουμε κι εμείς ένα τέτοιο θαύμα, ΜΗΝ σκανδαλιστούμε, ΜΗΝ γογγύσουμε, ΜΗΝ πούμε γιατί σε εκείνους και όχι σε εμάς. Ποτέ μην κάνουμε τέτοια σκέψη. Να θυμόμαστε πάντα πως όταν δακρύζουμε εμείς, δακρύζει κι ο Χριστός, ο οποίος έδωσε το Αίμα Του επάνω στο Σταυρό για όλους εμάς και είναι ο ΜΟΝΟΣ που μας αγαπάει πραγματικά. Για να μην εκπληρώνει λοιπόν, κάτι που διακαώς εμείς ζητούμε κάποιο λόγο θα έχει. Εκείνος ξέρει πολλά περισσότερα από το φτωχό και μικρό μας μυαλό. Πρέπει να μάθουμε να έχουμε πάντοτε εμπιστοσύνη στην Κρίση Του και στο Θέλημά Του. Είναι ο Δημιουργός μας και δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ. Ότι κι αν γίνει.
Ο Θεός μαζί μας.
Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ ΜΑΡΙΑΣ
Ήταν μία κόρη ονομαζόμενη Μαρία. Ο πατέρας της ήταν χριστιανός και εζήτει να την υπανδρεύσει εκείνη δεν ήθελε, θέλουσα να φυλάξει παρθενία. Την έβαλε σ’ ένα μοναστήρι γυναικείο και την παρέδωκε της ηγουμένης να την έχει ως παιδί της.
Και αφού πέθανε ο πατήρ της, έγινε άλλος αφέντης στην χώρα εκείνη, όστις βγήκε μία ημέρα και πήγε στο μοναστήρι οπού ήταν η Μαρία. Και ευθύς οπού την είδε ο αφέντης, ετρώθη η καρδιά του έρωτα σατανικό και γυρίζοντας στο σπίτι του έστειλε γράμματα στην ηγουμένη και της έλεγε: Αμέσως να μου στείλεις την Μαρία, διότι την είδα και με είδε, με ηγάπησε και την ηγάπησα.
Διαβάζει το γράμμα η ηγουμένη, κράζει την Μαρία και της λέγει: Παιδί μου, τί καλό είδες στον πασά και τον κοίταξες με αγάπη; Κοίταξε τί μου γράφει εδώ!
Λέγει η Μαρία: Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε. Τον κοίταξα με άλλον σκοπό και είπα: Άρα, Θεέ μου, ταύτη την δόξα οπού έχει εδώ τούτος ο πασάς, θα την έχει και στον άλλον κόσμο; Και αυτός με κοίταξε με διαβολικό σκοπό. Εγώ αν ήθελα υπανδρεία, με υπάνδρευε και ο πατέρας μου και έπαιρνα χριστιανό. Τότε γράφει η ηγουμένη στον πασά: Καλύτερα σου στέλνω το κεφάλι μου, παρά τη Μαρία. Στέλνει πάλιν ο πασάς και λέγει της ηγουμένης: Ή να μου στείλεις τη Μαρία, ή έρχομαι και την παίρνω μόνος μου και καίω το μοναστήρι.
Το ήκουσε η Μαρία και λέγει της ηγουμένης: Όταν έλθουν οι απεσταλμένοι, στείλε τους στο κελί μου και εγώ τους αποκρίνομαι. Ήλθαν οι απεσταλμένοι στο κελί της Μαρίας, και τους ρώτησε τι θέλουν. Της είπαν εκείνοι: Μας έστειλε ο πασάς να σε πάρουμε, διότι είδε τα μάτια σου και τα ορέχθηκε. Τους είπε να περιμένουν να υπάγει στην εκκλησία. Τότε παίρνει ένα μαχαίρι και ένα πιάτο, και πηγαίνει στον
Ιησού Χριστό εμπρός και λέγει: Κύριέ μου, μου έδωκες τα μάτια τα αισθητά διά να πηγαίνω στον καλό δρόμο, και εγώ να πηγαίνω με το θέλημά μου στον κακό δεν είναι πρέπον. Και επειδή αυτά τα αισθητά θα μου βγάλουν τα νοητά, ιδού οπού τα βγάνω διά την αγάπη σου, διά να φύγω από το βόρβορο της αμαρτίας. Και ευθύς βάζει το μαχαίρι μέσα στο μάτι της και το βγάνει στο πιάτο. Επήγε εμπρός και στην
Παναγία και βγάζει και το άλλο της μάτι και τα βάνει μαζί.
Τότε τα στέλνει του πασά και αφού τα είδε ο πασάς, γύρισε ευθύς ο σατανικός έρως σε κατάνυξη και σηκώνεται ευθύς και πηγαίνει στο μοναστήρι, και παρακαλεί τις καλογραίας να υπάγουν να κάμουν δέηση στον Θεό, να γιατρευτεί η Μαρία. Πηγαίνουν πάραυτα όλες μαζί με τον πασά και πέφτοντας κατά γης παρεκάλουν τον Κύριο και την Θεοτόκο να δώσει το φως της Μαρίας. Εφάνη η Θεοτόκος τότε ως
αστραπή στην Μαρία και της λέγει: Χαίρε, Μαρία! Επειδή προτίμησες να βγάλεις τα μάτια σου για την αγάπη του Υιού και την ιδική μου, ιδού πάλι έχε τα μάτια σου και πλέον πειρασμός να μη σου συμβεί.
Βλέποντας δε το θαύμα οι παρόντες εχάρησαν πολύ και εδόξασαν τον Θεό και την Παναγία. Έπειτα ο πασάς αφιέρωσε πολύ χρυσίο στο μοναστήρι και επήρε συγχώρηση από τις καλογραίας και αναχώρησε και έκαμε καλά και εσώθη.
Ακούετε, αδελφοί μου, τί έκαμε η Μαρία με την δύναμη της Παναγίας; Δια τούτο πρέπει και ημείς να τιμούμε την Παναγία Θεοτόκο με έργα καλά.
Του Αγίου κοσμά του Αιτωλού.
Πηγή : Λειμώνας
Διαβάζει το γράμμα η ηγουμένη, κράζει την Μαρία και της λέγει: Παιδί μου, τί καλό είδες στον πασά και τον κοίταξες με αγάπη; Κοίταξε τί μου γράφει εδώ!
Λέγει η Μαρία: Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε. Τον κοίταξα με άλλον σκοπό και είπα: Άρα, Θεέ μου, ταύτη την δόξα οπού έχει εδώ τούτος ο πασάς, θα την έχει και στον άλλον κόσμο; Και αυτός με κοίταξε με διαβολικό σκοπό. Εγώ αν ήθελα υπανδρεία, με υπάνδρευε και ο πατέρας μου και έπαιρνα χριστιανό. Τότε γράφει η ηγουμένη στον πασά: Καλύτερα σου στέλνω το κεφάλι μου, παρά τη Μαρία. Στέλνει πάλιν ο πασάς και λέγει της ηγουμένης: Ή να μου στείλεις τη Μαρία, ή έρχομαι και την παίρνω μόνος μου και καίω το μοναστήρι.
Το ήκουσε η Μαρία και λέγει της ηγουμένης: Όταν έλθουν οι απεσταλμένοι, στείλε τους στο κελί μου και εγώ τους αποκρίνομαι. Ήλθαν οι απεσταλμένοι στο κελί της Μαρίας, και τους ρώτησε τι θέλουν. Της είπαν εκείνοι: Μας έστειλε ο πασάς να σε πάρουμε, διότι είδε τα μάτια σου και τα ορέχθηκε. Τους είπε να περιμένουν να υπάγει στην εκκλησία. Τότε παίρνει ένα μαχαίρι και ένα πιάτο, και πηγαίνει στον
Ιησού Χριστό εμπρός και λέγει: Κύριέ μου, μου έδωκες τα μάτια τα αισθητά διά να πηγαίνω στον καλό δρόμο, και εγώ να πηγαίνω με το θέλημά μου στον κακό δεν είναι πρέπον. Και επειδή αυτά τα αισθητά θα μου βγάλουν τα νοητά, ιδού οπού τα βγάνω διά την αγάπη σου, διά να φύγω από το βόρβορο της αμαρτίας. Και ευθύς βάζει το μαχαίρι μέσα στο μάτι της και το βγάνει στο πιάτο. Επήγε εμπρός και στην
Παναγία και βγάζει και το άλλο της μάτι και τα βάνει μαζί.
Τότε τα στέλνει του πασά και αφού τα είδε ο πασάς, γύρισε ευθύς ο σατανικός έρως σε κατάνυξη και σηκώνεται ευθύς και πηγαίνει στο μοναστήρι, και παρακαλεί τις καλογραίας να υπάγουν να κάμουν δέηση στον Θεό, να γιατρευτεί η Μαρία. Πηγαίνουν πάραυτα όλες μαζί με τον πασά και πέφτοντας κατά γης παρεκάλουν τον Κύριο και την Θεοτόκο να δώσει το φως της Μαρίας. Εφάνη η Θεοτόκος τότε ως
αστραπή στην Μαρία και της λέγει: Χαίρε, Μαρία! Επειδή προτίμησες να βγάλεις τα μάτια σου για την αγάπη του Υιού και την ιδική μου, ιδού πάλι έχε τα μάτια σου και πλέον πειρασμός να μη σου συμβεί.
Βλέποντας δε το θαύμα οι παρόντες εχάρησαν πολύ και εδόξασαν τον Θεό και την Παναγία. Έπειτα ο πασάς αφιέρωσε πολύ χρυσίο στο μοναστήρι και επήρε συγχώρηση από τις καλογραίας και αναχώρησε και έκαμε καλά και εσώθη.
Ακούετε, αδελφοί μου, τί έκαμε η Μαρία με την δύναμη της Παναγίας; Δια τούτο πρέπει και ημείς να τιμούμε την Παναγία Θεοτόκο με έργα καλά.
Του Αγίου κοσμά του Αιτωλού.
Πηγή : Λειμώνας
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)