Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ Η ΝΗΣΤΕΙΑ



του Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Η προ του Πάσχα περίοδος που διερχόμαστε γεννά ή θα πρέπει να γεννά κάποια ιδιαίτερα συναισθήματα μέσα μας. Η ωραιότατη και κατανυκτική υμνογραφία αυτής της περιόδου, οι πολλές λατρευτικές ευκαιρίες, η σαρακοστιανή νηστεία θέλουν να μας συγκεντρώσουν. Να σκύψουμε μέσα μας, να προβληματιστούμε, να προβούμε σε έναν αυτοέλεγχο προς ειλικρινή μετάνοια.

Ο πολύς κόσμος αγνοεί ή δεν θέλει να προσεγγίσει το νόημα των ημερών αυτών, συνεχίζοντας τη μονότονη ζωή του.
Ενώ λέει πως η ζωή τον κουράζει, δεν κάνει ούτε βήμα για μια ουσιαστική αλλαγή.
Δίαιτα αυστηρή κάνει, αλλά νηστεία δεν κάνει.
Στον ψυχολόγο πηγαίνει, στην τηλεόραση κάθεται ώρες, αλλά στον εξομολόγο δεν πηγαίνει, ούτε στην εκκλησία.
Δεν θέλει ο άνθρωπος σήμερα να δώσει κάτι, μόνο να πάρει, δίχως μόχθο και καμία προσωπική θυσία. Φοβάται να δει κατάματα τον εαυτό του. Συστηματικά τον αποφεύγει. Αγωνιά στο εσωτερικό κενό του.
Η Σαρακοστή λειτουργεί σαν ακτινογραφικό μηχάνημα, σαν φωτογραφική μηχανή, σαν καθρέφτης. Κατά κάποιο τρόπο τη θεωρούμε αποκρουστική, γιατί θα αποκαλύψει την κρυφή πραγματικότητά μας.
Το πνεύμα της καταναλώσεως, της ευκολίας, του αταπείνωτου φρονήματος δεν αφήνει τον άνθρωπο να απαλλαγεί από πολλά περιττά που έχει γεμίσει η ζωή του.
Η Σαρακοστή είναι μια παρέκκλιση και μια ευκαιρία για μεταμόρφωση. Μια ευχή που λέγεται στις ιερές ακολουθίες όλης αυτής της περιόδου πεντακόσιες φορές, του οσίου Εφραίμ του Σύρου, λέει να αφήσουμε το πνεύμα της αργίας, της περιέργειας, της φιλαρχίας και της αργοσχολίας και να αποκτήσουμε σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, υπομονή και αγάπη. Η ωραία και μεστή αυτή προσευχή καταλήγει ζητώντας από τον Θεό: «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου». Να αφήσουμε, δηλαδή, το κουτσομπολιό, την ετεροπαρατήρηση, τη συνεχή αυστηρή κριτική, και να στραφούμε εντός μας, διορθώνοντας τα σφάλματά μας.
Η Σαρακοστή θέλει να μας αυτοσυγκεντρώσει και να συνδράμει στη θεραπεία μας από πνευματικά νοσήματα, που μας σκοτίζουν τον νου, μας δυσκολεύουν και στενοχωρούν τη ζωή μας.
Αν καταφέρουμε έναν βαθμό αυτογνωσίας και μετανοίας, τότε η Σαρακοστή δεν θα είναι μια σκυθρωπή και στείρα περίοδος, αλλά ένας σταθμός, που δεν θα είναι γεμάτος από καθηκοντολογικές υποχρεώσεις, αλλά ένα μαλάκωμα της πέτρινης καρδιάς μας, που θα οδηγήσει σε φιλαδελφεία και φιλοθεία.
Ο πολύς ορθολογισμός των δύσκολων καιρών θέλει να μας απομακρύνει μακριά κάθε μυστικισμό, ησυχασμό, μυστήριο ιερό, υπέρλογο και μεταφυσικό. Τα αποτελέσματα αυτής της απομακρύνσεως έχουν γίνει φανερά. Μελαγχολία και απελπισία επικρατούν, που θλίβουν τους πολλούς. Ωρίμασε ο καιρός για μια εκ βαθέων παραδοχή της αποστασίας και μια επιστροφή στο λίκνο της σταυρωμένης αγάπης.
Τη Σαρακοστή συχνά συμβαίνουν πειρασμοί, δοκιμασίες, σκάνδαλα και πτώσεις.
Είναι για να μας ωριμάσουν περισσότερο, να μας ισορροπήσουν και να μας φρονηματίσουν. Η ζωή των χριστιανών, ας μη το λησμονάμε ποτέ, είναι σταυρική. Δίχως σταύρωση δεν έρχεται ανάσταση.
Η Σαρακοστή είναι μια ωραία και καλή προετοιμασία, ένας διάδρομος ημίφωτος, που οδηγεί σε φωτεινό σαλόνι. Τα πόδια της Σαρακοστής είναι η προσευχή και η νηστεία. Προσευχή και νηστεία δίχως ταπείνωση και αγάπη δεν έχουν κανέναν καρπό. Νηστεία και προσευχή θέλουν να μετριάσουν τον πολύ εγωισμό μας.
Ας μη χάσουμε την ευκαιρία και αυτής της Σαρακοστής, καθώς πλησιάζει στη δύση της. Μέσα στην Εκκλησία τα προβλήματα βρίσκουν λύση. Ο παγερός χειμώνας φέρνει την άνοιξη. Το Τριώδιο το ακολουθεί το Πεντηκοστάριο. Η συννεφιά ποτέ δεν είναι μόνιμη. Μετά από αυτήν η λιακάδα είναι πιο ωραία. Τώρα, όπως λέει ένα υπέροχο τροπάριο, είναι «μετανοίας καιρός και δεήσεως ώρα»

ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ "ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΟΥ ΕΠΙΤΥΧΙΑ", ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ!




του Αρχιμ.Παύλου Παπαδόπουλου

Εάν θεοποιήσουμε κάτι από εκείνα που πετύχαμε, αμέσως σκληραίνει η καρδιά μας. Πάμε στην Θεία Λειτουργία και δεν μας αγγίζει τίποτα.

Προσευχόμαστε, ζητάμε από κάποιον άγιο κάτι, όμως ο άγιος δεν λέει τίποτε στην καρδιά μας. Πάμε σε μοναστήρια, σε αγυπνίες μα η καρδιά μας μένει αμέτοχη, αναίσθητη.
Ζούμε μια τέλεια απομόνωση, ζούμε την μοναξιά μας, την απογοήτευσή μας, το μεγαθήριο του εγώ μας.Και ψάχνουμε τι φταίει, που υπάρχει το πρόβλημα αυτής της πνευματικής ξηρότητας.
Αθέατος μένει ο Θεός, αθέατοι οι άγιοι, αθέατη η Χάρις.
Ζούμε μία απάτη, διότι η καρδιά μας απατήθηκε από την επιτυχία μας.
Ο ταπεινός όχι μόνο δεν πιστεύει στην επιτυχία του, αλλά θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να ζητήσει κάτι. Του αρκούν αυτά που έχει και δεν έχει.
Η ταπείνωση, η αίσθηση της αμαρτίας μαλακώνει την καρδιά μας.
Χάνεται η επιθυμία, χάνεται η προσδοκία από τους άλλους. Ο άνθρωπος ειρηνεύει στο έλεος του Θεού και όχι στην πλαστή του αξιότητα. Και ενώ νιώθει αποτυχημένος είναι πετυχημένος, ενώ νιώθει ανάξιος είναι άξιος, ενώ νιώθει ηττημένος είναι νικητής.
Κάθε ασκητικό αγώνισμα που γίνεται μέσα στην Εκκλησία όταν είναι απόκομμένο από την ταπείνωση μεταλάσσεται σε κακία, σε σκληρότητα, σε κατάκριση, σε αδιαλαξία, σε ιδιοτροπία.
Η ταπείνωση είναι βασικό στοιχείο του ασκητικού φρονήματος που καλούμαστε να ζήσουμε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Μην βυθομετράς λοιπόν ούτε την αμαρτία σου, ούτε την αρετή σου, παρα μόνο να λες: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό».

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ



Τη μνήμη του Οσίου Βασιλείου του Ομολογητού τιμά σήμερα, 28 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας. Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής, έζησε και έδρασε επί αυτοκρατορίας Λέοντα Γ’ του Ισαύρου (717 – 741 μ.Χ.) του εικονομάχου.
Από μικρή ηλικία ο Βασίλειος εγκατέλειψε τη κοσμική ζωή για να αφιερωθεί στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την άσκηση. Αρχικά ζούσε σε κάποιο ερημητήριο τρέφοντας το πνεύμα του και την ψυχή του με τα δώρα της πίστεως και της αγάπης. Έγινε μαθητής και υποτακτικός του Οσίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου.
Όταν όμως οι περιστάσεις τον κάλεσαν, ανταποκρίθηκε με θαυμαστή προθυμία και υπερασπίσθηκε την Ορθοδοξία με θάρρος και παρρησία.
Διώχθηκε σκληρά, για την άκαμπτη αντίστασή του και τη θαρραλέα συνηγορία υπέρ της ορθοδοξίας. Φυλακίστηκε και υπέστη πολλά βασανιστήρια.
Όταν πέθανε ο τύραννος Λέων, ο Όσιος Βασίλειος αφέθηκε ελεύθερος και επανήλθε στο ασκητήριό του για να συνεχίσει τους μοναχικούς τους αγώνες.
Μέγας αγωνιστής της Εκκλησίας, στρατευόταν συνεχώς για την ενίσχυση της ορθόδοξης πίστης, για τη διαφώτιση των αιρετικών, για τη στερέωση των πιστών και τη μετάνοια των αμαρτωλών. Έτσι οσιακά αγωνιζόμενος εκοιμήθη εν ειρήνη.
Απολυτίκιο:
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Βασίλειον δώρημα, της Εκκλησίας Χριστού, εδείχθης Βασίλειε, ως βασιλεύσας παθών, τοις θείοις σου σκάμμασι, συ γαρ ομολογία, τον σον βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι’ αμφοτέρων, ως αστήρ σελασφόρος, εντεύθεν της ασάλευτου βασιλείας ηξίωσαι.

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

ΟΣΟ ΘΑ ΖΟΥΜΕ ΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ ΩΣ ΠΕΡΙΟΔΟ ΛΥΠΗΣ ΚΑΙ ΠΕΝΘΟΥΣ,ΤΟΣΟ Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΘΑ ΜΑΣ ΓΕΜΙΖΕΙ.



 Το θέμα φαίνεται οξύμωρο, αφού η Μεγάλη Σαρακοστή είναι συνδυασμένη με τη λύπη, την άσκηση, τη σιωπή, τη νηστεία. Αυτό δηλαδή που ονομάζουμε «πνευματικό πένθος».

 Πράγματι, την περίοδο αυτή καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε την κατάστασή μας, που χαρακτηρίζεται από την αμαρτία, την αδυναμία, τη νωθρότητα, την αδιαφορία. 
 Να συνειδητοποιήσουμε πως ο Θεός δεν είναι, δυστυχώς, το Α και το Ω της ζωής μας. Και, στη συνέχεια, να επανατοποθετηθούμε έναντι του εαυτού μας, που ζητά την ουσία της ζωής, το αληθινό πνευματικό βίωμα.Αυτό βασικά οδηγεί στη μετάνοια που εκφράζεται με την εσωτερική ανάγκη «να κάνουμε κάτι», για να βγούμε από το αδιέξοδο της ύπαρξής μας, όσο οι δυνάμεις και τα χρόνια μας το επιτρέπουν. Ήδη «το τέλος εγγίζει» και «ο καιρός είναι ευπρόσδεκτος» για μια τέτοια αλλαγή.
Όλα αυτά φέρνουν την κατάνυξη, τον προβληματισμό, τη συστολή, τη συντριβή της καρδίας, τον καρδιακό πόνο. Αυτό που οι φιλοκαλικοί πατέρες ονομάζουν «την κατά Θεόν λύπη».

Όμως, ξέρουμε πως υπάρχει και η άλλη λύπη, που φέρνει διάλυση των δυνάμεων,

απόγνωση κι απογοήτευση. Αυτή η «άλλη λύπη» έχει ως αιτία την αμαρτία και τα πάθη μας που ριζώνουν στο νου και στην καρδία. Ακόμα, πηγάζει από τις δύσκολες συνθήκες της ζωής μας, στην οικογένεια, στα οικονομικά και στο επάγγελμά μας. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις των προσωρινών ή μόνιμων δοκιμασιών που έρχονται απρόσμενα και αλλάζουν την πορεία της ζωής.

Η Μεγάλη Σαρακοστή μας αποκαλύπτει τη λύπη μέσα από το πρίσμα της εκκλησίας, δηλαδή «του ετέρως οράν τα πράγματα» (της διαφορετικής θεώρησης της ζωής).
Με τα λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητές Του, την τελευταία νύχτα για την αναχώρησή Του και το πάθος Του, «η λύπη πεπλήρωκεν την καρδία τους» (Ιω.16,6). 
Τους βεβαίωσε όμως πως θα Τον δουν πάλι και θα χαρεί η καρδία και την χαρά αυτή κανείς δεν θα μπορέσει να τους την αφαιρέσει (Ιω.16,22).
Η χαρά του Χριστού είναι πολύ μεγάλη. Περνά όμως μέσα από πολύ πόνο, είτε σωματικό είτε ψυχικό. Γιατί ο πόνος «καθαίρει» από τα περιττά, απ' όσα μας εμποδίζουν να δούμε το φως, να χαρούμε τις δωρεές Του, να πετάξουμε ...;
 Η Μεγάλη Σαρακοστή, με τον τρόπο που μας καλεί η εκκλησία να τη ζήσουμε -δηλαδή τη νηστεία, την άσκηση, τη σιωπή, τις πολλές και μακρές Ακολουθίες- γίνεται οδός προς τη χαρά, την ουσιαστική, την εσωτερική, τη μένουσα χαρά.
Όσο θα ζούμε την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ως περίοδο πνευματικής λύπης και πένθους, που εκφράζεται με τον πόνο γι' αυτό που είμαστε και δεν θα έπρεπε ή γι' αυτό που δεν είμαστε και θα έπρεπε ως τέκνα Θεού, τόσο η χαρά του Χριστού θα μας γεμίζει.
Τότε όλη η περίοδος θα χαρακτηρίζεται από το «χαροποιόν πένθος», τη «χαρμολύπη» των Αγίων, με αποκορύφωμα το Πάσχα, την εορτή των εορτών, όπου θ' ακούμε συνεχώς ότι είναι «η ημέρα ήν εποίησεν ο Κύριος» γι' αυτό «αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή».
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

ΔΕΝ ΕΧΩ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ



Το ακούμε συχνά το παράπονο, που φαίνεται δικαιολογημένο για πολλούς. Είναι φορτωμένοι με αρκετές ευθύνες και όλη τη μέρα τρέχουν να προλάβουν τις δουλειές τους.
Δυσανασχετούν για την κατάσταση αυτή, που κάποτε την αισθάνονται αφόρητη και διαμαρτύρονται: Δεν μου μένει λίγος χρόνος για τον εαυτό μου, δεν προλαβαίνω να κοιτάξω λίγο την ψυχή μου, δεν έχω καθόλου χρόνο για προσευχή.
Ποια είναι η ορθή αντιμετώπιση του προβλήματος, που παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονο σ’ αυτούς που δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ, σ’ αυτούς που χάνουν πολλές ώρες στις χρονοβόρες μετακινήσεις μέσα στις μεγαλουπόλεις, στις πολύτεκνες μητέρες, όταν μάλιστα είναι αναγκασμένες να εργάζονται, στους νέους που σπουδάζουν και τρέχουν στις σχολές, στα φροντιστήρια, στις ξένες γλώσσες κλπ.;
Είναι αλήθεια ότι, για να παλέψει κανείς σωστά στη ζωή του και για να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα προβλήματά της, πρέπει να εργασθεί συστηματικά και με επιμέλεια, πρέπει να δώσει χρόνο. Γι΄ αυτό και αισθάνεται συχνά να τον σφίγγουν από παντού οι ανάγκες και χρόνος να μην του μένει.
Είναι όμως απόλυτα σωστή η δικαιολογία; Διότι διαπιστώνουμε ότι συχνά όλα τελικά μπορεί κανείς να τα προλαβαίνει, και μόνο για την ψυχή του να μην του μένει χρόνος. Λίγη προσευχή δεν ευκαιρεί να κάνει. Μέσα όμως στη δίνη των ποικίλων απασχολήσεων βρίσκουμε χρόνο να ξεκουρασθούμε, να ψυχαγωγηθούμε, να ακούσουμε τις ειδήσεις, να εκτονωθούμε κάποτε με πολλές, ίσως άχρηστες, συζητήσεις. Να προσευχηθούμε δεν προλαβαίνουμε! Αφήσαμε ποτέ, έστω για μία μόνο μέρα, λόγω των πολλών απασχολήσεών μας, το φαγητό;
Κανείς δεν το κάνει αυτό. Όσες και αν είναι οι δουλειές μας, έστω και βιαστικά, θα φάμε κάτι. Το φαγητό, που στηρίζει το σώμα, δεν το παραλείπουμε. Την προσευχή, που τρέφει και στηρίζει την ψυχή, πώς τόσο εύκολα την αμελούμε; Δεν έχει η ψυχή πολύ μεγαλύτερη αξία από το σώμα, που με κάθε θυσία το φροντίζουμε;
Χρειάζεται επομένως μια πιο σωστή ιεράρχηση των απασχολήσεών μας. Η ψυχή αξίζει πιο πολύ από το σώμα, η αιωνιότητα από την πρόσκαιρη ζωή. Μην αμελούμε την ψυχή μας. Μην αφήνουμε την προσευχή. Όσες και αν είναι οι δουλειές μας, να βρίσκουμε λίγο χρόνο και για προσευχή· μάλιστα μ’ αυτήν ν’ αρχίζουμε τη μέρα μας, με προσευχή και να την τελειώνουμε. Και ενδιάμεσα σε κάθε ευκαιρία, να στρέφουμε το νου και την καρδιά μας στον Θεό. Ο Ψαλμωδός, που ασφαλώς είχε κι αυτός τις υποθέσεις του και τα έργα του, «ἐπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε», έλεγε. «Ἑσπέρας και πρωΐ και μεσημβρίας» προσευχόταν, δοξολογούσε τον Θεό. «Ἐξεγερθήσομαι ὄρθρου» πρόσθετε· θα σηκωθώ πολύ πρωί για να ψάλω ύμνους στον Θεό. Αλλά και τα μεσάνυχτα ακόμη ξυπνούσε για να προσευχηθεί. «Μεσονύκτιον ἐξεγειρόμην» (Ψαλ. ριη΄ [118] 164, 62· νδ΄ [54] 18· νς΄ [56] 9).
Όταν η ψυχή αγαπά τον Θεό, βρίσκει ευκαιρίες συχνά να επικοινωνεί. Όταν καταλαβαίνει τι είναι η προσευχή.
Πράγματι! Έχουμε καταλάβει τι είναι να απευθύνεται ο μικρός και αμαρτωλός και αδύναμος άνθρωπος στον άπειρο και παντοδύναμο και Τρισάγιο Κύριο του ουρανού και της γης; Τι είναι να μιλάς στον Θεό και Εκείνος να σου απαντά; Να Του λες τα προβλήματα, τους πόνους και τα βάσανά σου και Εκείνος να σε ειρηνεύει, να παρηγορεί την ψυχή σου και να δίνει λύσεις λυτρωτικές και σωτήριες;
Αν ζητήσεις ακρόαση από έναν υπουργό για να του εκθέσεις τα προβλήματά σου και εκείνος σου ορίσει κάποια ώρα για να σε ακούσει, μπορείς να μην παρουσιασθείς στη συνάντηση αυτή, με την πρόφαση ότι έχεις πολλές δουλειές και δεν ευκαιρείς; Μα για τη δική σου εξυπηρέτηση σε καλεί και συ δεν πηγαίνεις; Εσύ έχεις ανάγκη από τη βοήθειά του και εσύ αρνείσαι την επικοινωνία;
Με την προσευχή δεν πηγαίνουμε σε κάποιον μεγάλο υπουργό, που τις περισσότερες φορές δεν μπορεί ουσιαστικά να μας βοηθήσει, και που, αν κάτι μπορεί να κάνει, αυτό αφορά τα πρόσκαιρα προβλήματα της επίγειας ζωής μας. Ούτε πηγαίνουμε σε κάποια αυστηρά καθορισμένη ώρα, που με πολλή δυσκολία κι αυτήν μπορέσαμε να εξασφαλίσουμε.
Με την προσευχή καταφεύγουμε στον Θεό όποια ώρα εμείς θέλουμε και για όση ώρα θέλουμε και όσες φορές θέλουμε, μέρα και νύχτα. Και καταφεύγουμε σ’ Αυτόν που πάντοτε πρόθυμα και με απέραντη αγάπη μας περιμένει και μας ακούει, θέλει να μας βοηθήσει και όλα τα μπορεί, και τα προσωρινά με πολλή ευκολία τακτοποιεί και τα αιώνια με μοναδική φιλανθρωπία εξασφαλίζει. Και εμείς λέμε: «Δεν έχω χρόνο για προσευχή»!
Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να κάνεις, αδελφέ μου, προσευχή και αυτό πρώτο να ζητήσεις: Να σου δώσει χρόνο ο Θεός, που συνέχεια τρέχεις χωρίς να προλαβαίνεις, που αγχώνεσαι και αδημονείς και τίποτε μόνος σου δεν καταφέρνεις.
Αν δώσουμε λίγη ώρα στην προσευχή, θα διαπιστώσουμε ότι πολλαπλασιάζεται ο χρόνος μας. Διότι στη ζωή μας δεν παλεύουμε πια μόνοι μας. Αλλά με την προσευχή έχουμε σύμμαχο τον Θεό. Και βέβαια το να παλεύουμε με βοηθό και συμπαραστάτη τον Θεό, Αυτόν που ειρηνεύει τις ψυχές μας, φωτίζει το νου, ενισχύει τις δυνάμεις, ευλογεί και πλουτίζει τη ζωή μας και μας χαρίζει την ατελεύτητη αιωνιότητα, είναι ασύγκριτα καλύτερο.
Ούτε οι πολλές ασχολίες μας να μας απορροφούν ούτε η ραθυμία του κατώτερου εαυτού μας να μας παρασύρει, ώστε να παραιτούμεθα εύκολα από τον αγώνα της προσευχής. Ας μην ακούμε τον μισάνθρωπο διάβολο, που γνωρίζει καλύτερα από μας τη δύναμη της προσευχής και γι’ αυτό βρίσκει διαρκώς δικαιολογίες και παρακινεί σε αναβολές. Αλλά να κάνουμε αυτό που και ο νους μας καταλαβαίνει ως χρήσιμο και αναγκαίο και η ψυχή μας βαθύτερα ζητεί. Να καταφεύγουμε στον ελεήμονα και παντοδύναμο Θεό για να βρίσκουμε έλεος, χάρη, φως και ζωή, αιώνια και αληθινή.

TIMA ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για τιμα τον πατερα σου και τη μητερα σου




ἀρχιμ. Γερβάσιου Ἰ. Ραπτόπουλου
Σκέπτεσθε τοὺς γονεῖς σας; Κάποιος ρώτησε μία Μάνα: «Τί σοῦ στοίχισαν τὰ παιδιά σου;».
Καὶ ἡ Μάνα τοῦ ἀποκρίθηκε: «Στοίχισαν πόνο καὶ προσπάθεια. Κόπο καὶ ἀνησυχία. Μόχθο καὶ καθημερινὴ δουλειὰ στὸν πατέρα τους. Ὑπομονὴ καὶ εὐθύνη. Ὁδηγίες καὶ νουθεσίες. Ἀγάπη καὶ ἀγωνία. Προσευχὲς καὶ δεήσεις». Αὐτὰ στοιχίζουν τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς. Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά. Τόσο πολλά, ποὺ καμμιὰ πένα στὸν κόσμο δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ τὰ χαράξει πάνω στὸ χαρτί. Νὰ γιατί ἀπευθύνομαι σὲ σᾶς, παι-διά, καὶ κάνω τούτη τὴν ἐρώτηση: Παιδιά, σκέπτεσθε τοὺς γονεῖς σας; Ἀλλὰ τί σημαίνει αὐτὴ ἡ ἐρώτηση; Σημαίνει αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς γράψω παρακάτω. Καὶ θὰ σᾶς γράψω ὄχι λόγια, ἀλλὰ παραδείγματα. Παραδείγματα παιδιῶν, ποὺ σκέπτονταν πάντα τοὺς γονεῖς τους. Νὰ τί θέλω νὰ πῶ:
Νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς γονεῖς σας.
Ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἀπέραντη ἀγάπη σας, νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς γονεῖς σας. Νὰ ἀγαπᾶτε τὸν Πατέρα σας καὶ τὴ Μάνα σας. Νὰ τοὺς ἀγαπᾶτε σὰν τὸν Αἰνεία τῆς Τροίας.
Θυμάστε τὸ περιστατικό; Πρὶν ἡ Τροία παραδοθεῖ στὴ φωτιά, οἱ Ἕλληνες ἔδωσαν προθεσμία στοὺς Τρῶες νὰ φύγουν ὅλοι ἀπὸ τὴν πόλη παίρνοντας μαζί τους ὅ,τι ὁ καθένας θεωροῦσε σὰν τὸ πιὸ πολύ-τιμο πράγμα. Τότε οἱ Ἕλληνες εἶδαν μία σκηνὴ ποὺ τοὺς συγκλόνισε. Τὶ εἶδαν; Εἶδαν τὸν νεαρὸ Αἰνεία νὰ περνᾶ τὴν πύλη τῆς Τροίας ἔχοντας τοὺς ὤμους του τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν. Συγκινημένος ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν ἐπέτρεψε στὸν θαυμαστὸ νεαρὸ Τρῶα νὰ ξαναγυρίσει στὴν πόλη καὶ νὰ πάρει καὶ ὅ,τι ἄλλο πολύτιμο ἤθελε. Γύρισε ὁ Αἰνείας στὴν Τροία καὶ σὲ λίγο περνοῦσε τὴν Πύλη τῶν τειχῶν βαστάζοντας στοὺς ὤμους του τοὺς δύο γέροντες γονεῖς του, ποὺ ἦταν παράλυτοι καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ περπατήσουν. Ἦταν ὅ,τι πολυτιμότερο εἶχε, ὕστερα ἀπὸ τοὺς θεούς. Αὐτὴ ἡ δεύτερη σκηνὴ συγκίνησε πιὸ πολύ τοὺς Ἕλληνες. Καὶ ἐπέτρεψαν στὸ ὑπέροχο αὐτὸ παιδὶ νὰ γυρίσει καὶ πάλι στὴν πόλη καὶ νὰ πάρει ὅτι ἄλλο εἶχε.
Παιδιά! Ἔτσι νὰ ἀξιολο-γεῖτε τὴν ἀγάπη σας. Καὶ σὲ τέτοιο βαθμό. Σὰν τὸν Αἰνεία. Πρῶτα ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ἔπειτα ἡ ἀγάπη στοὺς γονεῖς. Γιατί, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Χριστός, «ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος» (Ματθ. 1, 37). Ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα περισσότερο ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν λογίζεται ἄξιος Χριστιανὸς
Παιδιά! Ἀγαπᾶτε τοὺς γονεῖς σας. Ἀγαπᾶτε τους εἰλικρινά. Ἄδολα. Χωρὶς ἀνταλλάγματα. Μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά. Νὰ πώς: Μία μάνα θὰ ξεκινοῦσε γιὰ ἕνα μακρινὸ ταξίδι. Τὰ τρία της παιδιὰ ἔτρεξαν καὶ τῆς πρόσφεραν τὰ δῶρα τους. Τὸ πρῶτο τῆς πρόσφερε μία μαρμάρινη πλάκα μὲ σκαλισμένο πάνω στὴν πλάκα τὸ ὄνομά της. Τὸ δεύτερο τῆς πρόσφερε μία ἀνθοδέσμη μὲ σπάνια μυρωδάτα λουλούδια. Τὸ τρίτο παιδὶ δὲν τῆς πρόσφερε τίποτε. Τῆς εἶπε ὅμως τὰ ἑξῆς λόγια: «Μητέρα, δὲν ἔχω μαρμάρινη πλάκα. Δὲν ἔχω ἀνθοδέσμη. Ἔχω ὅμως καρδιά. Σ’ αὐτὴν χάραξα τὸ ὄνομά Σου. Αὐτὴ ἡ καρδιά μου, Μητέρα, γεμάτη ἀγάπη, θὰ σὲ συνοδεύει, ὅπου θὰ ταξιδεύεις καὶ θὰ σὲ παραστέκεται, ὅπου κι ἂν σταθεῖς». Παιδιά! Ἡ μεγαλύτερη προσφορὰ στοὺς γονεῖς σᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη. Χωρὶς τὴν καρδιὰ κάθε ἄλλη προσφορὰ εἶναι πολὺ μικρή. Ἐλάχιστη.
Νὰ τιμᾶτε τοὺς γονεῖς σας.
Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι σαφὴς καὶ κατηγορηματική. Τὴ σημειώνω: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου» (Ἔξοδ. Κ, 12). Κι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ πρέπει νὰ γίνει βίωμά σας. Νὰ τιμᾶτε τὸν Πα-τέρα σας. Νὰ τιμᾶτε τὴ Μάνα σας. Νὰ τοὺς τιμᾶτε, ὅπως τοὺς ταιριάζει. Ὅπως τοὺς ἀξίζει. Καὶ νὰ θυμάστε τοῦτο: Κάθε προκοπὴ σᾶς σ’ αὐτοὺς ὀφείλεται. Ὅσα παιδιὰ πρόκοψαν στὴ ζωὴ τοὺς τὸ ὁμολόγησαν αὐτό. Καὶ τοὺς ἀπέδωσαν τὴν ἀνάλογη τιμή. Ὁ Ἀβραὰμ Λίνκολν εἶπε: «Πᾶν ὅτι εἶμαι τὸ ὀφείλω στὴ μητέρα μου». Θυμάστε τὰ παιδιὰ τοῦ Διαγόρα ἀπὸ τὴ Ρόδο; Τὰ σημειώνω: Δημάγετος, Ἀκουσίλαος, Δωριέας. Αὐτὰ τὰ τρία ὑπέροχα παιδιά, ὅταν νίκησαν στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, τίμησαν τὸν πατέρα τοὺς κατὰ τρόπο ποὺ συγκίνησε ὅλο τὸν κόσμο ποὺ βρισκόταν μέσα στὸ στάδιο τῆς Ὀλυμπίας. Μόλις ἡ Ἐπιτροπὴ στεφάνωσε τὰ τρία αὐτὰ παιδιά, ἔτρεξαν ἀμέσως στὴν κερκίδα, ὅπου καθόταν ὁ ἀσπρομάλλης πατέρας τους. Καὶ τί ἔκαναν; Τί ἔκαναν! Παρακολουθῆστε. Ἔβγαλαν τὰ στεφάνια ἀπὸ τὰ κεφάλια τους καὶ τὰ φόρεσαν στὸ κεφάλι τοῦ πατέρα τους. Ὕστερα τὸν ἔπιασαν, τὸν σήκωσαν πάνω τους ὤμους τους καὶ τὸν περιέφεραν ὁλόγυρα στὸ στάδιο.
Σκηνὴ συγκλονιστική. Ὅλοι οἱ θεατὲς σηκώθηκαν ὄρθιοι. Ὅλοι ζητωκραύγα-ζαν. Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ συγκίνηση. Καὶ ὅλοι ἔρραιναν τὸν πατέρα καὶ τοὺς τρεῖς γιούς του μὲ λουλούδια καὶ δαφνόφυλλα. Καὶ ἀκολούθησε ἄλλη σκηνή, τὸ ἴδιο συγκινητική. Ἕνας Σπαρτιάτης, συγκινημένος βαθύτατα, τὴ στιγμὴ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ κοντὰ τοῦ ὁ δαφνοστεφανωμένος Διαγόρας, πάνω στοὺς ὤμους τῶν παιδιῶν του, φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμή του: «Διαγόρα! Πέθανε πιὰ τώρα!». Καὶ ἔτσι ἔγινε. Ὁ Γέροντας Διαγόρας δὲν ἄντεξε. Ἔγειρε στοὺς ὤμους τῶν παιδιῶν του καὶ ἔκλεισε γιὰ πάντα τὰ μάτια του, εὐτυχισμένος ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη τιμὴ ποὺ τοῦ πρόσφεραν τὰ παιδιά του!
Ἄλλο, πάλι παιδί, ὁ Κορίνθιος Ἔφηβος, μόλις στεφανώθηκε ὀλυμπιονίκης, ἔτρεχε ὅσο μποροῦσε πιὸ γρήγορα, γιὰ νὰ φέρει τὴ μεγάλη νίκη στὴν ἄρρωστη μητέρα του, τὴν Ἐνάρετη. Δὲν τὴν πρόφτασε ὅμως ζωντανή. Ἔκλαψε πολὺ ὁ ὀλυμπιονίκης γιός της. Ἔκλαψε, γιατί δὲν μπόρεσε νὰ δώσει τὴ χαρὰ τῆς νίκης στὴν Μάνα του. Ὡστόσο ἔκανε τὸ ἑξῆς, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔκλαψαν ὅλοι. Τί ἔκανε; Μὲ τὸ στεφάνι τοῦ στεφάνωσε τὰ μαλλιὰ τῆς νεκρῆς καὶ μὲ λυγμοὺς εἶπε: «Μητέρα συγχώρεσε μὲ ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ τρέξω πιὸ γρήγορα. Σου ἔφερα τὴ μεγάλη νίκη. Μὰ ὁ θάνατος τρέχει πιὸ γρήγορα ἀπὸ τοὺς θνητούς, ποὺ οὔτε οἱ ὀλυμπιονίκες μποροῦν νὰ παραβγοῦν μαζί του. Σὲ πῆρε πρὶν προλάβεις νὰ χαρεῖς τὴ δική μου χαρά. Μὰ πάρε την, καλή μου Μητέρα, ἂς εἶσαι καὶ νεκρή. Εἶναι δική σου…».
Παιδιά! Τιμῆστε τοὺς γονεῖς σᾶς ὅσο ζοῦν. Τιμῆστε τους καὶ νεκρούς.
Νὰ σέβεστε τοὺς γονεῖς σας. Νὰ σέβεστε τοὺς γονεῖς σᾶς πάντα. Ἀκόμη κι ὅταν κάνουν λάθη. Ὅποια λάθη κι ἂν κάνουν, δὲν παύουν νὰ εἶναι γονεῖς σας. Θυμᾶσθε τὸν Νῶε; Ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος Νῶε «ἔπιεν ἐκ τοῦ οἴνου καὶ ἐμεθύσθη» (Γε-νέσ. 0,21). Ὁ Νῶε μέθυσε. Κι ὕστερα γυμνώθηκε. Τὸ ἕνα του παιδί, ὁ Χάμ, ἀσέβησε στὸν πατέρα του,. Διαπόμπευσε τὴν παρεκτροπὴ τοῦ πατέρα του. Τὰ δύο ἄλλα ὅμως παιδιά, Σὴμ καὶ Ἰάφθε, ἔδειξαν σεβασμὸ στὸ γεννήτορά τους. Τί ἔκαναν; Πῆραν ἕνα ροῦχο καὶ περπατῶντας μὲ τὶς πλάτες τους γυρισμένες πρὸς τὸν πατέρα, γιὰ νὰ μὴ δοῦν τὴ γύμνωσή του, πέτυχαν καὶ τὸν σκέπασαν. Ἄξια παιδιά. Παράδειγμα στοὺς αἰῶνες γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου. Κανένα λάθος τῶν γονέων σας δὲν πρέπει νὰ σταθεῖ ἱκανὸ νὰ μειώσει τὸ σεβασμὸ πρὸς τοὺς γονεῖς. Ἀκόμα κι ἂν σᾶς πιέζουν νὰ τὸ κάνετε οἱ πιὸ ἰσχυροί τῆς γῆς. Ἡ Μάνα τοῦ Μ. Ἀλέξανδρου, ἡ Ὀλυμπιάδα, ἦταν δύστροπη γυναῖκα. Ἀνακατευόταν πάντα στὶς ὑποθέσεις τῆς χώρας. Ὡστόσο, ὁ ἐξαίρετος γιὸς της ποτὲ δὲν ἀσέβησε στὴ Μάνα του. Ποτὲ δὲν τὴ λύπησε. Ποτὲ δὲν τῆς εἶπε πικρὸ λόγο. Πάντα τῆς φερόταν μὲ ὑπομονή. Πάντα μὲ γλυκύτητα. Κάποτε ὁ Ἀντίπατρος, ἐπιστήθιος φίλος του, τοῦ ἔγραψε καὶ τοῦ συνέστησε νὰ δώσει τέλος σ’ αὐτὴν τὴν ἱστορία μὲ τὴ Μάνα του. Ἀλλὰ ὁ ὑπέροχος γιὸς τῆς Ὀλυμπιάδας τοῦ ἀπάντησε: «Ἀντίπατρε! Ἕνα δάκρυ μίας Μάνας μπορεῖ νὰ σβήσει δέκα χιλιάδες γράμματα σὰν αὐτό». Κι ἂν οἱ γονεῖς συνεχίζουν νὰ παρεκτρέπονται; Καὶ τότε σεβασμό; Καὶ τότε. Καὶ πάντα. Καὶ ἔχοντας αὐτὸν τὸν σεβασμό, μπορεῖτε νὰ κάνετε αὐτὸ ποὺ ἔκανε μία νέα γιὰ τὸν μέθυσο πατέρα της. Ἦταν νύχτα. Τὸ χιόνι ἔπεφτε ἀστα-μάτητα. Ὁ ἀέρας ξερίζωνε δένδρα. Τὰ κύματα βουνὰ στὴ θάλασσα. Ὁ πατέρας της γύριζε ἀπὸ τὸ διπλανὸ νησὶ μὲ μία βάρκα. Καὶ γύριζε, ὅπως πάντα, μεθυσμένος. Ἡ κόρη του ἀψηφᾶ τὸν κίνδυνο καὶ μὲ ἕνα φανάρι στὰ χέρια κατεβαίνει στὴ θάλασσα. Σηκώνει ψηλὰ τὸ φανάρι νὰ τὸ δεῖ ὁ πατέρας της καί, μὲ ὅλη της τὴ δύναμη φωνάζει: «Πατέρα, ἔλα, ἀπ’ ἐδῶ εἶναι ὁ δρόμος». Ἡ δυνατὴ φωνὴ συνέφερε τὸν μεθυσμένο πατέρα, ποὺ πάλευε μὲ τὰ κύματα. Βγῆκε σῶος. Ἀλλὰ ἡ κόρη του δὲν ζοῦσε πιά. Τὴ βρῆκε στὸ δρόμο παγωμένη. Ἡ θυσία τῆς σημάδεψε μία νέα ζωὴ γιὰ τὸν πατέρα της. Ζωὴ μὲ ἐγκράτεια, ἀρετὴ καὶ ἁγιασμό.
Παιδιά! Ἂν χρειασθεῖ, θυσιαστεῖτε κι ἐσεῖς γιὰ τοὺς γονεῖς σας. Σὰν τὴν ἡρωίδα κόρη τοῦ μέθυσου πατέρα. Νὰ προπέμπετε τοὺς γονεῖς σας. Οἱ γονεῖς σας, σὰν πρεσβύτεροι, κατὰ κανόνα, φεύγουν
πρῶτοι ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή. Μὴν ἀμελήσετε νὰ βρίσκετε κοντά τους στὶς στερνὲς ὧρες τῆς ζωῆς τους. Ὅπου κι ἂν εἶστε, νὰ σπεύσετε κοντά τους. Κι ἂν ἀκόμη βρίσκεστε στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γῆς, σὰν ἄλλοι ἀπόστολοι «συναθροισθέντες» κοντά τους, «κηδεύσατε» τὰ σώματά τους. Καὶ μὲ ὅλες τὶς τιμές. Σεῖς νὰ τοὺς κλείσετε τὰ μάτια. Σεῖς, τὰ παιδιά τους. Ὄχι ἄλλοι. Διαβάστε τί γράφει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος γιὰ τὴ Μητέρα του, τὴ Μόνικα. Διαβάστε καὶ διδαχθεῖτε. «… Ἡ θρησκευτικὴ ἐκείνη ψυχὴ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα της. Ἔκλεισα τὰ μάτια της. Τὴν καρδιά μου τὴν ἔσχισε ὀξύτατη ὀδύνη. Ἦταν ἕτοιμη νὰ ξεσπάσει σὲ χείμαρρο δακρύων…». Ἔτσι νὰ προπέμπετε καὶ σεῖς τοὺς γονεῖς σας. Σὰν τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο. Καὶ μὴν παύσετε ποτὲ νὰ ἐπισκέπτεσθε συχνὰ τὸν τάφο τους. Ἕνα κερί, μία δέηση, τὰ περιμένουν πά-ντα οἱ γονεῖς σας. Δέηση γιὰ τὶς ψυχές τους. Ἔτσι, ὅπως ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία μας. Ὅταν στὶς 21 Φεβρουαρίου 1913 ἔπεσαν τὰ Γιάννενα, ἕνας Ἠπειρώτης νέος, ποὺ πολέμησε μὲ τὸν Ἑλληνικὸ στρατὸ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως, ἔτρεξε στὸν τάφο τοῦ πατέρα του, ἔσκυψε, φίλησε τὸν τάφο καὶ μὲ δάκρυα φώναξε: «Πατέρα! Ξύπνα! Τὰ Γιάννενα εἶναι, ἐπιτέλους, ἐλεύθερα».
Ἀγαπητὰ παιδιά,
Ὅσα ἔχετε ἀκόμη τοὺς γονεῖς σας, δεῖξτε τους ὅλη σας τὴν ἀγάπη. Τίποτα ἂς μὴ σταθεῖ ἱκανὸ νὰ λιγοστέψει τὴν ἀγά-πη σας σ’ αὐτούς. Τίποτα. Οὔτε πράγμα. Οὔτε ἀξίωμα. Οὔτε ἐργασία. Οὔτε πρό-σωπο. Εἴπαμε, τίποτα. Τιμῆστε τους μὲ ὅποιον τρόπο τοὺς ταιριάζει. Σεβαστεῖτε τους. Καὶ ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα, σεῖς νὰ τοὺς κλείσετε τὰ μάτια. Ὅσα, πάλι, παιδιὰ δὲν ἔχετε πιὰ τοὺς γονεῖς σας, μὴ παύσετε νὰ ἐπισκέπτεσθε τὸν τάφο τους. Σᾶς περιμένουν. Καὶ θὰ σᾶς περιμένουν πάντα. Μέ-χρι ποὺ καὶ σεῖς νὰ βρεθεῖτε κοντά τους.

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΟΛΙΤΟΥ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ



Τη μνήμη του Αγίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου και Ομολογητού τιμά σήμερα, 27 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας.
Ο Άγιος Προκόπιος έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ., επί αυτοκρατορίας Λέοντος Γ’ του Ίσαύρου. Ο Άγιος Προκόπιος διακρίθηκε για την θαρραλέα του πίστη στο Θεό. Αν και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχισμό, δεν έμεινε στην απομόνωση του κελιού του, αλλά αγωνίστηκε κατά των εικονομάχων.
Σκεπτόμενος και ενθαρρυνόμενος, από τον Λόγο του Θεού: «Ανδρίζου και ίσχυε, μη φόβου μηδέ πτοηθης». Δηλαδή, προχώρησε με αποφασιστικότητα σαν γενναίος άνδρας και έχε θάρρος, μη φοβηθείς και μη δειλιάσεις.
Κυρίως ο Άγιος Προκόπιος διέπρεψε στον έλεγχο κατά των αιρετικών Μονοφυσιτών, καθώς και στην υποστήριξη στην τιμητική προσκύνηση των Αγίων Εικόνων. Ο αυτοκράτορας Λέων καθώς ήταν εικονομάχος, προέβη σε διωγμούς και βασανιστήρια εναντίον των Χριστιανών.
Σ’αυτούς τους διωγμούς ήταν και ο Άγιος Προκόπιος όπου υπέστη πολλά βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακές και εξορίες.
Για τον θάνατο του Αγίου Προκοπίου υπάρχουν δύο εκδοχές, η πρώτη αναφέρει: Ότι λίγο μετά την αποφυλάκισή του κοιμήθηκε. Ενώ η δεύτερη: Ότι παρέδωσε μαρτυρικά την ψυχή του στον Κύριο.
Απολυτίκιο:
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Φερωνύμως προκύπτων εν ασκήσει Προκόπιε, ήρθης εκ δυνάμεως Πάτερ, προς αθλήσεως έλλαμψιν Χρίστου γαρ την Εικόνα προσκυνών, Μαρτύρων ανεδείχθης κοινωνός, μεθ’ ων πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, υπέρ των εκβοώντων σοι, δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενερνούντι διά σού, πασιν ιάματα.

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

ΟΤΑΝ ΠΕΙΝΑΣ ΓΙΑ ΝΟΗΜΑ...(ΜΙΑ ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ)




Αποτέλεσμα εικόνας για το νοημα της νηστειας
π. Λίβυος
Τροφή δεν είναι μόνο ό,τι τρώμε αλλά κάτι πολύ βαθύτερο σε σχέση με την ύπαρξη μας. Όταν το βρέφος πεινάει δεν χορταίνει απλώς και μόνο μέσα από ένα γεύμα, αλλά κυρίως και πρωτίστως μέσα από μια σχέση.
Η μάνα είναι τροφός όχι δίνοντας το γάλα της, αλλά μεταγγίζοντας την σχέση της, την αγάπη, την θαλπωρή, την στοργή και την ασφάλεια στο μωρό της. Είναι η τροφή εκείνη, που πέρα από την βιολογική συντήρηση προσφέρει το νόημα της ύπαρξης.
Έτσι τροφή δεν είναι απλά ο χορτασμός ενός σώματος αλλά μιας ύπαρξης που πεινάει για Νόημα.
Ο Αδάμ λαμβάνει την λάθος «τροφή» και αυτοεξορίζεται από τον παράδεισο. Όμως στην πραγματικότητα η διήγηση μάς λέει ότι χάνει την σχέση του με τον Θεό και αμέσως με τον συνάνθρωπό του, αφού έχει θρυμματίσει πρωτίστως την εικόνα του Εαυτού του. Η πτώση του δεν είναι ότι θέλησε να τραφεί, αλλά ότι το έκανε με λάθος τρόπο. Ότι διάλεξε λάθος τροφή να χορτάσει την πείνα του για νόημα, για ελευθερία, για Θεό.
Αυτό άλλωστε κάνουμε και εμείς όλοι, διαλέγουμε λάθος τροφές ανίκανες να θρέψουν τις πραγματικές μας ανάγκες. Η επιθυμία του Αδάμ είναι αυτοκαταστροφική όπως τών περισσοτέρων μας. Δεν θρέφει σωστά την επιθυμία του, αλλά την ξεγυμνώνει σε πιο βαθιά πείνα, που για να την καλύψει αργότερα θα χρειαστεί να φάει πολύ κατώτερες «τροφές».
Μήπως το ίδιο δεν πράττουμε και εμείς; Όταν δεν τρεφόμαστε από τις ανώτερες τροφές που ολοκληρώνουν την ύπαρξη, λαμβάνουμε βουλιμικά και ψυχαναγκαστικά, τροφές σκουπίδια, ανίκανες να καλύψουν την βαθιά μας πείνα.
Ο Χριστός στην ίδια πρόταση του διαβόλου, αυτής της βαθιάς σκοτεινής επιθυμίας, απαντά με το «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» διαμορφώνοντας ένα νέο πλαίσιο της κάλυψης της ανθρώπινης επιθυμίας και ανάγκης.
Δηλαδή ουσιαστικά ο Χριστός αποκαλύπτει ένα νέο τρόπο σχετισμού με την ανάγκη και την επιθυμία του υποκειμένου, του άνθρωπο που κατανοεί την λήψη τροφής, ως κοινωνία, ως σχέση, ως καρπό που θρέφει τον ΟΛΟ άνθρωπο.
Για τον Χριστό η λήψη της τροφής δεν εξαντλείται σε βιολογικό επίπεδο και μόνο. Ο άνθρωπος δεν ζει ουσιαστικά, λαμβάνοντας τροφή για λόγους σωματικής συντήρησης, αλλά τρέφεται ως συνολική ύπαρξη. Με νόημα, δημιουργία, έκφραση, αγάπη, με κοινωνία του Θεού και του άλλου.
Ένα φαγητό όταν δεν έχει αγάπη και σχέση δεν μπορεί παρά να θρέψει την βιολογική πλευρά του ανθρώπινου προσώπου αλλά ποτέ το σύνολο τής παρουσίας του. Γι’ αυτό η τροφή σε συντηρεί αλλά ποτέ δεν σε χορταίνει. Μονάχα η σχέση που σού προσφέρει η λήψη της τροφής σε αναπτύσσει και σε εξελίσσει. Η τροφή είναι πάντα ένα σύμβολο, μια αφορμή. Όταν σε καλώ να πιούμε ένα καφέ, δεν είναι η ανάγκη του καφέ που με κινεί, αλλά η ανάγκη τής συνάντησης. Ο καφές είναι η πρόφαση. Η επαφή είναι το ζητούμενο. Όταν σε προσκαλώ για φαγητό δεν θέλω απλά να σε χορτάσω βιολογικά, αυτό θα το έκανα απλά στέλνοντας σου το φαγητό στο σπίτι σου. Η ανάγκη που κρύβεται πίσω από το φαγητό, είναι κάτι πιο βαθύ. Είναι μια βασική τροφή της ύπαρξης. Είναι η επιθυμία για σχέση. Το φαγητό είναι το σύμβολο, η πραγματικότητα είναι, πείνα για τον άλλο.
Έτσι η νηστεία που καλούμαστε ελεύθερα να ακολουθήσουμε μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής ασκητικής, είναι μια ευκαιρία να δούμε ξανά την τροφή ως σχέση με τον Θεό, τον εαυτό μας, τον συνάνθρωπο και σύνολη την κτίση. Να γίνει ξανά η τροφή λήψη τού νοήματος.
Είναι ευκαιρία να κατανοήσουμε ότι χρειαζόμαστε μεγάλες τροφές για να ζήσουμε. Διαφορετικά θα γεμίσουμε το σώμα μας, με μικρές κατώτερες τροφές που θα παχαίνουν το κορμί μας για να κρύψουν την πείνα της ψυχής μας.
Να αισθανθούμε ότι νηστεύοντας ελευθερώνουμε την επιθυμία μας από το σύμβολο και την οδηγούμε στο πρόσωπο του Άλλου.
Νηστεύοντας κατανοούμε ότι στην πραγματικότητα πεινάμε τον Θεό. Το νόημα ζωής. Την νίκη του θανάτου. Την σχέση με τον πραγματικό εαυτό και τον συνάνθρωπό μας.
Νηστεύω σημαίνει μαθαίνω να τρέφομαι υπαρξιακά, ασκούμαι να διαλέγω της τροφές που θα χορτάσουν την πείνα και δίψα της καρδιάς μου.

ΟΙ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΕΧΟΥΝ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΘΕΟ...



Οι αμαρτίες έχουν τον δικό τους θεό και αυτός είναι ο διάβολος. Αυτός είναι και ο κύριος δημιουργός τους. Και οι άνθρωποι όταν κάνουν τις αμαρτίες γίνονται συνεργοί του διαβόλου και όχι μόνον αυτό, αλλά και δούλοι και υπηρέτες του. Οι αμαρτίες έχουν το βασίλειο τους, τον κόσμο τους και αυτός είναι η κόλαση.
Και αυτός ο γήινος κόσμος μας, με την θεληματική, εκούσια διαβίωσή μας στις αμαρτίες, γίνεται και είναι δικός τους κόσμος. Και τόσο είναι δικός τους, όσο εμείς οι άνθρωποι με ευχαρίστηση κάνουμε τις αμαρτίες. Ο διάβολος έρχεται με την αμαρτία στον γήινο κόσμο μας και τον κατακτά ολοκληρωτικά με τις αμαρτίες που κάνουν οι άνθρωποι.
Και με τη βοήθεια των αμαρτιών, ο διάβολος κυβερνά τους ανθρώπους και κυριαρχεί σ’ αυτούς με το θάνατο. Και κάνει τους ανθρώπους «αβοήθητους δούλους» και γίνεται θεός αυτού του κόσμου, «θεός του αιώνος τούτου» (Β’ Κορ. 4,4). Γι’ αυτό το λόγο, ο Κύριος Ιησούς Χριστός ονομάζει το διάβολο κύριο αυτού του κόσμου, «άρχοντα του κόσμου τούτου» (Ιωάν. 12,31, 14,30).
Γι’ αυτό, αυτός ο κόσμος, «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α’ Ιωάν. 5,19) και ονομάζεται κακός, «πονηρός κόσμος» (Γαλ. 1,4). Και αυτό μέχρι τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού στον κόσμο μας, μέχρι την «ενσάρκωσή Του» και την θαυμαστή «οικονομία» της σωτηρίας. Και η σωτηρία «συνίσταται» στη νίκη του Σωτήρα κατά της αμαρτίας, νίκη κατά του διαβόλου και της δύ­ναμής του, νίκη κατά της παν-δύναμης αυτού δηλαδή του θανάτου.
Μέχρι τον Κύριο Ιησού Χριστό και χωρίς Αυτόν και έξω απ’ Αυτόν, οι άνθρωποι «ζούσαν και ζουν» στις αμαρτίες και στους θανάτους. «Περπατούν» μέσα στην αμαρτία και στο θάνατο μέρα και νύκτα, ή ακόμη περισσότερο ζουν μέσα στο βασίλειο αυτού του κόσμου, αφού περπατούν μέσα στις άπειρες νύχτες της αμαρτίας και του θανάτου. Και αυτός ο κόσμος, τον οποίο ο διάβολος κυβερνά, διαμέσου της αμαρτίας, έχει το δικό του τρόπο ζωής, το δικό του περπάτημα, τη δική του ροή, το δικό του δρόμο. Η αμαρτία πέτυχε να γίνει τρόπος ζωής «Μodus νivendi», για τους ανθρώπους αυτού του κόσμου.
Όσο αυτή (η αμαρτία) απέκτησε δικαιώματα στον κόσμο αυτό, τόσο πολύ έγινε οικεία, τόσο έγινε ένα με τους ανθρώπους. Και τόσο έγινε ένα, τόσο βαθιά διείσδυσε στον κόσμο αυτό, τόσο προσεταιρίσθηκε την ανθρώπινη φύση, από την πανάρχαια εποχή, ώστε να μην παρουσιάζει κάτι το στιγμιαίο, κάτι το σύντομο, αλλά κάτι το βαθύ, το διαρκές, το αιώνιο, και «όλος ο αιώνας», όλη η «καιρική» αιωνιότητα να είναι διαποτισμένη από αυτή. Σε κάθε περίπτωση η αμαρτία θέλει και επιθυμεί να γίνει σε αυτό τον κόσμο κάτι το αιώνιο, να γίνει πραγματικά η αιωνιότητά του. Γιατί αυτός ο κόσμος «βλέπει» στην αμαρτία τη ζωή του, την «αθανασία» του, την «αιωνιότητά» του.
Έτσι ο άνθρωπος «περιπατεί κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου» και αυτό σημαίνει ό,τι αφού ζει με οικεία και διαρκή την φιλαμαρτησία, βλέπει την αμαρτία σαν κάτι το «φυσικό», κάτι το λογικό, κάτι το απαραίτητο και ακόμη περισσότερο, σαν κάτι το «συν-αιώνιο» στον κόσμο αυτό. Στην πραγματικότητα, ζώντας με την αμαρτία ο άνθρωπος θανατώνει τον εαυτό του, θανατώνει κάθε τι το ανώτερο, το άγιο, το ένθεο, το αθάνατο, το αιώνιο και γίνεται ψυχικά νεκρός.
Αλλά το να περιπατεί ο άνθρωπος «κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου»
σημαίνει και κάτι ακόμη, ότι περιπατεί «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος», ό,τι περιπατεί σύμφωνα με το θέλημα του διαβόλου. Η ανθρώπινη αμαρτία δεν είναι «αυτοδημιούργητη» αλλά εξάγεται, προέρχεται ολόκληρη από τον διάβολο και εξαρτάται από αυτόν. Η αμαρτία είναι καθαρή επινόηση του διαβόλου. Και προσεταιριζόμενοι οι άνθρωποι την αμαρτία, «κοινωνούν» με το διάβολο, γίνονται «θεληματικά» συνεργοί του.
Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς,

ΣΙΩΠΩΝ,ΟΧΙ ΑΠΩΝ...



Ο Θεός επέλεξε να φανερώνεται στον κόσμο και κυρίως στις ανθρώπινες καρδιές ως πάσχων και σιωπών. Έτσι πολλοί πίστεψαν ότι μπορούν αυτή την μυστηριώδη εκκωφαντική σιωπή Του να την αντικαταστήσουν με τις δικές τους εμπαθείς κραυγές, γεμίζοντας με τρόμο, φόβο, πανικό, ενοχές και μεταφυσικές απειλές τις ανθρώπινες υπάρξεις.
Όμως ο Θεός μπορεί να είναι σιωπών αλλά σε καμία περίπτωση απών!!! Με τους δικούς του παράδοξους και ακατανόητους μη προβλέψιμους στα ανθρώπινα κριτήρια δρόμους, κοινωνεί τον βίο της ανθρώπινης καρδιάς, που με ειλικρίνεια διψάει την μυστηριώδη παρουσία Του.

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ



Τη μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Φωτεινής, της Σαμαρείτιδος τιμά σήμερα, 26 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας. Η Αγία Μεγαλομάρτυς Φωτεινή καταγόταν από την Σαμαρειτική πόλη Σιχάρ. Για την Αγία Φωτεινή μας μιλάει ό Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής στο Δ΄ κεφάλαιο (Δ’1-38) του Ευαγγελίου του. Κάθε μεσημέρι πήγαινε έξω από την πόλη, στο πηγάδι του Ιακώβ, και γέμιζε την στάμνα της.
Εκεί, μια μέρα, συνάντησε τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος φανέρωσε σ’αυτήν όλη τη ζωή της. Ο Κύριος είπε στην Αγία Φωτεινή, ότι Αυτός είναι «τό ύδωρ τό ζων», δηλαδή, η αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό το «πνευματικό ύδωρ» έδωσε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα, η οποία ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που βαπτίστηκαν Χριστιανοί στη Σαμάρεια, και έλαβε το όνομα Φωτεινή. Από τότε αφιέρωσε τη ζωή της στη διάδοση του Ευαγγελίου στην Αφρική και στη Ρώμη.
Παρέδωσε μαρτυρικά τη ψυχή της στον Κύριο, από τον αυτοκράτορα Νέρωνα, όταν αυτός έμαθε ότι η Αγία Φωτεινή έκανε Χριστιανές τη κόρη του Δομνίνα και μερικές άλλες γυναίκες. Επίσης, μαζί με την Αγία Φωτεινή μαρτύρησαν οι γιοι της και οι πέντε αδελφές της.
Απολυτίκιο:
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Την πηγήν δεξαμενή της σοφίας και χάριτος, εκ χειλέων Κυρίου Φωτεινή Ισαπόστολε, νομίμως ηγωνίσω πανοικεί, και νέμεις φωτισμόν παρά Θεού, τοις προστρέχουσι τη σκέπη σου τη σεπτή, και ευλαβώς βοώσί σοι. Δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω χορηγούντι διά σού, χάριν ημίν και έλεος.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΣΕ ΕΝΑΝ ΝΕΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΣΗΜΕΡΑ;




π. Θεμιστοκλής Μουρτζανού

Για τους περισσότερους είναι μία παράδοση, ένα έθιμο. Συνδεδεμένη με τη νηστεία και με έκβασή της την Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα, η Σαρακοστή είναι μία συνήθεια που έρχεται από το παρελθόν.

Πολλοί νέοι σήμερα νηστεύουν, ακολουθώντας την οικογένειά τους, επιλέγοντας έναν εναλλακτικό τρόπο διατροφής ή επειδή αισθάνονται ότι η νηστεία είναι ένας απόηχος της ανάγκης για Θεό και νόημα ζωής. Άλλοι πάλι εκκλησιάζονται, ιδίως κατά τους Χαιρετισμούς ή τις Κυριακές της Σαρακοστής. Σχεδόν όλοι όμως συνεχίζουν τον τρόπο ζωής τους, χωρίς να συνειδητοποιούν στον λογισμό και στον προβληματισμό τους ότι Σαρακοστή σημαίνει αλλιώτικη πορεία ζωής.
Η οικογένεια, εφόσον έχει πνευματικά βιώματα και νιώθει την ανάγκη μεταλαμπάδευσής τους, μπορεί να δώσει στα παιδιά και τους νέους αφετηρίες σαρακοστιανών εμπειριών. Λιγότερη τηλεόραση και υπολογιστής. Επιμέλεια στην προσευχή. Συζήτηση για το νόημα του κόσμου και της ζωής. Ο Χριστός ως βάση για τη διαχείριση των περιστάσεων, των ανθρώπων, των σχέσεων. Και τη ίδια στιγμή εργασία με τον εαυτό μας. Αίσθηση ότι ο χρόνος της νηστείας δεν είναι μόνο διατροφική αλλαγή, αλλά απόφαση για περισσότερη αγάπη. Για συγχώρεση και ανοχή. Για θέαση του κόσμου μέσα από τη θέση του πλησίον. Αντίσταση στο ήθος ενός πολιτισμού που επιμένει ατομοκεντρικά. Σύνδεση με την εκκλησιαστική κοινότητα μέσω της λατρείας και των εορτών. Μετάνοια για τα μικρότερα ή μεγαλύτερα λάθη.
Και βέβαια χαρά. Αυτή που είναι το τελικό νόημα της Σαρακοστής, όπως και κάθε λειτουργικής περιόδου της ζωής της Εκκλησίας. Δεν είναι καταπίεση η νηστεία, η προσευχή, ο συχνότερος εκκλησιασμός, η συναίσθηση ότι δεν είμαστε τέλειοι, ότι ο κόσμος δεν υπάρχει για να προβάλλουμε τον εαυτό μας αλλά για να αγαπούμε, δηλαδή για να βγαίνουμε από αυτόν. Και η έξοδος δίνει χαρά. Κάποτε φανερή, κάποτε μυστική. Σκοπός της είναι η συνάντηση με τον Χριστό. Η θέα Του στο πρόσωπο του άλλου. Η μεταμόρφωση της καρδιάς.
Ό,τι δίνει αληθινό νόημα στη ζωή μας και μας κάνει να μη νικιόμαστε από την έπαρση και το δικαίωμα της κατανάλωσης των πάντων, από την υιοθέτηση του μοιραίου «όλα επιτρέπονται». Και είναι χαρά να μην αισθανόμαστε μόνοι, ακόμη κι αν για τους πολλούς αυτός ο τρόπος είναι κατεξοχήν μοναχικός. Κάποτε παρωχημένος. Η χαρά όμως δε νικιέται από το παρόν, αλλά το αγιάζει και το μεταμορφώνει. Και μας μαζί του.
Η Εκκλησία καλεί ιδιαίτερα τους νέους να δουν πίσω από τις λέξεις των ύμνων, πίσω από το λιτό φως των ιερών ακολουθιών, τα πένθιμα άμφια την προτροπή για μετάνοια, για απελευθέρωση από έναν κόσμο που φωνάζει. Που θεοποιεί εαυτό και πάθη. Που δεν ξέρει να ακούει. Και ο νέος, αυτός δηλαδή που ζητά αυθεντικότητα και αγάπη, μπορεί να βρει στον χρόνο της Σαρακοστής και στον τρόπο της Εκκλησίας τη χαραμάδα από την οποία το φως της πίστης θα περάσει, θα αλλάξει την καρδιά και θα κάνει τον άνθρωπο να μοιάσει του Θεού. Εκείνου που από αγάπη θα σταυρωθεί και θα αναστηθεί. Για να δώσει αιωνιότητα στη χαρά που τόσο μας λείπει και που ο κόσμος την υποκαθιστά με τις ψευδαισθήσεις του.

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ,ΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ




Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Ο ήλιος αχνοφαίνεται, καταφέρνει όμως να χρωματίσει τον ουρανό και την πλάση με το φως του. Από νωρίς κανα δυο αηδόνια πρόλαβαν τους πατέρες που ψέλνουν τον όρθρο, ψέλνουν και αυτά, δοξολογούν το πλάστη τους. Το μοναστήρι γέμισε αρώματα, μυρωδιές της άνοιξης.

Αν και είμαστε μέσα στην κατανυκτική περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής υπάρχει μία διάθεση χαράς, αναγέννησης. Και είναι φυσικό, μιας και η περίοδος της νηστείας, μετάνοιας και της καλλιέργειας μιας περισσότερης ασκητικής διαθέσεως, μας μεταμορφώνουν. Μας εισάγουν πιο βαθειά στην χριστιανική ζωή, μια ζωή που χαρακτηρίζεται από μια «περίεργη» χαρμολύπη.
Οι ακολουθίες μεγάλες και πολύωρες, γεμάτες κατανυκτικά ακούσματα. Οι μοναχοί άλλοι στο ψαλτήρι και άλλοι στα στασίδια τους με το κομποσχοίνι στο χέρι. «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δως…» λέγει ο εφημέριος και όλοι οι πατέρες πέφτουν στα γόνατα. Είναι να θαυμάζει κανείς πως όλοι μαζί σαν ένα σώμα ανταποκρίνονται στο άκουσμα της ευχής του αγίου Εφραίμ του Σύρου.
Η ακολουθία θα τελειώσει με τον ήλιο πλέον να δεσπόζει στον καθάριο ουρανό. Τα ανθισμένα αγριολούλουδα αγκαλιάζουν τον άγιο τόπο του μοναστηριού σαν μια τρυφερή αγκαλιά.
Η αυλή άδεια. Πριν ακουγόταν ο βυζαντινός χορός, τώρα ανθρώπινη λαλιά δεν ακούγεται. Σιωπή που διασαλεύεται από κανένα κελάηδισμα. Τα λεπτά περνούν και τίποτα δεν αλλάζει. Μα να, προβάλει πλέον μια μορφή, αλλοιωμένη, χαριτωμένη, βιαστική. Ένας μοναχός ενδεδυμένος πλέον ένα φθειρμένο ζωστικό, παλιό και ταλαιπωρημένο βαδίζει προς τον χώρο εργασίας του. Δεν προλαβαίνει να χαθεί και να σου και άλλος, και άλλος. Ο καθένας πηγαίνει στο διακόνημά του. Ο καθένας χωρίς περιττά λόγια παρά μόνο με την ευχή στο στόμα πορεύεται. Εάν τους παρατηρήσεις θα δεις ότι κάτι το εξωπραγματικό υπάρχει στην παρουσία τους. Φορούν παλαιά ενδύματα, μια απλή δερμάτινη ζώνη, ένα ξεθωριασμένο σκουφή…όμως το βλέμμα τους, τα μάτια τους προδίδουν κάποιο μεγαλείο.
Ο χαριτωμένος άνθρωπος που προσεύχεται, που ζει καθαρά με μετάνοια και ταπείνωση δεν μπορεί να κρυφτεί. Τα μάτια του τον προδίδουν. Ακόμα και όταν γεμίσει σκόνες και χώματα, ακόμα και όταν τα ατημέλητα μαλλιά και γένια του τον παρουσιάζουν σαν βρώμικο και ασταθή ψυχοπνευματικά, τα μάτια του γίνονται ο καθρέπτης της πραγματικότητας, δεν μπορούν να ξεγελάσουν τους άλλους, ίσως μόνο κάποιους κακοπροαίρετους.
Μέσα στο διακόνημα ο μοναχός καλλιεργεί την υπακοή και την προσευχή. Η προσευχή δεν σταματά ποτέ ακόμα και όταν φαίνεται ότι είναι περιττή ή άκαιρη. Η ώρα περνά και σε λίγο θα ακουστεί το καμπανάκι. Όλοι οι πατέρες κάνουν τον σταυρό τους, αφήνουν την εργασία τους και κατευθύνονται στην τραπεζαρία. Η κοινή τράπεζα είναι βασικό χαρακτηριστικό στα κοινόβια. Όλοι μαζί θα κάνουν την καθορισμένη προσευχή και θα καθίσουν στην τράπεζα. Ενώ οι πατέρες θα αρχίζουν να τρώνε την αλάδωτη σούπα κάποιος μοναχός θα αρχίσει να διαβάζει από το συναξάρι για τους αγίους της ημέρας. Στην τράπεζα δεσπόζει η φωνή του διαβαστή, όλοι ακούνε προσεκτικά τους ασκητικούς αγώνες ή τα μαρτύρια του αγίου της ημέρας και μέσα στην σιωπή προβληματίζονται και οφελούνται.
Η τράπεζα τελειώνει γρήγορα. Δεν υπάρχει χώρος σε ανώφελες συζητήσεις και αστεϊσμούς. Όταν ο γέροντας τελειώσει το φαγητό του κτυπά και πάλι το καμπανάκι, αμέσως όλοι σηκώνονται όρθιοι, κάποιοι λαϊκοί που τρώγανε αργά και με το πάσο τους ξαφνιάζονται, προσπαθούν γεμάτοι αγωνία να καταφέρουν να φάνε λίγο ακόμα….ο εφημέριος ευλογεί τα περισσεύματα και όλοι σιγά σιγά αποχωρούν. Στην τράπεζα θα μείνουν οι τραπεζάριδες, αυτοί που στρώσανε το τραπέζι για τους αδελφούς τώρα θα μαζέψουν όλα τα πιάτα και θα τα πλύνουν. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, όλα γίνονται με τα μάτια. Μετά από χρόνια στο κοινόβιο ο κάθε αδελφός ξέρει τι να κάνει και πότε να το κάνει.Ήρεμα, ήσυχα, προσευχόμενοι, τακτοποιούν την κουζίνα και την τράπεζα ώστε αύριο να είναι και πάλι όλα έτοιμα.
Το πρόγραμμα είναι βασικό σε ένα μοναστήρι αλλά και γενικότερα στην πνευματική ζωή. Χωρίς πρόγραμμα πολύ εύκολα μπορεί κάποιος να παρασυρθεί σε πράγματα ανούσια και πολλές φορές αμαρτωλά. Το μοναστήρι το «κρατάει» το πρόγραμμα.
Πολλές φορές οι επισκέπτες σε ένα μοναστήρι έχουν μία λάθος εντύπωση για τους μοναχούς. Περιμένουν όλοι να τους μιλούν, να τους προτρέπουν να καθίσουν και να πιούνε καφέ μαζί, να τους χαιρετίσουν. Όμως αυτό είναι λάθος.
Ο κάθε μοναχός έχει το δικό του πρόγραμμα το οποίο έχει διαμορφωθεί: α) με την κοινοβιακή ζωή του μοναστηριού β) με την προσωπική πνευματική κατάσταση του μοναχού γ) με τις συμβουλές και παρεμβάσεις του γέροντα.
Έτσι λοιπόν ο κάθε μοναχός έχει το δικό του πρόγραμμα , τον δικό του κανόνα. Υπάρχουν μοναχοί που επειδή πολεμούνται από την φιλαρέσκεια αποφεύγουν τους επισκέπτες, άλλοι επειδή καλλιεργούν την σιωπή δεν ομιλούν σχεδόν καθόλου, άλλοι επειδή έχουν κάποιο κανόνα από τον γέροντα είναι απόμακροι, άλλοι πάλι θέλοντας να μην αποσπούνται από την ησυχία δεν ανταποκρίνονται σε λαϊκές παρέες που τους καλούν για συζήτηση. Γι’ αυτό το λόγο και κάθε μοναστήρι έχει και κάποιον αρχοντάρι που είναι υπεύθυνος να υποδέχεται και να ομιλεί στους επισκέπτες, ώστε οι υπόλοιποι πατέρες να μην αποσπούνται από τα δικά τους διακονήματα και το δικό τους πρόγραμμα.
Πολλοί παρεξηγούν τους πατέρες που αποφεύγουν τις συζητήσεις και γενικότερα την κοινωνικότητα. Όμως κάνουν λάθος. Ο μοναχός σε ένα μοναστήρι ζει με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής έχοντας πάρει ευλογία από τον γέροντα, και αυτό του αρκεί. Ο μοναχός ήρθε στο μοναστήρι για να ζήσει προπαντός με υπακοή. Εάν λοιπόν ο γέροντας τον έχει συμβουλεύσει να ζει και να κινείται μέσα στο μοναστήρι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αυτό είναι δικό του θέμα. Δεν είναι δουλειά του μοναχού να κάνει παρέα σε λαϊκούς. Δουλειά του μοναχού είναι να ζει με υπακοή, προσευχή τηρώντας τις υποσχέσεις που έδωσε στην μοναχική του κουρά.
Είπε κάποτε ένας γέροντας σε έναν μοναχό: «Καλύτερα να σε λέγουν αντικοινωνικό και κακομούτσουνο, παρά να σε επαινούν και να πέσεις στην πλάνη της υπερηφάνειας…..η συναναστροφή με λαϊκούς ιδίως τον πρώτο καιρό είναι πολύ επικίνδυνη διότι ακόμα και αυτοί οι άνθρωποι -αν και δεν το θέλουν- θα γίνουν όργανα του διαβόλου ώστε να ενθυμίσουν με τις συζητήσεις και τα λόγια τους την παλαιά ζωή του μοναχού και να αναγεννήσουν μέσα του το κοσμικό φρόνημα».
Περιγράψαμε στην αρχή του κειμένου ένα μέρος της ζωής σε ένα μοναστήρι. Το κάθε μοναστήρι έχει τον δικό του τρόπο ζωής, το δικό του πρόγραμμα. Όμως όλα τα μοναστήρια έχουν κάτι κοινό. Και ποιο είναι αυτό; Τα μοναστήρια είναι τόποι όπου υπάρχει πόλεμος και όχι ειρήνη, υπάρχουν τραυματίες και άρρωστοι, υπάρχουν μαχητές, οπλίτες και στρατηγοί του πνεύματος. Ο αόρατος πόλεμος στα μοναστήρια είναι πολύ έντονος, διότι είναι τόποι κατ’ εξοχήν ασκήσεως, προσευχής, νήψεως και υπακοής.
Εξωτερικά ο τόπος από μοναστήρι σε μοναστήρι μπορεί να διαφέρει, όμως σε όλα τα μοναστήρια κατοικούν άνθρωποι που έχουν μία κοινή έννοια, μία κοινή αγάπη, έναν κοινό στόχο και σκοπό. Τον Χριστό. Και τον Χριστό θα τον βρουν στο πρόσωπο του αδελφού τους, θα το βρουν μέσω της άσκησης, της νηστείας, της ησυχίας, θα το βρουν στο πρόσωπο και του επισκέπτη που θα τον μιλήσουν ή και όχι, που όμως θα προσευχηθούν γι’ αυτόν. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι επειδή δεν τους μιλάς, τους απαξιώνεις. Όχι. Πολλοί άνθρωποι μας χαιρετούν στον δρόμο όμως με το που φύγουμε μας ξεχνούν, σαν να μην μας είδαν, σαν να μην χαιρετηθήκαμε. Αντιθέτως ο μοναχός πολλές φορές επειδή δεν μας μιλά μας δίνει περισσότερη αξία. Ο μοναχός μας προσπερνά σωματικά αλλά όχι υπαρξιακά, μας αφήνει έξω από το μυαλό του όμως μας τοποθετεί μέσα στην καρδιά του, μας παίρνει μέσα στο κελί του αφήνοντάς μας έξω απ΄αυτό.
Όταν λοιπόν επισκεφτούμε έναν τέτοιο τόπο, έναν τόπο όπου εξωτερικά κυριαρχεί η σιωπή και η ησυχία να γνωρίζουμε τα πράγματα δεν είναι και τόσο ειρηνικά. Οι μοναχοί έρχονται αντιμέτωποι με πολλούς πειρασμούς κάθε ώρα και στιγμή. Την ώρα της ακολουθίας, την ώρα του διακονήματος, την ώρα του κανόνος, την ώρα της τράπεζας, την ώρα του ύπνου…παντού και πάντοτε πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα βέλη του πονηρού και εάν λαβωθούν να τρέξουν γρήγορα στον γέροντα να του δείξουν το τραύμα τους ώστε να τους το θεραπεύσει.
Ο μοναχός είναι ένας μαχητής του πνεύματος. Μπορεί να είναι αδύναμος σωματικά, μπορεί να είναι ατημέλητος εξωτερικά, μπορεί να είναι ακοινώνητος, όμως ο μοναχός είναι ο πλέον τολμηρός και δυνατός, ο πλέον κοινωνικός μιας και ζει μέσα στην κοινωνία της Χάριτος, μέσα στην συν-χωρετικότητα.
Αυτός που ζει με υπακοή και ταπείνωση έχει μάτια που προδίδουν την αρετή του. Προδίδουν αυτά που βλέπει όταν οι άλλοι κοιμούνται, προδίδουν αυτά που βιώνει όταν οι άλλοι φωνασκούν, προδίδουν τα δάκρυα που ρίχνει για τους άλλους και τον εαυτό του όταν οι άλλοι αμαρτάνουν, προδίδει το μεγαλείο της αγάπης ενός ανθρώπου που άφησε τα πάντα για να κοινωνεί με τον Έναν, τον Χριστό.
Ο μοναχός που ζει σε ένα μοναστήρι, ζει για όλους, προσεύχεται και ασκήται για όλους. Περιορίζει τον εαυτό του για να μην έχει όρια. Στα μοναστήρια κυριαρχεί μια θεία τρέλα που ο κόσμος δύσκολα θα καταλάβει, όμως αυτοί που μένουν εκεί, “οι τρελοί και ακοινώνητοι” ξέρουν γιατί βρίσκονται εκεί, ξέρουν τι μπορεί να τους προσφέρει ο μοναχισμός, η υπακοή και η ταπείνωση. Ξέρουν το πόσο λιγα δίνουν και πόσα πολλά παίρνουν.
Οι μοναχοί αναπαύονται στο μαρτύριο της συνειδήσεώς τους και αναγεννιούνται καθημερινά με την Χάρη του Θεού κτίζοντας πνευματικούς φάρους που μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα της αμαρτίας μας φωτίζουν και μας δείχνουν τον δρόμο της επιστροφής, της μετάνοιας και την προσωπικής μας ανάστασης.
Κάθε μοναστήρι είναι ένας πνευματικός θησαυρός και όχι απλά ένα όμορφο κτίριο. Κάθε μοναστήρι είναι μια πνευματική όαση μέσα στην έρημο της εμπάθειας του κόσμου. Ας προσερχόμαστε λοιπόν σε αυτά, με τον απαιτούμενο σεβασμό, ώστε να οφελούμαστε πνευματικά. Αρκεί να βρεθούμε εκεί κι ας μην συναντήσουμε κάποιον μοναχό, αρκεί να σταθούμε εκεί ταπεινά αφήνοντας το αίτημά μας στην εικόνα της Παναγίας, των Αγίων μας. Αρκεί να σκύψουμε εκεί, μέσα στην σιωπή, μέσα στην πίστη και την ελπίδα… και ποιος ξέρει κάποιος άγιος “μαυροφορεμένος τρελός” μπορεί να μας ακούσει και να ματώσει και τα δικά του γόνατα για εμάς, να αφουγκραστεί την αγωνία μας και να μας αγκαλιάσει πνευματικά, να οσφρανθεί την μετάνοιά μας και να την ενώση με την δική του, να ακουμπήσει την ταπείνωσή μας και να μας αναστήσει…

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑ
Την Α’ Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία μας πανηγυρίζει τον θρίαμβό της. Η Ορθοδοξία γιορτάζει τη Νίκη της. Ζώντες και Τεθνεώτες, θριαμβεύουσα και Στρατευομένη Εκκλησία, όλο το Σώμα του Χριστού, πνευματικά εορτάζει. Η Νίκη αυτή περιγράφεται στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας», που διαβάζεται κατά την Λιτανεία των Αγίων Εικόνων. Εκεί φαίνεται, ποια είναι η Ορθοδοξία. Δεν πρόκειται για μια Ιδεολογία, για κάποιο «Κοινωνικό Σύστημα» ή Φιλοσοφία, για κάποια εγκόσμια Πολιτική, που επεκράτησε και θριαμβολογεί για τη συντριβή των αντιπάλων της. Όχι! Η Ορθοδοξία είναι ο νέος τρόπος ζωής και υπάρξεως, η ΧΡΙΣΤΟΖΩΗ, που εισήχθη στην ιστορία με τη Σάρκωση του Αιώνιου Λόγου του Θεού.
Αν λοιπόν μακαρίζονται σήμερα οι Άγιοι και Πιστοί όλων των αιώνων, είναι γιατί μας διέσωσαν την εν Χριστώ υπαρκτική Αλήθεια. τον τρόπο ζωής, δηλαδή, που μόνος οδηγεί στη θέωση, στη σωτηρία. Και αν αναθεματίζονται σήμερα όλοι οι αιρετικοί και νοθευτές της θείας Αποκαλύψεως, δεν είναι τούτο εκδήλωση μισαλλοδοξίας, αλλά προστασία της ανθρωπότητας από κάθε τι, που αλλοιώνει την γνησιότητα της χριστιανικής υπάρξεως και εμποδίζει τη θέωση, τη σωτηρία.
Οι Άγιοι της Π. Διαθήκης έμειναν πιστοί στην Αλήθεια, που τους απεκάλυψε ο Θεός με την φανέρωσή του σ’ αυτούς. Ηγετική μορφή στη θυσία για την Αλήθεια υπήρξε ο Μωυσής. Με κέντρο τον ένσαρκο Θείο Λόγο, τον Ιησού Χριστό, συναντώνται στην ίδια μαρτυρική πορεία με τους Αγίους της Π. Διαθήκης και οι Άγιοι της Καινής Διαθήκης. Μάρτυρες, άνδρες και γυναίκες, Όσιοι και Όσιες, Πατέρες και Μητέρες εν Χριστώ, Ασκητές και Ασκήτριες, έδωσαν και δίνουν ακατάπαυστα, την καλή μαρτυρία της Πίστεως, για να σωθεί η Αλήθεια στον κόσμο. Για να υπάρχει πάντα η μόνη σωστική κοινωνία στον κόσμο, η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ, το Σώμα του Χριστού.
Κατά τον Απ. Παύλο στην Ορθοδοξία δεν μπορεί να ισχύσει η περίπτωση του ανθρώπου που αγωνίζεται να σώσει μόνο την «ψυχούλα» του, αδιαφορώντας για τους γύρω του, διότι δεν σώζεται κανείς μόνος του, αλλά μέσα στο Σώμα του Χριστού, στην κοινωνία των αδελφών του.
Το αποδεικνύει η αυτομαρτυρία του Απ. Παύλου: «Ηυχόμην γαρ ανάθεμα είναι αυτός εγώ από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου…» (Ρωμ. θ’ 3). Ή: «Τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω» (Α’ Κορ. θ’ 22). Τα ίδια θα διακηρύξει και ο Νέος Παύλος της Ρωμηοσύνης, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Σιμά εις τα άλλα ηύρηκα και τούτον τον λόγον, οπού λέγει ο Χριστός μας, πως δεν πρέπει κανένας Χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, να φροντίζη δια του λόγου του μόνον, πώς να σωθή, αλλά να φροντίζη και δια τους αδελφούς του (πρβλ. Α’ Κορ. ι’ 24). Και όποιος φροντίζει μόνον δια του λόγου του και δεν φροντίζει και δια τους αδελφούς του, εκείνος θα κολασθή. Ακούοντας και εγώ, αδελφοί μου, ετούτον τον γλυκύτατον λόγον, όπου λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζωμεν και δια τους αδελφούς μας, με έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν μου, ωσάν το σκουλήκι, όπου τρώγει το ξύλον…».
Η Ιεραποστολή της Εκκλησίας
είναι καρπός αυτού του πνεύματος της θυσίας για την Αλήθεια και για τους αδελφούς. Το αποδεικνύει περίτρανα το έργο του Παύλου και όλων των Αποστόλων, αλλά και το έργο του Νεοαποστόλου μας Πατροκοσμά. Γι’ αυτό βρίσκεται η Ιεραποστολή στο κέντρο της Ορθοδοξίας, και είναι η πεμπτουσία της μαρτυρίας της. Έργο της Ορθοδοξίας σε κάθε εποχή είναι να κρατήσει ανόθευτη και αναλλοίωτη την «Ζωή του Χριστού» (τον τρόπο υπάρξεως, που έφερε ο Χριστός στον κόσμο) και να τον μεταδώσει σε κάθε σημείο της γης. Για να σωθεί ο κόσμος! Η Κυριακή Ορθοδοξίας είναι γι’ αυτό, όχι απλώς ένας πανηγυρισμός, αλλά μια υπόμνηση σε κάθε ορθόδοξο, σε όλους μας, ότι ο κόσμος μας, η κοινωνία μας, περιμένουν ακόμη τον Χριστό. Ή γιατί δεν Τον γνώρισαν ακόμη, ή γιατί Τον γνώρισαν μεν, αλλά όπως Τον παραμόρφωσε και αλλοίωσε η αίρεση και η κάθε λογής πλάνη.
 ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΑΡΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ



Τη μνήμη του Αγίου Ταρασίου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τιμά σήμερα, 25 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας. Ο Άγιος Ταράσιος γεννήθηκε, μεγάλωσε και μορφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί όπου και του δίδαξαν την χριστιανική πίστη. Ονομάζονταν Γεώργιος, και Ευκρατία. Λόγω της μεγάλης μόρφωσής του, ανέβηκε στο αξίωμα του πρωτοασηκρίτου.
Στις 25 Δεκεμβρίου του 784 μ.Χ., όταν χήρεψε ο πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινούπολης, εξελέγει πανηγυρικά Πατριάρχης, διαδέχόμενος τον πατριάρχη Παύλο Δ’. Επίσης, ήταν παρών στην 7η Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, όπου ήταν υπέρ στην τιμητική προσκύνηση των Αγίων εικόνων. Ο Άγιος Ταράσιος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο στις 25 Φεβρουαρίου το 806 μ.Χ. ύστερα από 21 έτη πατριαρχίας. Το Ιερό Λείψανό του τάφηκε στη Μονή Βοσπόρου, όπου και είχε χτίσει ο ίδιος.
Το έργο που επιτέλεσε εν ζωή ήταν μεγάλο. Κυρίως στην αναστήλωση των εικόνων, καθώς και με τη διατύπωση ότι η προσκύνηση των εικόνων, να μην έχει χαρακτήρα λατρείας, αλλά πνεύμα χριστιανικής πίστης. Η κοίμηση του Αγίου Ταρασίου είχε βυθίσει σε βαρύ πένθος τον το ποίμνιό του.
Απολυτίκιο:
Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Βίου ορθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστήρ υπέρλαμπρος, ώφθης του Πνεύματος, και την Εικόνα του Χρίστου, Συνόδω εν τη Έβδομη, προσκυνείν εκήρυξας, ορθοδόξως μακάριε, στύλος και εδραίωμα, Εκκλησίας γενόμενος, διό τους σούς αγώνας γεραίρει, Πάτερ Ιεράρχα Ταράσιε.

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Της Ορθοδοξίας
Σχολιασμός
 Την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής, η Εκκλησία γιορτάζει «τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας της», την φανέρωση της αλήθειας για τον Θεό και τον άνθρωπο, για την ορθή πίστη και  ζωή. Μνημονεύει τους αγώνες των αγίων Οικουμενικών Συνόδων και μας χειραγωγεί στα βιώματα των αγίων Πατέρων, εκείνα που όταν διατυπώθηκαν σε δόγματα και κανόνες «την εκκλησίαν εστήριζαν». Θυμάται επίσης το ιστορικό γεγονός της αναστήλωσης των ιερών εικόνων, διακηρύσσοντας με το τρόπο αυτό την αυτοσυνείδηση της, ότι δια μέσω του απεικονιζόμενου αγίου προσώπου εκφράζει ο άνθρωπος το περιεχόμενο της καρδίας του, και δεν είναι εικονολάτρης, αποδίδοντας λατρεία στο ξύλο. Η σημασία της ορθής πίστης ως τον θεμέλιο λίθο της χριστιανικής ύπαρξης, τονίζεται στο Ευαγγέλιο από τον ίδιο το Χριστό. Όταν ρώτησε τους μαθητές του «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;», ο Απόστολος Πέτρος του απάντησε «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος». Ο Χριστός τον επαίνεσε για την απάντησή του αυτή, με τα λόγια «Μακάριος ει Σίμων…συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν…» (Μτθ ιστ΄,17-18). Θεμέλιος λίθος λοιπόν στον οποίο η Εκκλησία οικοδομείται, είναι στην «πέτρα» της πίστης των θεϊκών λόγων του Χριστού και γενικότερα η θεία του φύση[1].
Το περιστατικό της σημερινής περικοπής, είναι παρμένο από το πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη, και κάνει λόγο για το βίωμα της προσωπικής συνάντησης του κάθε ανθρώπου με το Χριστό. Αναφέρετε στη εκλογή και κλήση από το Χριστό των Αποστόλων Φιλίππου και Ναθαναήλ, που θ’ αποτελέσουν μαζί με τους υπόλοιπους δέκα το βασικό πυρήνα για την ίδρυση της Εκκλησίας. Είχε προηγηθεί  το κάλεσμα του Χριστού προς τον Ανδρέα και τον Πέτρο (Ιω. στ΄ 35-43). Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ευαγγελίου, οι Ανδρέας, Πέτρος και Φίλιππος κατάγονται από την ίδια κωμόπολη, την Βησθαϊδά. Εκτός από το όνομα του Φιλίππου, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν μας δίνει άλλα στοιχεία της προσωπικότητας του, ούτε μας περιγράφει με λεπτομέρεια τις συνθήκες της συνάντησης του με το Χριστό. Δεν αποκλείεται ο Φίλιππος να ήταν και αυτός ψαράς και γνωστός στους τρεις συγχωριανούς του. Καθώς σαν ομότεχνοι επαγγελματίες έριχναν τα δίχτυα στη λίμνη τις νύχτες, συχνά αλληλοβοηθούμενοι, σίγουρα θα είχαν κάποιες ευκαιρίες για συνομιλίες και συνεργασία μεταξύ τους. Ο Ιησούς Χριστός φυσικά «δεν είχε ανάγκη κάποιον να του δώσει πληροφορίες για τους ανθρώπους, διότι ο ίδιος γνώριζε τί υπάρχει μέσα στους ανθρώπους» (Ιω β΄25).
Ο Φίλιππος, μόλις πήρε αυτή τη θεία πρόσκληση του Κυρί­ου, χωρίς να αναβάλει ούτε μια στιγμή, τον ακολουθεί με ιερό και θαυμαστό ζήλο. Αξιοπρόσεκτη όμως είναι η αυθόρμητη κίνηση του, να μεταγγίσει την πίστη του και τη χαρά της πιο πάνω συνάντησης, στο εκλεκτό του φίλο Ναθαναήλ. Παραλείπει να του πει οτιδήποτε άλλο, και μπαίνει κατ’ ευθείαν στο θέμα αναφωνώντας: «Όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν…». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Βλέπεις πόσο επιμελημένη σκέψη είχε (ο Φίλιππος) και πόσο συχνά μελετούσε τα γραπτά του Μωυσή και περίμενε την έλευση του Χριστού; Διότι το «ευρήκαμεν» ανήκει σε εκείνον, ο οποίος πάντοτε ζητεί»[2].
Ο Ναθαναήλ ήταν πιστός και αγαθός Ισραηλίτης, εγκρατέστερος στη μελέτη των Γραφών, αλλά δεν είχε μέσα του πονηριά. Είχε όμως τις δικές του αντιρρήσεις, που ξεκινούσαν από την γνώση των ιουδαϊκών παραδόσεων, οι οποίες έλεγαν πως, είτε θα είναι άγνωστη στους ανθρώπους η καταγωγή του Μεσσία, είτε εκείνος θα ήταν από την Βηθλεέμ κατά τον προφήτη Μιχαία. Στηριγμένος στη λογική του και τις πληροφορίες που έχει για τους ανθρώπους της Ναζαρέτ, αφού εκεί ζούσαν πολλοί εθνικοί, του απαντά: «Από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να προέρχεται κάτι καλό;».
Ο Φίλιππος αδυνατεί με λόγια να πείσει το φίλο του, δεν έχει άλλο πιο δυνατό επιχείρημα, παρά μόνο την προσωπική γνωριμία με τον Χριστό. Αυτό το νόημα έχει και ο λόγος που του απευθύνει, «Έρχου και ίδε». Ο Ναθαναήλ, έχοντας μεγάλη προσδοκία για την έλευση του Μεσσία, ακολουθεί αμέσως το Φίλιππο και πηγαίνουν προς τον Ιησού. Πριν καλά καλά φτάσουν κοντά του, ο Κύριος απευθύνεται προς αυτόν και τον εγκωμιάζει «Να ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει πονηρία και ανειλικρίνεια, αλλά  ο οποίος με ευθύτητα ποθεί να βρει την αλήθεια. Οι θαυμαστές αυτές αποκαλύψεις που του έκανε ο Ιησούς σχετικά με την προσωπικότητα και τη ζωή του, καθώς και η αποκάλυψη ότι βρισκόταν κάτω από τη συκιά, η οποία συκιά για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, συμβόλιζε το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού, ήταν αρκετές για να πιστεύει και ομολογήσει την θεότητα του Χριστού και ότι αυτός που βρίσκεται μπροστά του είναι πράγματι ο Μεσσίας.
Η ευαγγελική περικοπή τελειώνει με μια προαγγελία του Κυρίου για όσα είχαν να δουν οι μαθητές κοντά του. Τονίζει την πηγή της εξουσίας και της δύναμής του, όταν λέει στο Ναθαναήλ ότι θα δεις «μεγαλύτερα πράγματα απ’ αυτά» που είδες σήμερα, και όταν λέει στους μαθητές ότι σύντομα θα δουν τον ουρανό ανοιγμένο και «τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του ανθρώπου». Μιλά εδώ για τον εαυτό του. Άγγελοι Τον διακονούν μετά τη νηστεία και τη νίκη Του κατά του Διαβόλου (Ματθ. δ΄, 11), Άγγελοι Τον ενισχύουν στη Γεθσημανή (Λουκ. κβ΄, 43), Άγγελοι παρίστανται στην Ανάστασή Του (Ιω. κ΄, 12) και Άγγελοι υπηρετούν στην Ανάληψή Του (Πρ. α΄, 10), αλλά την ίδια στιγμή υπαινίσσεται και τον Ιακώβ, ο οποίος είδε κάποτε σε όνειρο μια κλίμακα εκτεινόμενη από τη γη ως τον ουρανό, και αγγέλους να την ανεβαίνουν και να την κατεβαίνουν φέρνοντας σε επαφή τους δύο κόσμους (Γέν. κη΄, 12).
Η σημερινή Κυριακή μας δίνει εκείνες τις κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες καλούμαστε ν’ ακολουθήσουμε στη ζωή μας για να μπορέσουμε να συναντήσουμε τον αναστημένο Χριστό. Ο ενθουσιασμός των Αποστόλων δεν ήταν μια απλή έκφραση χαράς και έκπληξης ή αγνής διάθεσης, αλλά είχε τα στοιχεία μιας μεγαλειώδους ομολογίας πίστης, ομολογίας την οποία κρατάει η Εκκλησία αιώνες τώρα ως θησαυρό στα χέρια της. Ο Χριστός φανερώνει την αγάπη του σε όλους μας και μας καλεί να γίνουμε μέτοχοι της βασιλείας του. Η χριστιανική ζωή δεν είναι προσωπική ανακάλυψη ή επιλογή κανενός, άλλα φιλότιμη ανταπόκριση στο θεϊκό αυτό κάλεσμα. Αυτή την ίδια εμπειρία καλούμαστε να έχουμε και εμείς, μέσα από τη συνειδητή ζωή μας, τη συμμετοχή μας στα μυστήρια, μελετώντας τη Αγία Γραφή και τα διάφορα εκκλησιαστικά κείμενα που εκδίδει η κατά τόπους Εκκλησία προς το πλήρωμα της. Πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι που θα πολεμούν την Ορθόδοξη ταυτότητα μας, αλλά δεν θα καταφέρουν ποτέ να μας υποτάξουν γιατί είναι πάντοτε παρών η κεφαλή της Εκκλησίας ο Ιησούς Χριστός, ο «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Η πρόσκληση προς τον Ναθαναήλ, απευθύνεται και στον καθένα από μας: «Έρχου και ίδε» .

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25/02/2018-ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)



Της Ορθοδοξίας
Πρωτότυπο κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαῑδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ, καὶ λέγει αὐτῷ· Ὅν ἔγραψε Μωσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ Προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ, τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν, καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν μὲ γινώσκεις; Ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν, εἶδόν σε. Ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ῥαββί, σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. Καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας, καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς αποφάσισε να πάει στη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε το Φίλιππο και του λέει: «Έλα μαζί μου». Ο Φίλιππος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Βρίσκει ο Φίλιππος το Ναθαναήλ και του λέει: «Αυτόν που προανήγγειλε ο Μωυσής στο νόμο και οι προφήτες, τον βρήκαμε· είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ». «Μπορεί από τη Ναζαρέτ να βγει τίποτα καλό;» τον ρώτησε ο Ναθαναήλ. «Έλα και δες μόνος σου», του λέει ο Φίλιππος. Ο Ιησούς είδε το Ναθαναήλ να πλησιάζει και λέει γι΄ αυτόν: «Να ένας γνήσιος Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». «Από πού με ξέρεις;» τον ρωτάει ο Ναθαναήλ. Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Προτού σου πει ο Φίλιππος να ΄ρθείς, σε είδα που ήσουν κάτω απ΄ τη συκιά». Τότε ο Ναθαναήλ του είπε: «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Επειδή σου είπα πως σε είδα κάτω από τη συκιά, γι΄ αυτό πιστεύεις; Θα δεις μεγαλύτερα πράγματα απ΄ αυτά». Και του λέει: «Σας βεβαιώνω ότι σύντομα θα δείτε να έχει ανοίξει ο ουρανός, και οι άγγελοι του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του Ανθρώπου».

O AΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25/02/2018(ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)



Απόστολος Παύλος
Πρωτότυπο Κείμενο
Αδελφοί, πίστει Μωϋσής μέγας γενόμενος ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαραώ, μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν, μείζονα πλούτον ηγησάμενος των Αιγύπτου θησαυρών τον ονειδισμόν του Χριστού, απέβλεπεν γαρ εις την μισθαποδοσίαν. Και τι έτι λέγω; έπιλείψει με γαρ διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ιεφθάε, Δαυΐδ τε και Σαμουήλ και των προφητών, οι διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων· έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών· άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν·  έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνῳ μαχαίρας απέθανον, περιήλθον έν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ήν άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν,  του Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι.
Νεοελληνική Απόδοση
Xάρη στην πίστη του ο Mωυσής, όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να λέγεται γιος της κόρης του Φαραώ, επειδή θεώρησε πως είναι καλύτερο να κακοπαθεί μαζί με το λαό του Θεού, παρά να απολαμβάνει προσωρινά την αμαρτωλή ζωή. Γιατί τον εξευτελισμό για χάρη του Xριστού τον θεώρησε πλούτο πολυτιμότερο από τους θησαυρούς της Aιγύπτου, επειδή απέβλεπε στην ανταπόδοση από το Θεό. Kαι τι άλλο να πρωτοπώ; Γιατί, σίγουρα δε θα έχω το χρόνο έτσι κι αρχίσω να διηγούμαι για τον Γεδεών, τον Bαράκ, τον Σαμψών, τον Iεφθάε, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και τους προφήτες, οι οποίοι χάρη στην πίστη τους ανέτρεψαν βασίλεια, επέβαλαν τη δικαιοσύνη, πέτυχαν την υλοποίηση υποσχέσεων, έφραξαν στόματα λιονταριών, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς, γλίτωσαν τη σφαγή, μετέτρεψαν σε δύναμη τις αδυναμίες τους, έγιναν ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή στρατεύματα αλλοφύλων, γυναίκες ξανάσμιξαν στη ζωή με ανθρώπους τους που αναστήθηκαν από τους νεκρούς. Kι άλλοι, πάλι, βασανίστηκαν άγρια μέχρι θανάτου, χωρίς να ενδώσουν για την ελευθέρωσή τους, ώστε να αξιωθούν μια υπέρτερη ανάσταση. Kαι διάφοροι άλλοι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρωμα, κατάντησαν να περιφέρονται ντυμένοι με προβιές και κατσικοδέρματα περνώντας από στερήσεις, θλίψεις, κακουχίες. Oι άνθρωποι αυτοί, για τους οποίους δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος, έζησαν περιπλανώμενοι σε ερημιές και σε βουνά και μέσα στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Kι όλοι αυτοί, ενώ αναγνωρίστηκαν για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την εκπλήρωση της υπόσχεσης, επειδή ο Θεός έχει προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι που να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ:ΠΟΡΕΙΑ ΚΡΕΙΤΤΟΝΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ


                Είναι προνόμιο να είμαστε Ορθόδοξοι στους καιρούς μας;
                Το ερώτημα αυτό δεν απασχολεί τους περισσότερους χριστιανούς, καθότι είμαστε δεμένοι στην παράδοση που έχει γίνει συνήθεια. Δεν συνειδητοποιούμε ότι η ιδιότητα του Ορθοδόξου χριστιανού δεν μας δίνει μόνο αυτοσυνειδησία, δεν μας εντάσσει στην παράδοση, στην ιστορία της πίστης, στην οδό της Βασιλείας του Θεού, αλλά μας δίνει την ευκαιρία «ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωμεν» (Εβρ. 11, 35). Μας εισάγει δηλαδή σε έναν τρόπο σκέψης και ζωής που ξεπερνά τα μέτρα και τα όρια του χρόνου, αλλά και των όσων η διάνοιά μας μπορεί να προβλέψει και να ελπίσει.
                Ο απόστολος Παύλος μας υπενθυμίζει, γράφοντας στους Εβραίους, ένα περιστατικό που σήμερα μοιάζει ακατάληπτο: «άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσι». Και όλα αυτά, ενώ  «έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών» (Εβρ. 11, 35). «Γυναίκες ξαναπήραν πίσω στην ζωή τους ανθρώπους τους και άλλοι βασανίστηκαν ως τον θάνατο, χωρίς να δεχτούν την απελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ότι μπορούσαν να αναστηθούν σε μια καλύτερη ζωή».  Ο απόστολος έχει από την μία υπόψιν του τις γυναίκες που έλαβαν πίσω στην ζωή τα παιδιά τους από τους προφήτες Ηλία και Ελισαίο, τα οποία όμως παιδιά έμελλε να πεθάνουν και πάλι, αφού η ανάσταση ανέστειλε αλλά δεν κατάργησε τον θάνατο. Η ζωή που πήραν τα δύο παιδιά, όσο κι αν κράτησε, δεν ήταν σωτήριος από μόνη της. Όμως υπήρξαν και ο Ελεάζαρος, οι επτά Μακκαβαίοι παίδες και η μητέρα τους Σολομωνή, οι οποίοι προτίμησαν να βασανιστούν, να αρνηθούν να υποκύψουν στην απαίτηση των διωκτών και δημίων να   αρνηθούν τον Θεό και να επιλέξουν να αναστηθούν σε μία καλύτερη ζωή. Αρνήθηκαν να ζήσουν στον παρόντα χρόνο και κόσμο, για να αναστηθούν στην αιωνιότητα, στην διαρκή σχέση με τον Χριστό, η οποία δίνει την ατελεύτητη ζωή.
                Αυτός είναι ο δρόμος της ορθόδοξης πίστης και παράδοσης. Όχι πρόσκαιρος, αλλά της κρείττονος αναστάσεως. Δεν καλούμαστε να επιλέξουμε απλώς πίστη, θρησκευτικότητα, παραδόσεις, έθιμα, ιστορία, ιδέες, αξίες. Καλούμαστε να παραιτηθούμε από τα πάντα, ακόμη και από την ίδια την εν χρόνω ζωή, προκειμένου να τύχουμε της κρείττονος αναστάσεως. Αυτή έγκειται στην διαρκή κοινωνία της ύπαρξής μας με τον Χριστό. Κοινωνία φωτός, αγάπης και αγιότητας. Κοινωνία που μας οδηγεί στην ομοίωση με τον Θεό. Και δεν είναι θεωρητική αυτή η κοινωνία. Δεν είναι μία εικασία ή μία ελπίδα. Είναι πράξη. Αποτυπώνεται στα πρόσωπα των Αγίων που μας δίνουν μηνύματα αυτής της αιωνιότητας με τα θαύματα που τελούνται από τον Κύριο δι’ αυτών. Με τον τρόπο ζωής τους, όχι με τα κατά κόσμον χαρίσματά τους ή την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν ή την αποδοχή τους από τους ανθρώπους και την δόξα που μπορεί να είναι εφήμερη ή να κρατήσει για κάποιο χρονικό διάστημα.
                Κρείττων ανάσταση έρχεται σε όσους δεν προτιμούν τίποτε άλλο πέραν της αγάπης προς τον Χριστό. Πέραν της χαράς να είναι η ιδιότητα του χριστιανού η κορυφαία της ζωής τους. Το όνομα του Θεού το υπέρ παν όνομα. Χωρίς να περιφρονούν κάθε τι που έρχεται μαζί με την πίστη, όπως ο πολιτισμός, η τέχνη, η μουσική, τα τελετουργικά, η ιστορικότητα της γλώσσας και της παράδοσης, γνωρίζουν ότι μόνο η σχέση με τον Χριστό στην ζωή της Εκκλησίας μπορεί να είναι η βάση που καταξιώνει και όλα τα άλλα. Αν δεν υπάρχει αυτή η σχέση, τότε όλα θυμίζουν γυμνά ονόματα, με αυτόνομη μεν αξία, ιστορικού και πολιτισμικού περιεχομένου, χωρίς όμως ανάσταση!  Και ό,τι δεν οδηγεί στην ανάσταση, αναστέλλει προσωρινά τον θάνατο, όμως δεν σώζει την ύπαρξη.
                Κρείττων ανάσταση έρχεται σε όσους βιώνουν το μυστήριο της Εκκλησίας. Αυτοί έχουν επίγνωση ότι ζούνε στην κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Χριστού, η οποία προσλαμβάνεται από την καρδιά που παρότι δεν έχει πάψει να είναι αδύναμη και ρυπαρή εξαιτίας των παθών της, εντούτοις αισθάνεται την μοναδικότητα της αγάπης του Θεού, την αποκατάσταση σε ένα σώμα χάριτος και ενότητας, όπου συμπορεύονται άγιοι και αμαρτωλοί, δίκαιοι και πληγωμένοι, χωρίς όρια χρόνου και τόπου. Και αυτή η ζωή ξεπερνά την ανεπάρκεια και την ήττα του εφήμερου, της επιβίωσης, της εκπλήρωσης κάθε επιθυμίας, της κατανάλωσης των αισθημάτων και της πρόκρισης του εγώ που δεν μπορεί να σώσει και να σωθεί.     
                Κρείττων ανάσταση έρχεται τελικά σε όσους παλεύουν εναντίον του πονηρού. Σε όσους πατάνε στα πόδια τους και αναζητούν να βρούνε τι θέλει ο Θεός. Ποιο είναι το Ευαγγέλιο και πώς εφαρμόζεται σε κάθε περίσταση, σε κάθε σχέση, σε κάθε δοκιμασία. Πώς μπορεί ο άνθρωπος να μην νικηθεί από τα πάθη του, αλλά με χαρά να παλέψει να τα μεταμορφώσει σε αρετές που θα τον καταστήσουν συνοδοιπόρο Θεού. Όχι σε δικαιώματα, αλλά σε αγάπη, που κάποτε παραιτείται και από αυτά. Θυσιάζει χρόνο και τον ίδιο τον εαυτό χάριν των άλλων. Που επιλέγει τον σταυρό, αντί την άνεση. Που βλέπει τους λογισμούς και δεν τους αφήνει να κυριαρχούν. Που πολεμά εναντίον της γλώσσας, η οποία εύκολα κατακρίνει και απορρίπτει. Και όπως ζητά συγχώρεση, έτσι συγχωρεί!
                Είναι προνόμιο να είμαστε ορθόδοξοι σήμερα! Κι ας μας περιμένει μοναχικότητα. Η κρείττων ανάσταση αξίζει τελικά, γιατί είναι η συνάντηση με τον Χριστό. Τον Νικητή του πρόσκαιρου και του θανάτου! Και η κρείττων ανάσταση βιώνεται στην Ορθοδοξία, των αγίων και των συνόδων, των δογμάτων και της έμπρακτης ασκητικότητας, της αρετής και της αφέσεως! Ας διαφυλάξουμε στην Εκκλησία το άριστον που μας δόθηκε!