Σχολιασμός
Την
πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής, η Εκκλησία γιορτάζει «τον θρίαμβο
της Ορθοδοξίας της», την φανέρωση της αλήθειας για τον Θεό και τον
άνθρωπο, για την ορθή πίστη και ζωή. Μνημονεύει τους αγώνες των αγίων
Οικουμενικών Συνόδων και μας χειραγωγεί στα βιώματα των αγίων Πατέρων,
εκείνα που όταν διατυπώθηκαν σε δόγματα και κανόνες «την εκκλησίαν
εστήριζαν». Θυμάται επίσης το ιστορικό γεγονός της αναστήλωσης των ιερών
εικόνων, διακηρύσσοντας με το τρόπο αυτό την αυτοσυνείδηση της, ότι δια
μέσω του απεικονιζόμενου αγίου προσώπου εκφράζει ο άνθρωπος το
περιεχόμενο της καρδίας του, και δεν είναι εικονολάτρης, αποδίδοντας
λατρεία στο ξύλο. Η σημασία της ορθής πίστης ως τον θεμέλιο λίθο της
χριστιανικής ύπαρξης, τονίζεται στο Ευαγγέλιο από τον ίδιο το Χριστό.
Όταν ρώτησε τους μαθητές του «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;», ο
Απόστολος Πέτρος του απάντησε «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του
ζώντος». Ο Χριστός τον επαίνεσε για την απάντησή του αυτή, με τα λόγια
«Μακάριος ει Σίμων…συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου
την Εκκλησίαν…» (Μτθ ιστ΄,17-18). Θεμέλιος λίθος λοιπόν στον οποίο η
Εκκλησία οικοδομείται, είναι στην «πέτρα» της πίστης των θεϊκών λόγων
του Χριστού και γενικότερα η θεία του φύση[1].
Το
περιστατικό της σημερινής περικοπής, είναι παρμένο από το πρώτο
κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη, και κάνει λόγο για το βίωμα της
προσωπικής συνάντησης του κάθε ανθρώπου με το Χριστό. Αναφέρετε στη
εκλογή και κλήση από το Χριστό των Αποστόλων Φιλίππου και Ναθαναήλ, που
θ’ αποτελέσουν μαζί με τους υπόλοιπους δέκα το βασικό πυρήνα για την
ίδρυση της Εκκλησίας. Είχε προηγηθεί το κάλεσμα του Χριστού προς τον
Ανδρέα και τον Πέτρο (Ιω. στ΄ 35-43). Σύμφωνα με τις πληροφορίες του
Ευαγγελίου, οι Ανδρέας, Πέτρος και Φίλιππος κατάγονται από την ίδια
κωμόπολη, την Βησθαϊδά. Εκτός από το όνομα του Φιλίππου, ο Ευαγγελιστής
Ιωάννης δεν μας δίνει άλλα στοιχεία της προσωπικότητας του, ούτε μας
περιγράφει με λεπτομέρεια τις συνθήκες της συνάντησης του με το Χριστό.
Δεν αποκλείεται ο Φίλιππος να ήταν και αυτός ψαράς και γνωστός στους
τρεις συγχωριανούς του. Καθώς σαν ομότεχνοι επαγγελματίες έριχναν τα
δίχτυα στη λίμνη τις νύχτες, συχνά αλληλοβοηθούμενοι, σίγουρα θα είχαν
κάποιες ευκαιρίες για συνομιλίες και συνεργασία μεταξύ τους. Ο Ιησούς
Χριστός φυσικά «δεν είχε ανάγκη κάποιον να του δώσει πληροφορίες για
τους ανθρώπους, διότι ο ίδιος γνώριζε τί υπάρχει μέσα στους ανθρώπους»
(Ιω β΄25).
Ο
Φίλιππος, μόλις πήρε αυτή τη θεία πρόσκληση του Κυρίου, χωρίς να
αναβάλει ούτε μια στιγμή, τον ακολουθεί με ιερό και θαυμαστό ζήλο.
Αξιοπρόσεκτη όμως είναι η αυθόρμητη κίνηση του, να μεταγγίσει την πίστη
του και τη χαρά της πιο πάνω συνάντησης, στο εκλεκτό του φίλο Ναθαναήλ.
Παραλείπει να του πει οτιδήποτε άλλο, και μπαίνει κατ’ ευθείαν στο θέμα
αναφωνώντας: «Όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν
Ιησούν…». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Βλέπεις πόσο επιμελημένη σκέψη είχε (ο Φίλιππος) και πόσο συχνά
μελετούσε τα γραπτά του Μωυσή και περίμενε την έλευση του Χριστού; Διότι
το «ευρήκαμεν» ανήκει σε εκείνον, ο οποίος πάντοτε ζητεί»[2].
Ο
Ναθαναήλ ήταν πιστός και αγαθός Ισραηλίτης, εγκρατέστερος στη μελέτη
των Γραφών, αλλά δεν είχε μέσα του πονηριά. Είχε όμως τις δικές του
αντιρρήσεις, που ξεκινούσαν από την γνώση των ιουδαϊκών παραδόσεων, οι
οποίες έλεγαν πως, είτε θα είναι άγνωστη στους ανθρώπους η καταγωγή του
Μεσσία, είτε εκείνος θα ήταν από την Βηθλεέμ κατά τον προφήτη Μιχαία.
Στηριγμένος στη λογική του και τις πληροφορίες που έχει για τους
ανθρώπους της Ναζαρέτ, αφού εκεί ζούσαν πολλοί εθνικοί, του απαντά: «Από
την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να προέρχεται κάτι καλό;».
Ο
Φίλιππος αδυνατεί με λόγια να πείσει το φίλο του, δεν έχει άλλο πιο
δυνατό επιχείρημα, παρά μόνο την προσωπική γνωριμία με τον Χριστό. Αυτό
το νόημα έχει και ο λόγος που του απευθύνει, «Έρχου και ίδε». Ο
Ναθαναήλ, έχοντας μεγάλη προσδοκία για την έλευση του Μεσσία, ακολουθεί
αμέσως το Φίλιππο και πηγαίνουν προς τον Ιησού. Πριν καλά καλά φτάσουν
κοντά του, ο Κύριος απευθύνεται προς αυτόν και τον εγκωμιάζει «Να ένας
γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει πονηρία και
ανειλικρίνεια, αλλά ο οποίος με ευθύτητα ποθεί να βρει την αλήθεια. Οι
θαυμαστές αυτές αποκαλύψεις που του έκανε ο Ιησούς σχετικά με την
προσωπικότητα και τη ζωή του, καθώς και η αποκάλυψη ότι βρισκόταν κάτω
από τη συκιά, η οποία συκιά για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής,
συμβόλιζε το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού, ήταν αρκετές για
να πιστεύει και ομολογήσει την θεότητα του Χριστού και ότι αυτός που
βρίσκεται μπροστά του είναι πράγματι ο Μεσσίας.
Η
ευαγγελική περικοπή τελειώνει με μια προαγγελία του Κυρίου για όσα
είχαν να δουν οι μαθητές κοντά του. Τονίζει την πηγή της εξουσίας και
της δύναμής του, όταν λέει στο Ναθαναήλ ότι θα δεις «μεγαλύτερα πράγματα
απ’ αυτά» που είδες σήμερα, και όταν λέει στους μαθητές ότι σύντομα θα
δουν τον ουρανό ανοιγμένο και «τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και
να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του ανθρώπου». Μιλά εδώ για τον εαυτό του.
Άγγελοι Τον διακονούν μετά τη νηστεία και τη νίκη Του κατά του Διαβόλου
(Ματθ. δ΄, 11), Άγγελοι Τον ενισχύουν στη Γεθσημανή (Λουκ. κβ΄, 43),
Άγγελοι παρίστανται στην Ανάστασή Του (Ιω. κ΄, 12) και Άγγελοι υπηρετούν
στην Ανάληψή Του (Πρ. α΄, 10), αλλά την ίδια στιγμή υπαινίσσεται και
τον Ιακώβ, ο οποίος είδε κάποτε σε όνειρο μια κλίμακα εκτεινόμενη από τη
γη ως τον ουρανό, και αγγέλους να την ανεβαίνουν και να την κατεβαίνουν
φέρνοντας σε επαφή τους δύο κόσμους (Γέν. κη΄, 12).
Η
σημερινή Κυριακή μας δίνει εκείνες τις κατευθυντήριες γραμμές, τις
οποίες καλούμαστε ν’ ακολουθήσουμε στη ζωή μας για να μπορέσουμε να
συναντήσουμε τον αναστημένο Χριστό. Ο ενθουσιασμός των Αποστόλων δεν
ήταν μια απλή έκφραση χαράς και έκπληξης ή αγνής διάθεσης, αλλά είχε τα
στοιχεία μιας μεγαλειώδους ομολογίας πίστης, ομολογίας την οποία κρατάει
η Εκκλησία αιώνες τώρα ως θησαυρό στα χέρια της. Ο Χριστός φανερώνει
την αγάπη του σε όλους μας και μας καλεί να γίνουμε μέτοχοι της
βασιλείας του. Η χριστιανική ζωή δεν είναι προσωπική ανακάλυψη ή επιλογή
κανενός, άλλα φιλότιμη ανταπόκριση στο θεϊκό αυτό κάλεσμα. Αυτή την
ίδια εμπειρία καλούμαστε να έχουμε και εμείς, μέσα από τη συνειδητή ζωή
μας, τη συμμετοχή μας στα μυστήρια, μελετώντας τη Αγία Γραφή και τα
διάφορα εκκλησιαστικά κείμενα που εκδίδει η κατά τόπους Εκκλησία προς το
πλήρωμα της. Πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι που θα πολεμούν την Ορθόδοξη
ταυτότητα μας, αλλά δεν θα καταφέρουν ποτέ να μας υποτάξουν γιατί είναι
πάντοτε παρών η κεφαλή της Εκκλησίας ο Ιησούς Χριστός, ο «χθες και
σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Η πρόσκληση προς τον Ναθαναήλ,
απευθύνεται και στον καθένα από μας: «Έρχου και ίδε» .