Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Oι προϋποθέσεις είναι το μαχαίρι που κομματιάζει την αγάπη και την ουσία των πραγμάτων…

 

Oι προϋποθέσεις είναι το μαχαίρι που κομματιάζει την αγάπη και την ουσία των πραγμάτων.

Όταν θέλεις κάτι από τον άλλον και όχι τον άλλον όπως είναι, τότε γεύεσαι ένα κομμάτι από μια αγάπη ακρωτηριασμένη. Αν θέλεις να ζήσεις ευτυχισμένος, μην ζητήσεις ποτέ τίποτα, γιατί έτσι δεν θα απογοητευτείς ποτέ στην περίπτωση που δεν πάρεις κάτι πίσω. Οι προϋποθέσεις μοιάζουν με λυσσασμένα σκυλιά που αν δεν τους δώσεις αυτό που ζητάνε δεν θα ηρεμήσουν με τίποτα.Mε τις προϋποθέσεις δεν μπορείς να νιώσεις αλλά ούτε να δώσεις πραγματική αγάπη διότι οι προϋποθέσεις θα κρατάνε την αληθινή αγάπη φυλακισμένη σαν σκλάβα. Μην ζητάς αγάπη, απλά δίνε και γίνε και τότε θα μεταμορφωθεί όλος ο κόσμος γύρω σου. Το χαμόγελό σου δεν θα σβήσει ποτέ και η χαρά μέσα σου δεν θα εκλείψει. Κολυμπάμε στον βούρκο των επιθυμιών και παλεύουμε να εκπληρώσουμε τις εγωϊστικές μας επιθυμίες, καταλαβαίνουμε όμως τελικά ότι η πραγματική χαρά δεν βρίσκεται εκεί. Δεν βρίσκεται η χαρά εκεί που υπάρχει προϋπόθεση και σκλαβιά αλλά εκεί που υπάρχει χαρά , ελευθερία και αγάπη Θεού.

 Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε πραγματικά διότι έχουμε συνδυάσει την αγάπη με την ανταλλαγή και έχουμε συνηθίσει σε αυτή την τακτική η οποία στην ουσία μας σκοτώνει. Ας αφήσουμε στην άκρη τους λογισμούς προϋποθέσεων και ανταλλαγής. Μην αναρωτιέσαι γιατί δεν με πήρε τηλέφωνο, γιατί μου φέρθηκε έτσι, γιατί είπε αυτό. Ας σεβαστούμε την προσωπικότητα, το είναι και την ύπαρξη του άλλου χωρίς αναλύσεις. Να είμαστε εμείς οι δοτικοί, οι αγαπητικοί και οι θυσιαστικοί. Να έχουμε ως στάση ζωής την αγάπη προς τον Θεό και τη θυσία για τον αδερφό. Αυτό καλλιεργείται με λογισμούς προσευχής και αγάπης και όχι με ερωτήματα γιατί και πως.

Μπαίνουμε σε καλούπια εγωϊσμού να αλλάξουμε τον άλλον, τις σχέσεις με τους ανθρώπους και αναρωτιόμαστε γιατί ο άλλος δεν ειναι έτσι όπως τον περίμενα και γιατί δεν μου φέρεται όπως το έχω μέσα στο μυαλό μου. Μην προσπαθούμε να αλλάξουμε τον κόσμο αλλά να δώσουμε μαρτυρία μέσα στον κόσμο. Ο ήλιος δεν κάνει κάποια προσπάθεια για να αλλάξει το σκοτάδι αλλά η λαμπερή του παρουσία αρκεί για να φωτίσει τα πάντα.

Να ζητάς τον Χριστό στα πράγματα και στις επιλογές σου έτσι ώστε τα πράγματα να γίνουν Χριστός. Πολλοί άνθρωποι ζητάνε αγάπη για να νιώσουν καλά, ενώ οι Άγιοι έγιναν αγάπη όχι για να νιώσουν καλά αλλά για να κάνουν καλά τον κόσμο μέσα από το βίωμα του Χριστού.

Ο λυγμός στη σχέση μας με τον Χριστό είναι ότι θέλουμε ο Χριστός να ικανοποιήσει τις επιθυμίες μας αντί να είναι ο Χριστός η επιθυμία μας.

Το αποτέλεσμα είναι οι επιλογές μας να οδηγούνται στον θάνατο διότι δεν έχουν μέσα τους την επιθυμία του Χριστού, άρα δεν έχουν ζωή. Θέλουμε την αγάπη του βολέματος. Κοιτάμε να καλύψουμε τον εαυτό μας και πολλές φορές δεν αναρωτιόμαστε καν αν εμείς είμαστε σωστοί ή αν κάνουμε λάθος. Σε οποιαδήποτε μορφή ρήξης ο πρώτος λογισμός που γεννιέται μέσα μας είναι εναντίον του άλλου αντί να πούμε με κραυγή “Μήπως φταίω και εγώ κάπου;”.

Εν κατακλείδι, δεν αγαπώ για να νιώσω και να περάσω καλά. Αυτά είναι αποτελέσματα και όχι αιτίες. Η αιτία είναι ότι έχω έναν Θεό που με αγαπάει σφόδρα και θυσιάστηκε για μένα και εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι λιγότερο για τον αδερφό μου. Με αγαπάει ο Θεός μέσα στο κακό μου το χάλι και εγώ θα αγαπώ κάθε δημιούργημα Του όχι με κάποια μορφή εξαναγκασμού αλλά γιατί δεν μπορώ και δεν αντέχω να κρατώ την αγάπη μέσα μου αλλά θέλω να τη μοιράζομαι…

Με τον Χριστό στη ζωή μας δεν σημαίνει ότι δεν θα έχουμε πόνο αλλά ότι ο πόνος με τον Χριστό γίνεται βάπτισμα αγιότητος.

Αυτόν τον Θεό έχουμε, να είσαι χάλια, να Τον φτύνεις και Αυτός να σε περιμένει και να σε θέλει ακόμα …Και αυτό το “ακόμα” δεν έχει τέλος.

 π.Σπυρίδων Σκουτής

Κάποτε ένας μοναχός ζήτησε από τον Θεό τη χάρη να δει αγίους ασκητές…

 

«Κάποτε ένας μοναχός ζήτησε από τον Θεό τη χάρη να δει αγίους ασκητές. Και ένας άγγελος του δείχνει κάποιους, χωρίς να είναι μαζί τους ο Αββάς Αντώνιος. Ρωτά τον άγγελο πού είναι ο άγιος. Και ο άγγελος του απαντά: στον τόπο, όπου βρίσκεται ο Θεός, εκεί είναι» (από το «Γεροντικό»).

Πού βρίσκεται ο Θεός; Γιατί δεν απαντά στις προσευχές μας; Πού κληθήκαμε να είμαστε οι άνθρωποι; Ποιος είναι ο τόπος και ποιος είναι ο τρόπος του Θεού; Ερωτήματα που απασχολούν κάθε ψυχή που αναζητεί τον Θεό. Και ο Θεός όρισε να Τον αναζητούμε, μας υπενθυμίζει ο πρώτος μετά τον Ένα, ο απόστολος Παύλος μιλώντας στους Αθηναίους. Και η απάντηση της ασκητικής μας παράδοσης είναι ότι οι άνθρωποι του Θεού βρίσκονται εκεί όπου βρίσκεται ο Θεός.

Ο Θεός βρίσκεται στην αγάπη. Βρίσκεται στη σιωπή και στην ησυχία. Βρίσκεται στην προσευχή. Βρίσκεται εκεί όπου ανοίγει η καρδιά, εκεί όπου οι επιθυμίες και οι ανάγκες δεν νικούν τη δίψα για ουρανό. Δεν χρειάζεται τον άγιο ο Θεός για να δείξει την παρουσία Του. Εμείς χρειαζόμαστε όμως τον τόπο και τον τρόπο του Θεού, για να μπορούμε να βρίσκουμε νόημα στη ζωή μας.

Ο Θεός βρίσκεται στον αμαρτωλό που δεν νιώθει ευχαριστημένος με την αμαρτωλότητά του. Βρίσκεται στον ταπεινό που δεν περηφανεύεται για τις όποιες επιτυχίες του. Βρίσκεται στον κουρασμένο, όχι από τη δουλειά για να πλουτίσει, αλλά από την αγάπη για να μοιραστεί. Σ’ εκείνον που διψά για αλήθεια, για δικαιοσύνη, για ανθρωπιά, αλλά και σ’ εκείνο που μπορεί να εκτιμήσει αυτά τα καλέσματα, χωρίς να πιστέψει ότι μπορεί να κερδίζει δόξες και τιμές ο ίδιος από αυτά. Σ’ εκείνον που νιώθει ότι αρκεί λίγο Σώμα κι Αίμα για ν’ αλλάξει η καρδιά, όχι γιατί αξίζουμε, αλλά γιατί μας αγαπά. Στην άκρη της εκκλησιάς, σε μια προσευχή που αγκαλιάζει όχι το εγώ, αλλά το εμείς. Σ’ εκείνον που μαθαίνει, για να δώσει. Σ’ εκείνον που σκορπά με ιλαρό πρόσωπο τα λίγα ή τα πολλά. Σ’ εκείνον που ματώνει για να μην κατακρίνει. Σ’ εκείνον που ματώνει για να συγχωρήσει. Σ’ εκείνον που έχει συμφιλιωθεί με τον θάνατο, γιατί χαίρεται τη ζωή, αλλά και πιστεύει στην ανάσταση. Σ’ εκείνον που μιλά με καλοσύνη και υπομονή.

Ζούμε σε καιρούς στους οποίους νιώθουμε το κακό να κάνει μεγάλο θόρυβο. Εθισμένοι στην επικράτηση με κάθε τίμημα, φωνάζουμε για έναν Θεό που θα εκδικηθεί και θα ανταποδώσει για όσα εμείς υφιστάμεθα. Νιώθουμε τη σιωπή του Θεού και δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε. Ζητάμε αποδείξεις της παρουσίας Του και συχνά Τον απορρίπτουμε, διότι στα πρόσωπα των ανθρώπων που νομίζουμε ότι πρέπει να Τον υπηρετούν, ενώ αυτοί υπηρετούν εμάς ενώπιον Του, δεν βλέπουμε γνησιότητα. Αλλά δεν ζητάμε από τον Θεό τη χάρη να Τον δούμε. Ζητάμε να φερθεί, όπως εμείς θέλουμε. Σαν να δικαιούμαστε να είμαστε ενώπιόν Του κι όχι να ευχαριστούμε και για τη φανέρωση, αλλά και για τη σιωπή Του. Όμως το κακό πάντοτε θα κυβερνά στα μάτια αυτών που τα θέλουν όλα «εδώ και τώρα».

Απομένει η αναζήτηση του Θεού, εκεί σιωπηρά, στο εικονοστάσι του σπιτιού, στο δάκρυ ή στο χαμόγελο ενός παιδιού, στο να σταθούμε δίπλα σ’ αυτόν που πονά, στο να παλέψουμε γι’ αγάπη. Και τότε το αεράκι της χάριτος θα μας δροσίσει στον δρόμο της ζωής.

Εμείς δεν νηστεύουμε γία τό Πάσχα οὔτε καί γιά τόν Σταυρό,ἀλλα γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα..

 

Ἄγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου



Ο ΑΓΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

 


Τη μνήμη του Αγίου Σωφρονίου, του Πατριάρχου Ιεροσολύμων τιμά σήμερα, 11 Μαρτίου, η Εκκλησία μας.
Ο Άγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε στην Δαμασκό της Συρίας περί το έτος 580 μ.Χ. και ήταν υιός ευσεβών και ενάρετων γονέων, του Πλινθά και της Μυρούς. Λόγω της καταγωγής του αποκαλείται και Δαμασκηνός.
Κατά την νεαρή του ηλικία επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και εκάρη μοναχός στη μονή του αββά Θεοδοσίου, όπου συνδέθηκε πνευματικά με τον εκεί ασκούμενο Ιωάννη τον Μόσχο, από τον οποίο διδάχθηκε πολλά.
Με την συνοδεία αυτού επισκέφθηκε την Αίγυπτο, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος και τη Ρώμη. Τότε πέθανε και ο Ιωάννης ο Μόσχος (620 μ.Χ.).
Ο Σωφρόνιος μετακόμισε το λείψανο αυτού στα Ιεροσόλυμα και, αφού τα ενταφίασε στη μονή του Οσίου Θεοδοσίου, επανέκαμψε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί προσβλήθηκε τότε από ανίατη ασθένεια των οφθαλμών. Επισκέφθηκε τότε το ναό των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου στο Αμπουκίρ και θεραπεύθηκε. Το θαύμα αυτό περιέλαβε σε εγκώμιό του προς τους Αγίους αυτούς.
Στην συνέχεια επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη με την ελπίδα να προσεταιρισθεί τον Πατριάρχη Σέργιο Α’ (610 – 638 μ.Χ.) στις θέσεις του κατά των Μονοφυσιτών και να εκφράσει τις διαφωνίες του κατά του ενωτικού σχεδίου, το οποίο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύρος ο από Φάσιδος (630 – 643 μ.Χ.) ετοίμαζε για να σιγάσει την διαμάχη μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Αλλά απέτυχε και απογοητευμένος επανήλθε στα Ιεροσόλυμα.
Όταν πέθανε ο Άγιος Μόδεστος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο Άγιος Σωφρόνιος, για την υπερβάλλουσα αρετή του, ανήλθε το έτος 634 μ.Χ. στον πατριαρχικό θρόνο της Σιωνίτιδος Εκκλησίας. Η κατάσταση ήταν θλιβερή. Εσωτερικά η Ορθοδοξία υπέφερε από την αίρεση του μονοφυσιτισμού.
Εξωτερικά οι Άραβες περιέσφιγγαν την πόλη των Ιεροσολύμων. Ήδη κατείχαν τη Βηθλεέμ και ο Άγιος Σωφρόνιος μη δυνάμενος, κατά τον Δεκέμβριο του έτους 634 μ.Χ., να μεταβεί εκεί για να γιορτάσει την γέννηση του Θεανθρώπου, θρηνεί. Για την αποκατάσταση κάποιας ηρεμίας στο ποίμνιό του, συγκαλεί Σύνοδο και καταδικάζει τον Μονοφυσιτισμό.
Για την απόκρουση των Αράβων οργανώνει την άμυνα της πόλεως. Το έτος 637 μ.Χ. όμως αναγκάζεται να παραδώσει την πόλη των Ιεροσολύμων στον χαλίφη Ομάρ.
Ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε με ειρήνη το επόμενο έτος, 638 μ.Χ.
Το συγγραφικό του έργο είναι σαφώς και καθαρά ποιητικό. Διακρίθηκε κυρίως στην συγγραφή ιδιομέλων και του βίου των Αγίων Αναργύρων, Ιωάννου του Ελεήμονος και Μαρίας της Αιγυπτίας.
Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Σωφρόνως τον βίον σου, διαγαγών εκ παιδός, την χάριν του Πνεύματος, εισεποήσω σαφώς, Σωφρόνιε πάνσοφε· όθεν ιεραρχίας, ταίς ακτίσιν εκλάμψας, ώφθης της ευσεβείας, ευκλεής υποφήτης. Καί νυν δυσώπει Όσιε, υπερ των τιμώντων σε.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Τι πιο όμορφο να συγχωρείς!

 

Τί πιό ὄμορφο νά συγχωρεῖς,

νά ξεχνᾶς,
νά χαρίζεις ἕνα χαμόγελο,
νά λές «συγχωρέστε με»
κι ἕνα κύμα εἰρήνης νά ἁπλώνεται στό εἶναι σου…

Τί πιό μικρό καί ἀσήμαντο ἀπό αὐτή τή σύντομη ζωή μας.
Τήν ἔχουμε μετατρέψει σέ τέτοια κόλαση ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.

Ἐνῶ πλασμένοι εἴμαστε ἀπό τό Θεό γιά τό ἀγνάντεμά Του,
γιά τήν ἄνεση, γιά τήν ἀναψυχή…

Νά σηκώνεις τά χέρια στό ἄπειρο,
νά κοιτᾶς τούς ἄλλους μέ καθαρά μάτια καί μέ ἁγνή ψυχή,
νά εἶσαι παιδί καί νά τό δείχνεις
νά μή θέλεις νά γίνεις «μεγάλος» μέ τίς ἰδιότητες τῆς φθορᾶς.

Νά θέλεις κι ὁ ἄλλος νά προοδεύει, νά δημιουργεῖ καί νά χαίρεσαι.

Νά εἶσαι τόσο γεμάτος, τόσο σίγουρος, νά δοξολογεῖς τόν Θεό γιά τό κάθε λεπτό, γιά τήν κάθε κακοτοπιά ἀκόμα καί νά περιμένεις ὅτι τώρα νά, σέ λίγο, ξαφνικά θά ἀνατείλλει ὁ ΗΛΙΟΣ τῆς ἀγάπης Του!!!

Ζωή μέ τόν Χριστό εἶναι ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ.
Ἄλλη ζωή εἶναι κόλαση. Μόνο πεθαίνει κανείς δέν ζεῖ.

Γερόντισσα Σωφρονία

Οι τρεις έννοιες

 



Υπάρχουν τρεις έννοιες στη ζωή που, αν φύγουν, δεν επιστρέφουν ποτέ!

1. Ο χρόνος
2. Τα λόγια
3. Η ευκαιρία

Υπάρχουν τρεις έννοιες στη ζωή πού μπορούν να καταστρέψουν έναν άνθρωπο!

1. Ο θυμός
2. Η έπαρση
3. Η άρνηση της συγχώρεσης

Υπάρχουν τρεις έννοιες στη ζωή που δεν πρέπει ποτέ να χάσεις!

1. Η ελπίδα
2. Η ηρεμία
3. Η εντιμότητα

Υπάρχουν τρεις έννοιες στη ζωή που είναι οι πιο πολύτιμες!

1. Η αγάπη
2. Η οικογένεια και οι φίλοι
3. Η καλοσύνη

Υπάρχουν τρεις έννοιες στη ζωή που δεν είναι ποτέ σίγουρες!

1. Η περιουσία
2. Η επιτυχία
3. Τα όνειρα

Υπάρχουν τρεις έννοιες στη ζωή που συγκροτούν ένα σωστό άνθρωπο!

1. Η συνέπεια
2. Η ειλικρίνεια
3. Η υπεύθυνη εργασία

Υπάρχουν τρεις έννοιες στη ζωή που είναι σταθερές κι αιώνιες!

Αυτό μας κάνει ακάθαρτους

Πρώτα απ’ όλα είναι τα λόγια μας. Αν τα λόγια αυτά είναι άσχημα, αν το στόμα μας, με το οποίο λαμβάνουμε το άχραντο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Χριστού ανοίγει για να λέμε διάφορες βρισιές και αισχρολογίες, αυτό μας κάνει ακάθαρτους. Ο άνθρωπος που βρίζει, τον εαυτό του βρίζει, και αυτός που συκοφαντεί τον πλησίον του, τον εαυτό του συκοφαντεί και φανερώνει μ’ αυτό τον τρόπο την ρυπαρότητα και την ακαθαρσία της ψυχής του. Αυτός που βρίζει, μιαίνει τον εαυτό του και όχι εκείνον που βρίζει. Μας κάνουν ακάθαρτους όλα εκείνα που βγαίνουν από μέσα μας. Και από μέσα μας βγαίνουν όχι μόνο τα λόγια αλλά και οι πράξεις και γενικά όλη η συμπεριφορά μας. Τα λόγια, τα έργα, ακόμα το βλέμμα μας φανερώνουν την κατάσταση που βρίσκεται η ψυχή μας. Αν τα λόγια μας είναι γεμάτα κακίες και συκοφαντίες, αν τα έργα μας δεν είναι καθαρά και όλη η συμπεριφορά μας δείχνει την κακία, την υπερηφάνεια, τη μεγαλομανία και την τάση να προβάλλουμε τον εαυτό μας, αυτό μας κάνει ακάθαρτους.

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΟΔΡΑΤΟΣ

 


Τη μνήμη του Αγίου Κοδράτου και των συν αυτώ Μαρτυρησάντων τιμά σήμερα, 10 Μαρτίου, η Εκκλησία μας.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Κοδράτος, Άνεκτος, Παύλος, Διονύσιος, Κυπριανός και Κρήσκης ήταν φίλοι και μαρτύρησαν κατά τον διωγμό των αυτοκρατόρων Δεκίου (249-251 μ.Χ.) ή Ουαλεριανού (253-259 μ.Χ.) στην Κόρινθο, όταν ηγεμόνας της Ελλάδος ήταν ο Ιάσων.
Στο Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ αναφέρεται ότι από τους Χριστιανούς, όσοι μεν είχαν συλληφθεί σφαγιάζονταν, όσοι όμως έφευγαν κρύβονταν στα όρη, για όσο διάστημα χρειαζόταν. Έτσι και η μητέρα του Κοδράτου, που καταγόταν από την πόλη των Κορινθίων, έφυγε για το όρος και κρυβόταν.
Και καθώς ήταν έγκυος, γέννησε υιό που τον ονόμασε Κοδράτο. Στην συνέχεια, αφού έζησε για λίγο, πέθανε, εγκαταλείποντας τον υιό της βρέφος. Αυτός τρεφόταν από τα νέφη που συνενώνονταν επάνω από αυτόν και τον πότιζαν. Ο Κοδράτος, αφού μεγάλωσε, δίδασκε την Χριστιανική πίστη στον Άνεκτο, τον Κρήσκεντα, τον Κυπριανό, τον Παύλο και τον Διονύσιο, που είχαν στο μεταξύ καταφύγει κοντά του.
Όμως οι Άγιοι Άνεκτος, Κρήσκος, Κυπριανός και Παύλος συνελήφθησαν επειδή ήταν Χριστιανοί. Ο ηγεμόνας Ιάσων προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τους δελεάσει και να τους πείσει να απαρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη και να θυσιάσουν στα είδωλα. Εκείνοι ομολόγησαν με πνευματική ανδρεία τον Χριστό, βασανίσθηκαν και τέλος αποκεφαλίσθηκαν.
Έτσι εισήλθαν οι Άγιοι Μάρτυρες στη χαρά της Βασιλείας του Θεού και Κυρίου μας.
Ο Άγιος Μάρτυρας Διονύσιος κατηγορήθηκε στον ηγεμόνα της Κορίνθου ότι δεν υπακούει στην διαταγή των βασιλέων και ότι περιφρονεί τους θεούς, κηρύττοντας κάποιον άλλον Θεό Εσταυρωμένο και λέγοντας ότι Αυτός είναι ο Δημιουργός του ουρανού και της γης και της θάλασσας και όλων όσων υπάρχουν μέσα σε αυτά, Αυτός που πρόκειται να έλθει από τον ουρανό και να κρίνει με δόξα ζωντανούς και νεκρούς και να ανταποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του.
Γι’ αυτό, αφού συνελήφθη και δέθηκε με αλυσίδες, παρουσιάσθηκε στον άρχοντα, ο οποίος προσπαθούσε να τον εξαναγκάσει, πότε με κολακείες και πότε με απειλές, να απαρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα.
Όμως ο Μάρτυρας του Χριστού Διονύσιος ομολογούσε τον Χριστό με μεγάλη φωνή. Έτσι σφαγιάσθηκε με μαχαίρι και τελειώθηκε ο πρόσκαιρος βίος του.
Απολυτίκιο:
Ήχος α’. Τον τάφον σου Σωτήρ.
Εξάριθμος χορός, των Χριστού Αθλοφόρων, υμνείσθω ευσεθώς, μελωδίαις ασμάτων, Κοδράτος και Άνεκτος, Παύλος και Διονύσιος, και συν Κρήσκεντι, Κυπριανός ο θεόφρων την Τριάδα γαρ, διηνεκώς δυσωπούσιν, υπέρ των ψυχών ημών.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Η προσευχή και η πίστη ως φως στην καθημερινότητά μας

 

Η ως πηγή ειρήνης και ευλογίας

«…Το να πάω στο απόδειπνο, το να πάω στην προηγιασμένη, το να πάω στους χαιρετισμούς, το έχει ανάγκη το σπίτι μου, το έχουν ανάγκη τα παιδιά μου, το έχει ανάγκη η ειρήνη του σπιτιού μου, το έχει ανάγκη η δουλειά μου, το έχει ανάγκη η γειτονιά που κάθομαι.


Ο Θεός το έργο το δικό Του το έκανε, τώρα μένει η δική μας ελευθερία να συναντήσει την αγάπη του Θεού και αυτό θα σημαίνει τη σωτηρία μας!…»

Ο ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

 



 Τὸν ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας νὰ διαφυλάξει διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὴν πίστη της ἀλώβητη ἀπὸ τὶς ποικίλες πλάνες προβάλλει ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς Σαρακοστῆς. Μὲ τὴν κατ’ ἔτος ἀνάμνηση τῆς πανηγυρικῆς ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων καὶ τὴ μνεία τῆς διαχρονικῆς προσπάθειας τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι ὅλων τῶν αἱρέσεων, διατρανώνουμε τὴν ἀπαρέγκλιτη προσήλωσή μας στὴν πίστη τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, τῶν Ὀρθοδόξων (Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας).

 
 Στὸ θέμα τῶν εἰκόνων εἰδικὰ δίνουμε πάντα ἰδιαίτερη ἔμφαση. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νὰ εἰκονίζουμε τὸν Θεό, ἐφόσον «μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβε», ἔγινε ἄνθρωπος παραμένοντας συγχρόνως καὶ Θεός. Μποροῦμε νὰ εἰκονίζουμε καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ πρόσωπα. Σὲ μιὰ ἱερὴ εἰκόνα τιμοῦμε πάντα τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Τὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους μας.

 Ἀλλὰ δὲν μένουμε μόνο σ’ αὐτό. Ἐπεκτείνουμε τὴν ἔννοια τῆς εἰκόνας ἀκόμα παραπέρα. Εἰκόνα εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος. Εἰκόνα ἱερή, θεϊκή, ἀξιοσέβαστη.
«Ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτὸν» (Σοφ. Σολ. 2, 23).
«Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου; Εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου», ἔλεγαν οἱ ἅγιοι. Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος. Ποῦ ψάχνεις νὰ βρεῖς τὸν Θεό; Στὸν οὐρανό; Δὲν βρίσκεται ἐκεῖ. Βρίσκεται ἐδῶ, ἀνάμεσά μας. Περιφέρεται γύρω μας, στὰ πρόσωπα τῶν συνανθρώπων μας. Δὲν τὸν βλέπουμε ἐδῶ; Δὲν θὰ τὸν βροῦμε οὔτε ἐκεῖ, στὸν οὐρανό, ποτέ.

 Μὰ εἶναι πολλὰ αὐτὰ ποὺ καταπονοῦν τὴν ἐπίγεια εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία πρωταρχικά. Μὲ τὴν προσωπικὴ εὐθύνη βέβαια τοῦ καθενός. Ἀλλὰ καὶ ἄλλα ποὺ ἐπισωρεύουν ἀνείπωτο πόνο καὶ ἀφάνταστη ταλαιπωρία στὸν ἄνθρωπο. Τραγωδίες ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ θέλησή του, ἐρχόμενες ἔξωθεν. Ἀδικίες, βάσανα, θάνατοι. Καὶ τὸν κάνουν νὰ ὑποφέρει φριχτά. Νὰ γονατίζει ἀπὸ τὸν πόνο. Νὰ τσακίζει ἀπὸ τὴν ὀδύνη. Τότε πρέπει νὰ τιμοῦμε μὲ πιὸ μεγάλο, μὲ ἀπροσμέτρητο σεβασμὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Νὰ βρισκόμαστε δίπλα στὸν πάσχοντα Χριστό. Δίπλα στὸν κάθε πονεμένο. Νὰ χαλᾶμε τὸν κόσμο γι’ αὐτόν. Ἀνταποκρινόμαστε ἔτσι; Φοβᾶμαι πὼς ὄχι.

 Οἱ τραγωδίες ἐκτυλίσσονται ραγδαῖα γύρω μας χωρὶς σταματημό. Σὲ προσωπικὸ καὶ συλλογικὸ ἐπίπεδο. Κάποιες ὑπερβαίνουν κάθε λογική. Ὁ τόπος μας σείσθηκε πρόσφατα ἀπὸ ἀλλεπάλληλες συμφορές, μὲ ἀπρόσμενο ἀποκορύφωμα τὸ συντριπτικὸ χτύπημα τῶν Τεμπῶν. Τὸ ἀμείλικτο «γιατί» τῶν τραγικῶν θυμάτων ὄχι μόνο δὲν πῆρε καμμιὰ ἀπάντηση, ἀλλὰ συναντᾶ τὸν ἐμπαιγμὸ ἁρμοδίων καὶ μή, αὐξάνοντας τὴν τραγωδία στὸ ἔπακρο. Ἡ κοινωνία ὁλόκληρη ξεσπάθωσε γιὰ τὴν ἀδικία.

Ἡ Ἐκκλησία μας; Πρωτοστατεῖ στὴ στηλίτευση τοῦ κακοῦ; Στὴν ἀπόδοση δικαιοσύνης; Δυστυχῶς, στὸ συγκεκριμένο θέμα, σὲ συλλογικὸ ἐπίπεδο λάμπει μὲ τὴν ἠχηρὴ ἀπουσία της, ἢ ἔστω μὲ τὴν ἐντελῶς ὑποτονικὴ παρουσία της, γεμίζοντας ἀπογοήτευση τὸ ποίμνιό της. Καὶ ὅμως θὰ μποροῦσε καὶ ἐδῶ, ἂν ἤθελε, νὰ χαλάει κόσμο.
Ἐσύ; Συμπάσχεις μὲ τὴν πονεμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἢ μήπως συναινεῖς στὸν ἐμπαιγμό της;
π. Δημητρίου Μπόκου

ΜΗ ΟΛΙΓΩΡΕΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΥΡΙΟΥ

 «Υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ' αὐτοῦ ἐλεγχόμενος» (Εβρ. 12, 5).

«Παιδί μου, μην περιφρονείς τη διαπαιδαγώγηση του Κυρίου, και μη χάνεις το θάρρος σου όταν ελέγχεσαι απ’ αυτόν». 

            Η Κυριακή της Ορθοδοξίας συμπίπτει φέτος με την εορτή των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, αυτών που έδωσαν τη ζωή τους για την πίστη στον Χριστό στην παγωμένη λίμνη της Σεβαστείας στην βόρεια Μικρά Ασία, πεθαίνοντας από το κρύο και από την κακία των ειδωλολατρών στις αρχές του 4ου αιώνα μ. Χ. Και είναι όμορφο να βλέπει κάποιος, ιδίως στους καιρούς μας, ότι η Ορθοδοξία δεν είναι θεωρία και λόγια, αλλά έμπρακτη απόδειξη της πίστης στον Χριστό, η αλήθεια που φθάνει και έως θανάτου, όχι των άλλων, ως γίνεται με φανατισμούς, αλλά του πιστού, ο οποίος προτιμά να απαρνηθεί τον εαυτό και τη ζωή του, παρά να αρνηθεί τον Χριστό.

            Μια τέτοια πίστη χρειάζεται παιδεία πνευματική. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους εξ Εβραίων χριστιανούς, τους υπενθυμίζει έναν λόγο της Παλαιάς Διαθήκης, από το βιβλίο των «Παροιμιών» (3,11): «υιέ μου, μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ εκλύου υπ’ αυτού ελεγχόμενος». Η διαπαιδαγώγηση του Κυρίου στον άνθρωπο είναι παίδεμα, με την έννοια ότι ο Θεός δεν δίνει στον άνθρωπο άνεση, αγαθά, αφρόντιστο βίο, χαλαρότητα, αλλά προκλήσεις τις οποίες καλείται να μάθει να αντιμετωπίζει. Σταυρός είναι η οδός του Κυρίου και την ίδια στιγμή έλεγχος συνεχής διά της συνειδήσεως. Καλούμαστε οι άνθρωποι να γνωρίζουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού, όπως αυτό αποτυπώνεται στο Ευαγγέλιο και στη ζωή της Εκκλησίας, και να ακούμε τη συνείδησή μας, η οποία μας επισημαίνει την απόστασή μας από αυτό, όταν εμείς προχωρούμε σύμφωνα με το σαρκικό φρόνημα, τα πάθη μας και τις επιθυμίες μας.

            Αυτή η παιδεία προϋποθέτει ανατροπή της σχέσης ανταμοιβής, με την οποία θα θέλαμε να μας αντιμετωπίζει ο Θεός. Επειδή προσπαθούμε να πράξουμε κατά το θέλημά Του ή έτσι νομίζουμε, θεωρούμε ότι δικαιούμαστε όλα στη ζωή μας να μας έρχονται κατά το θέλημά μας και κατά τις επιθυμίες μας. Όμως η πλαδαρότητα και το ευχάριστο στην πραγματικότητα ενέχουν τον κίνδυνο να είμαστε μακριά από τον Θεό, διότι επαναπαυόμαστε και δεν είμαστε έτοιμοι να δώσουμε αγώνες. Και αυτοί έχουν σχέση με την ανάγκη να κοπιάσουμε για τον Θεό, να κοπιάσουμε για την αγάπη, να κοπιάσουμε για να είμαστε στην οδό της Εκκλησίας, ακόμη κι αν όλα μοιάζουν δύσκολα.

            Η Ορθοδοξία είναι η πίστη του αληθινού κόπου και της αυταπάρνησης. Οι περισσότερες θρησκείες είναι απλές στις εντολές τους και ζητούνε να κάνουν τον άνθρωπο θεό ή να λειτουργήσει ο άνθρωπος στη λογική της ανταμοιβής του από τον ουρανό για ό,τι κάνει για την πίστη του. Η Ορθοδοξία δεν υπόσχεται στον άνθρωπο παρά σταυρό, ταφή και ανάσταση. Μόνο έτσι έρχεται η βασιλεία του Θεού. Ο σταυρός είναι η αυταπάρνηση, η άσκηση, η παραίτηση από την προτεραιότητα, κάποτε και αποκλειστικότητα του «εγώ». Η ταφή είναι η άρνησή μας να συσσχηματιστούμε με τον παλαιό άνθρωπο που υπάρχει εντός μας, δηλαδή με την επιθυμία εμείς να είμαστε η αρχή και το τέλος της ζωής μας και να έχουμε πάντα δίκιο σε ό,τι σκεφτόμαστε, σε ό,τι ζητούμε, σε ό,τι μας ευχαριστεί, ακόμη κι αν μας βλάπτει. Και η ανάσταση είναι η αγάπη που νικά τον θάνατο, ακολουθώντας τον πρωτότοκο των νεκρών Κύριό μας, που είναι η ανάσταση και η ζωή. Όλα αυτά όμως θέλουν ανθρώπους με πίστη, που αποδέχονται κάθε παιδευτικό γεγονός της ζωής με την ωριμότητα εκείνου που εμπιστεύεται τον Θεό, ακόμη κι αν αυτό δεν είναι ευχάριστο.

            Η Ορθοδοξία είναι η απόφασή μας να μην ολιγωρήσουμε μπροστά στην διαπαιδαγώγηση του Κυρίου. Είναι μια μαρτυρία ζωής και ένα μαρτύριο να μην αφήνουμε το θέλημά μας να μας κυβερνά, αλλά το θέλημα του Θεού. Κάποτε αυτό το μαρτύριο γίνεται και σωματικό. Όμως, όπως βλέπουμε και στο συναξάρι των Αγίων Τεσσαράκοντα, δεν ήταν μόνοι τους. Ο Χριστός είναι παρών στη ζωή εκείνων που Τον αποδέχονται, εκείνων που δεν φοβούνται να αφοσιωθούν σ’  Αυτόν, εκείνων που βλέπουν πίσω από τα γεγονότα της ζωής την ανάγκη να σπουδάσουμε τη δίψα για Θεό, για αλήθεια, για αγάπη και ανάσταση, ιδίως εκεί όπου όλα μοιάζουν δυσκόλως ερμηνεύσιμα, γιατί ο Θεός αφήνει να συμβούν.

Ο δρόμος της Ορθοδοξίας περνά μέσα από την Εκκλησία, χωρίς να εγκλωβίζεται στην ατομικότητά μας. Στην Εκκλησία συναντιόμαστε με τον Θεό και τον συνάνθρωπό και ξεκινούμε κάθε στιγμή από την αρχή. Στον δρόμο αυτό οι πρεσβείες των Αγίων μάς ενισχύουν και μάς επαναφέρουν εκεί όπου η αγάπη, ακόμη κι αν φαίνεται μάταιη, δεν χάνεται. Εκεί όπου ο χρόνος μπορεί να μοιάζει ότι καταπίνει τον δίκαιο και τον αληθινό και τον αγωνιζόμενο, αλλά η ανάσταση μάς περιμένει. Ας είμαστε ευγνώμονες προς τον Χριστό, την Εκκλησία, τους Αγίους και ας διαφυλάξουμε το σταυροαναστάσιμο ήθος της Ορθοδοξίας εντός μας και μέχρι τέλους. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΟΥ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ

 


Τη μνήμη των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων που μαρτύρησαν στη Σεβάστεια τιμά σήμερα, 9 Μαρτίου, η Εκκλησία μας.
Και οι σαράντα αυτοί Άγιοι ήταν στρατιώτες στο πιο επίλεκτο τάγμα του στρατού του Λικινίου. Όταν αυτός εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, οι Άγιοι σαράντα συλλαμβάνονται αμέσως από τον έπαρχο Αγρικόλα (στη Σεβάστεια).
Στην αρχή τους επαινεί και τους υπόσχεται αμοιβές και αξιώματα, για να αρνηθούν την πίστη τους. Τότε ένας από τους σαράντα, ο Κάνδιδος, απαντά: «Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας. Άλλ’ ο Χριστός, στον όποιο πιστεύουμε, μας διδάσκει ότι στον καθένα άρχοντα πρέπει να του προσφέρουμε ό,τι του ανήκει. Και γι’ αυτό στο βασιλέα προσφέρουμε τη στρατιωτική υπακοή
Αν, όμως, ενώ ακολουθούμε το Ευαγγέλιο, δεν ζημιώνουμε το κράτος, αλλά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας, γιατί μας ανακρίνεις για την πίστη πού μορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;» Ο Αγρικόλας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους επιβληθεί με ήρεμο τρόπο και διέταξε να τους βασανίσουν.
Οπότε, μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τους ρίχνουν στα κρύα νερά μιας λίμνης. Το μαρτύριο ήταν φρικτό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν. Αλλα αυτοί ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, λέγοντας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα».
Ενώ προχωρούσε το μαρτύριο, ένας μόνο λιποψύχησε και βγήκε από τη λίμνη. Τον αντικατέστησε όμως ο φρουρός (Αγλάϊος), που είδε τα στεφάνια πάνω από τα κεφάλια τους. Ομολόγησε το Χριστό, μπήκε στη λίμνη και μαζί με τους 39 παίρνει και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού μισοπεθαμένους τους έβγαλαν το πρωί από τη λίμνη και τους συνέτριψαν τα σκέλη. Τα μαρτυρικά λείψανα ευρέθησαν από τους Χριστιανούς σε κάποιο γκρεμό, όπου είχαν συναχθεί κατά θεία οικονομία και ενταφιάσθηκαν με ευλάβεια.
Στον Ευεργετινό αναφέρεται ότι ενώ οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως έχοντας παραμείνει όλη τη νύχτα μέσα στην παγωμένη λίμνη και καθώς τους έσερναν στον αιγιαλό για να τους συντρίψουν τα σκέλη, η μητέρα ενός Μάρτυρος παρέμενε εκεί πάσχουσα με αυτούς, βλέποντας το παιδί της που ήταν νεότερο στην ηλικία από όλους, μήπως και λόγω του νεαρού της ηλικίας και της αγάπης προς την ζωή, δειλιάσει και βρεθεί ανάξιο της τιμής και της τάξεως των στρατιωτών του Χριστού. Στεκόταν λοιπόν, εκεί και άπλωνε τα χέρια της προς το παιδί της λέγοντας:
«Παιδί μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε δεν θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν θα απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση, ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις εις Αυτόν και για μένα που σε γέννησα».
Τα λείψανα των Αγίων βρήκε με θεία οπτασία, το έτος 438 μ.Χ., η αυτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα στο ναό του Αγίου Θύρσου, πίσω από τον άμβωνα, στον τάφο της διακόνισσας Ευσέβειας σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες κατά την διαθήκη της Ευσέβειας, είχαν εναποτεθεί στον τάφο της στο μέρος της κεφαλής της. Στην συνέχεια η Πουλχερία οικοδόμησε ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων.
Σπουδαία από ιστορικής απόψεως θεωρείται από νεότερους ερευνητές η Διαθήκη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, η οποία αποσκοπεί στο να παρεμποδίσει τον διασκορπισμό των ιερών λειψάνων τους μεταξύ των Χριστιανών, πράγμα συνηθισμένο στην Ανατολή κατά τους χρόνους εκείνους.
Κατά τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματα τους ήταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνας, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος, (ή Ευδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ή Ξανθιάς), Ουαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), δυο Γοργόνιοι, Ιουλιανός, (ή Ελιανός ή Ηλιανός), και Αγλάϊος ο καπικλάριος. (Ορισμένοι Κώδικες αναφέρουν και επιπλέον των σαράντα ονόματα, όπως αυτά των Αγίων Αειθάλα, άλλου Γοργονίου κ.λ.π.).
Απολυτίκιο:
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δήμος ώφθητε, τροπαιοφόρος, Αθλοφόροι Χριστού Τεσσαράκοντα, διά πυρός γαρ και ύδατος ένδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρώς εδοξάσθητε. Αλλ’ αιτήσασθε, Τριάδα την υπερούσιον, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 Κυριακή της Ορθοδοξίας - Βικιπαίδεια

Η πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής, η Α΄ Κυριακή των Νηστειών, ονομάζεται και Κυριακή της Ορθοδοξίας. Η Εκκλησία όρισε αυτή την Κυριακή να θυμόμαστε το γεγονός της αναστήλωσης των ιερών εικόνων. Να πώς έχει με λίγο λόγια η ιστορία αυτού του γεγονότος.

Στα τέλη του 7ου και τις αρχές του 8ου αι. μ.Χ. στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εμφανίσθηκαν κάποιες θεωρίες μεταξύ πνευματικών ανθρώπων, σύμφωνα με τις οποίες, η προσκύνηση των εικόνων που υπήρχαν στα σπίτια και τους ναούς ήταν ειδωλολατρική πράξη. Με τη βοήθεια του αυτοκράτορα, ο οποίος συμφώνησε με τη θεωρία αυτή, εκδόθηκαν διαταγές που απαγόρευαν την ύπαρξη και την προσκύνηση των εικόνων. Αυτοί που συμφώνησαν μ΄ αυτήν την πράξη ήταν οι Εικονομάχοι.

Όμως, υπήρχαν και φωνές άλλων πνευματικών ανθρώπων που έλεγαν ότι η ύπαρξη των εικόνων ήταν απόλυτα φυσική μέσα στην Εκκλησία, επειδή αυτές είναι το βοηθητικό μέσο της λατρείας του Θεού και της τιμής των Αγίων. Αυτοί ονομάστηκαν Εικονόφιλοι.

Η διαμάχη μεταξύ Εικονόφιλων και Εικονομάχων κράτησε με διακοπές περίπου 120 χρόνια. Στο μέσο αυτής της περιόδου, το 787, η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος  διατύπωσε τη διδασκαλία που έχει και σήμερα η Εκκλησία και διακηρύσσει την τιμητική προσκύνηση των εικόνων. Παρά την απόφαση της Συνόδου όμως, η Εικονομαχία συνεχίσθηκε μέχρι το 842, οπότε και έληξε οριστικά με την αναστήλωση των εικόνων.

Όταν λοιπόν προσευχόμαστε μπροστά σε μία εικόνα, δεν προσευχόμαστε μπροστά σε ένα κομμάτι ζωγραφισμένο ξύλο αλλά ο νους μας και η καρδιά μας στρέφονται προς τον Χριστό, την Παναγία ή τους Αγίους που εικονίζονται. Η ίδια η εικόνα μας βοηθάει στην επικοινωνία μας αυτή κι όταν την ασπαζόμαστε δεν φιλάμε ένα κομμάτι ύλης αλλά προσφέρουμε την προσκύνησή μας στο πρόσωπο που εικονίζεται. Εϊναι καλή η συνήθεια που έχουν πολλές χριστιανικές οικογένειες να έχουν στο σπίτι τους ένα εικονοστάσι με πολλές εικόνες και κυρίως των αγίων που προστατεύουν την οικογένεια. Και καθένα παιδί ας φροντίσει να έχει στο δωμάτιό του την εικόνα του Αγίου του οποίου έχει το όνομα.

Την Κυριακή αυτή στους ορθόδοξους ναούς γίνεται περιφορά των εικόνων και ακούγεται το παρακάτω απολυτίκιο.

Frame Apolytikio7

Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ:(ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

 icon5

Μάξιμος Παφίλης, Επίσκοπος Μελιτηνής


Απόκρημνος βράχος, αποκομμένος από το κορμί πανάρχαιου όρους, η μνήμη αναδύει μες από τα σπλάχνα του χρόνου, την εικόνα της ημέρας, ωδή στην πρώτη Κυριακή των Νηστειών.

Η Εκκλησία, νύμφη αστραφτερή στο φως της αναμονής, θυμάται την κλήση των πρώτων μαθητών, διαρκές κάλεσμα, ψίθυρος στους αιώνες, κραυγή στην έρημο του κόσμου.

Ο Ιησούς, οδοιπόρος στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής, αναζητά συντρόφους στο ταξίδι προς την αυγή της αιώνιας ζωής. Και η αφήγηση, σαν τοιχογραφία ξεβαμμένη από τον χρόνο, σαν αρχαίο δράμα, αποκαλύπτει, με ρίγος, τα μυστήρια της πρώτης συνάντησης, το δέος της αποκάλυψης.

«Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα» (Ἰω. 1, 51). Υπόσχεση, ψίθυρος στην καρδιά, μυστικό που τρέμει στα χείλη, αύρα που χαϊδεύει το πρόσωπο των ανθρώπων. Πώς, όμως, να αντικρίσει κανείς τον ανοιχτό ουρανό, όταν η καρδιά του παραμένει ερμητικά κλειστή, φυλακή σκοτεινή, τάφος των ονείρων;

Κάτω από το φύλλωμα της συκιάς, εκεί που ο ήλιος, θρυμματισμένος σε χίλια κομμάτια, διαχέεται σε λεπτεπίλεπτες αχτίδες, και η σκιά χορεύει στο πρόσωπο του στοχαστή, ο Ναθαναήλ, χαμένος στο λαβύρινθο των σκέψεων, αναζητά την αλήθεια, φως μες στο σκοτάδι.

Όπως κάθε άνθρωπος, ψυχή χαμένη στην απέραντη θάλασσα του είναι, που προσπαθεί να βρει το νήμα της ζωής, να ερευνήσει τα βάθη της ύπαρξής του, βρίσκεται σε στιγμή περισυλλογής, άγνωστος στους πολλούς, μα όχι στο βλέμμα Εκείνου που διαπερνά το χρόνο, που βλέπει στα έγκατα της ψυχής. Η συνάντηση με τον Φίλιππο γίνεται αφορμή για ένα ταξίδι προς το άρρητο, προς την καρδιά του μυστηρίου.

«Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;» Η ερώτηση του Ναθαναήλ, κραυγή απόγνωσης, αντηχεί ως η φωνή της αμφιβολίας, τέρας που φωλιάζει σε κάθε ανθρώπινη καρδιά, δηλητήριο που στάζει στην ψυχή. Πόσο συχνά, κρύβουμε κι εμείς, πίσω από τον σκεπτικισμό, μια βαθύτερη δίψα, μια κραυγή για το αληθινό, για το φως που θα διαλύσει τα σκοτάδια; Έτσι στεκόμαστε, με απλωμένα χέρια, ικέτες στο χάος, με μάτια γεμάτα απορία, άβυσσοι δίχως πυθμένα, με ψυχή που διψά για νόημα, για μια στάλα βάλσαμο στις πληγές μας. Ψηλαφούμε στο σκοτάδι, χαμένοι στο λαβύρινθο της αβεβαιότητας, αναζητώντας έστω μια αχτίδα φωτός, ένα σημάδι, μια ελπίδα.

Η έκπληξη του Ναθαναήλ, σεισμός στην ψυχή, όταν ο Ιησούς αποκαλύπτει ότι τον είδε κάτω από τη συκιά, πριν καν τον καλέσει ο Φίλιππος, συγκλονίζει τα θεμέλιά του, θρυμματίζει τον κόσμο του. «Πόθεν με γινώσκεις;» ρωτά με έκπληξη, δέος και τρόμο, ψίθυρος χαμένος στην καταιγίδα της αποκάλυψης.

Ο Άγιος Επιφάνιος Κωνσταντείας, στο περίφημο έργο του, υμνεί, με λυγμό και δέος, με μοναδική ποιητική ευαισθησία, αυτή την αιφνίδια συνάντηση: «Πῶς φρεσὶ γιγνώσκεις με, τὸν οὐ πάρος εἶδες ἐπωπῇ; Εἰπὶ, πόθεν νοέεις με;» (Πώς με γνωρίζεις εσωτερικά, εσύ που δε με είδες ποτέ πριν με τα μάτια σου; Πες μου, από πού με γνωρίζεις;). Και συνεχίζει, η φωνή του θρήνος και ύμνος, περιγράφοντας αριστοτεχνικά τη θεϊκή απάντηση, το ρήγμα στο χρόνο: «Καὶ ἀνέρι θέσκελον αὐδὴν Κοίρανος ὁμφήεντος ἀνήρυγεν ἀνθερεῶνος· Πρὶν καλέσαι σε Φίλιππον, ὑπὸ σκιοειδέῖ συκῇ Ἔδρακον...» (Και στον άνδρα, θεσπέσια φωνή ο Κύριος, από το προφητικό του στόμα απάντησε: Πριν σε καλέσει ο Φίλιππος, κάτω από τη σκιερή συκιά σε είδα...).[1]

Σε αυτή τη συνάντηση, ο χρόνος καταρρέει, γίνεται συντρίμμια, σκόνη στα μάτια της αιωνιότητας. Παρελθόν και παρόν συγχωνεύονται, γίνονται ένα, σε μια αιωνιότητα που διαπερνά την ανθρώπινη ύπαρξη, σπαθί που κόβει το νήμα της ζωής. Εδώ βλέπουμε το μυστήριο της θείας γνώσης, όχι ως ψυχρή παντογνωσία, παγερό βλέμμα που διαπερνά τα πάντα, αλλά ως βαθιά, διαπεραστική αγάπη, φλόγα που καίει και φωτίζει, που γνωρίζει το "δέντρο" της κάθε ψυχής, το καταφύγιο, τον μυστικό κήπο όπου στοχάζεται, αγωνιά, ελπίζει, ονειρεύεται και πεθαίνει.

Τι έκανε ο Ναθαναήλ κάτω από τη συκιά; Προσευχόταν, γονατιστός στην άβυσσο της ύπαρξης; Μελετούσε τις Γραφές, αναζητώντας το φως στο σκοτάδι; Ή μήπως βρισκόταν σε στιγμή βαθιάς υπαρξιακής αναζήτησης, χαμένος στα σοκάκια του εαυτού του; Η απάντηση παραμένει κρυφή, βυθισμένη στο σκοτάδι, όπως οι πιο ιερές στιγμές της ζωής, οι μυστικές συναντήσεις με τον Θεό. Σημασία, όμως, έχει πως το βλέμμα Του, αετός που πετά πάνω από τα σύννεφα, διαπερνά τη φυλλωσιά των κρυφών μας στιγμών, των αθέατων αγώνων, των ψιθύρων της καρδιάς.

Ο θεολογικός στοχασμός, βουτιά στα άδυτα της πίστης, μάς καλεί να αναλογιστούμε, να δούμε μέσα μας: ποια είναι η δική μας "σκιά", ο μυστικός μας τόπος; Ποιες είναι οι στιγμές μας που νομίζουμε ότι είμαστε αόρατοι, χαμένοι στη λήθη, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε ήδη ιδωμένοι, γραμμένοι στο βιβλίο της ζωής;

Η απόσταση ανάμεσα στην ανθρώπινη μοναξιά, την παγωμένη έρημο της καθημερινότητας, και τη θεία συντροφιά, την όαση της αγάπης, είναι μικρότερη απ' όσο νομίζουμε. Μας χωρίζει μόνο ένα φύλλωμα, μια ανάσα.

Μέσα στον κύκλο της αμφιβολίας, στον φαύλο κύκλο που διαγράφει η ανθρώπινη συνείδηση, ξαφνικά ανοίγει μια ρωγμή, πληγή στο σώμα της πραγματικότητας. Μια ρωγμή απ' όπου εισχωρεί το φως της αποκάλυψης, χείμαρρος που παρασύρει τα πάντα. Η φωνή, ψίθυρος από τα βάθη μιας άλλης διάστασης, ταράζει τη σιωπή της ερήμου, σπάει την παγερή ησυχία του θανάτου. Ο άνθρωπος, ως περιπλανώμενος οδοιπόρος στο χάος του απείρου, ναυαγός στο πέλαγος της ύπαρξης, βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με την αλήθεια, γυμνός μπροστά στο μεγαλείο του Θεού, που τον γνωρίζει προτού καν γνωρίσει ο ίδιος τον εαυτό του, πριν ακόμα υπάρξει.

Η στιγμή της αναγνώρισης έρχεται σαν έκρηξη, σαν γέννηση και θάνατος μαζί. Ο Ναθαναήλ, συγκλονισμένος, νιώθει τα θεμέλια της ύπαρξής του να κλονίζονται, να γίνονται σκόνη.

Η ψυχή του, πουλί τρομαγμένο, φτερουγίζει στον άνεμο της έκπληξης, καθώς αντιλαμβάνεται, με δέος και τρόμο, ότι στέκεται μπροστά σε κάτι που υπερβαίνει τα ανθρώπινα, σε κάτι άπειρο και αιώνιο. Ποιος είναι αυτός που τον είδε κάτω από το δέντρο, στον μυστικό του κήπο; Ποιος διαπερνά το φίλτρο της μοναξιάς του, το τείχος που τον χωρίζει από τον κόσμο;

Η απάντηση του Ναθαναήλ αποτελεί έκρηξη πίστης, έναν καταρράκτη ομολογίας, ύμνο στην αλήθεια: «Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ιω. 1,49).

Αυτή η εξομολόγηση, λυγμός και θρίαμβος, δεν είναι απλώς λεκτικό ξέσπασμα, λόγια που χάνονται στον άνεμο, αλλά η συνειδητοποίηση μιας κοσμικής αλήθειας, μιας πραγματικότητας που αναδύεται από τα βάθη μας, από την άβυσσο της ψυχής.

Ο Ναθαναήλ, ως «αληθής Ισραηλίτης», γίνεται εκπρόσωπος, σύμβολο όλων όσοι, πέρα από τις αμφιβολίες, τις πληγές της ψυχής, τολμούν να διαβούν το κατώφλι της πίστης, να αγγίξουν το μυστήριο.

Η μετάβαση από το ερώτημα «μπορεί να έρθει κάτι καλό από τη Ναζαρέτ;», στην δήλωση «σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ», ύμνος στην αλήθεια, αντανακλά την πορεία της κάθε ψυχής που αναζητά, που διψά για το φως, που παλεύει με τα σκοτάδια. Μια πορεία δύσβατη, ανηφορική, δρόμος γεμάτος αγκάθια, με απότομες στροφές, γκρεμούς και απρόσμενες εκπλήξεις, θανάτους και αναστάσεις.

Η βεβαιότητα του Ναθαναήλ δεν ήταν απόρροια λογικών συλλογισμών ή αποδείξεων, ψυχρή ανάλυση δεδομένων. Ήταν το αποτέλεσμα μιας υπαρξιακής συνάντησης, μιας αποκάλυψης, αστραπής που σχίζει τον ορίζοντα, που υπερβαίνει τα όρια της νόησης, που αγγίζει την καρδιά. Η γνώση που προσφέρει ο Χριστός δεν είναι η ψυχρή γνώση των γεγονότων, η νεκρή πληροφορία, αλλά η ζεστή γνώση της προσωπικής σχέσης, η φλόγα της αγάπης. Γνωρίζει τον άνθρωπο όχι ως αντικείμενο μελέτης, ψυχρό αριθμό σε ένα κατάλογο, αλλά ως αγαπημένο πρόσωπο, μοναδική και ανεπανάληπτη ύπαρξη.

Έτσι κι εμείς, χαμένοι στο δικό μας σύμπαν αμφιβολιών, ναυαγοί στο πέλαγος της ζωής, καλούμαστε να αναγνωρίσουμε τη φωνή, τον ψίθυρο που μας καλεί με το όνομά μας, που αγγίζει την ψυχή μας.

Ποιος δεν έχει νιώσει, έστω και για μια στιγμή, ότι κάποιος γνωρίζει τις πιο κρυφές σκέψεις, τις πιο βαθιές αγωνίες του, τα μυστικά που κρύβει στην άβυσσο της ψυχής; Ποιος δεν έχει αισθανθεί μια ανεξήγητη παρουσία, ένα άγγιγμα, που αγγίζει την καρδιά με τρόπο που οι λέξεις, φτωχές και ανίσχυρες, αδυνατούν να περιγράψουν, που νικούν τον θάνατο;

Αυτή την ορθόδοξη θεώρηση της γνώσης ως κοινωνίας προσώπων, ως αποκάλυψης που μεταμορφώνει, που καίει και ανασταίνει, μας προσφέρει η περικοπή του Ναθαναήλ. Από τα βάθη της αμφιβολίας, από την άβυσσο της ύπαρξης, προβάλλει το φως της αλήθειας, ελπίδα και λύτρωση. Και η αλήθεια είναι πάντα προσωπική, δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι ο «Υιός του Θεού», είναι «ο βασιλεύς του Ισραήλ», είναι Εκείνος που μας γνωρίζει κάτω από το δικό μας δέντρο, στον μυστικό μας κήπο, στην έρημο της ψυχής μας.

Στην ιερή στιγμή της συνάντησης, ο Ιησούς ανοίγει τον ουρανό, σκίζει τον φραγμό της πραγματικότητας, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ναθαναήλ, στην ψυχή που διψά για αλήθεια. «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» (Ιω. 1,51). Ο λόγος αυτός, βροντή και ψίθυρος, δεν είναι απλώς υπόσχεση για το μέλλον, λέξεις που χάνονται στον άνεμο, αλλά αποκάλυψη που διαπερνά το παρόν και νικά τις αμφιβολίες.

Ποια είναι αυτή η νέα κλίμακα του Ιακώβ, η γέφυρα που ενώνει γη και ουρανό; Τι σημαίνει ο ανοιγμένος ουρανός, η ρωγμή στην πραγματικότητα; Οι αιώνες ψιθυρίζουν τα μυστικά τους, λόγια χαμένα στο διάβα του χρόνου, και η ψυχή σταματά να αναπνέει, παγώνει στο άκουσμα μιας τέτοιας υπόσχεσης, ενός τέτοιου οράματος. Ο άνθρωπος, αυτό το πλάσμα πλασμένο από χώμα και όνειρα, από αμαρτία και αγιότητα, καλείται να γίνει μάρτυρας μιας κοσμικής πραγματικότητας, ενός δράματος που υπερβαίνει τα όρια της φαντασίας, που αγγίζει το ακατάληπτο.

Ο Άγιος Μπιντ (Βέδας) ο Σεβάσμιος, φως της θεολογίας, στην ερμηνεία του για το πρώτο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, βλέπει, με μάτια που διαπερνούν την ύλη, σε αυτή την εικόνα, την εκπλήρωση του ονείρου του Ιακώβ, μια σύνδεση, γέφυρα που αναδεικνύει τον Χριστό ως τη νέα κλίμακα μεταξύ γης και ουρανού, ως τη θύρα της σωτηρίας: "Jam completum cernimus promissi hujus effectum. Videmus etenim cælum apertum, quia postquam cælum Deus homo penetravit, etiam nobis in eum credentibus supernæ patriae patefactum cognoscimus ingressum" (Τώρα βλέπουμε εκπληρωμένη την επίδραση αυτής της υπόσχεσης. Βλέπουμε πράγματι τον ουρανό ανοιχτό, επειδή αφού ο Θεάνθρωπος διείσδυσε στον ουρανό, γνωρίζουμε ότι και για εμάς που πιστεύουμε σε αυτόν, έχει ανοιχτεί η είσοδος στην ουράνια πατρίδα).[2]

Η υπόσχεση του ανοιγμένου ουρανού, ρωγμή στο στερέωμα, φανερώνει μια νέα οντολογική πραγματικότητα, μια αλλαγή στην ίδια την υφή του κόσμου. Ο ουρανός δεν είναι πλέον κλειστός, άφταστος, απροσπέλαστος, παγωμένη σιωπή. Έχει μεταμορφωθεί σε ανοιχτή πόρτα, πληγή στο σώμα του σύμπαντος, σε πρόσκληση, σε κάλεσμα, ψίθυρος στην καρδιά της νύχτας. Και αυτή η πρόσκληση δεν απευθύνεται μόνο στον Ναθαναήλ, στον εκλεκτό, αλλά σε κάθε αναζητητή της αλήθειας, σε κάθε ψυχή που διψά για τον Χριστό, στο πέρασμα των αιώνων, στην άβυσσο του χρόνου.

Οι άγγελοι που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, φτερουγίσματα στο κενό, συμβολίζουν την αδιάκοπη επικοινωνία μεταξύ θείου και ανθρωπίνου, την ένωση των κόσμων. Όχι πια μέσω συμβόλων και τελετών, σκιές στην έρημο, αλλά μέσω του ίδιου του προσώπου του Ιησού, της ενσάρκωσης του θείου Λόγου. Ο Κύριος γίνεται η γέφυρα, η κλίμακα, η θύρα, το σημείο συνάντησης, το κέντρο του κόσμου. Στο πρόσωπό του, πληγή και φως, συμφιλιώνονται τα άκρα, ενώνονται οι αντιθέσεις, γη και ουρανός, θεραπεύεται η αρχέγονη ρήξη, ο σπαραγμός της ύπαρξης.

Σε αυτή τη θεολογική προοπτική, βουτιά στην άβυσσο του νου, η υπόσχεση στον Ναθαναήλ αποκτά κοσμικές διαστάσεις, γίνεται οικουμενική. Δεν είναι απλώς ένα μελλοντικό γεγονός, μια υπόσχεση που θα εκπληρωθεί κάποτε, αλλά η εγκαινίαση μιας νέας εποχής, η αυγή μιας νέας δημιουργίας, όπου ο άνθρωπος καλείται να μετάσχει στη θεία ζωή, να γίνει κοινωνός της αιωνιότητας. Η θέωση, ως σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης, το υπέρτατο δώρο, είναι η ανταπόκριση σε αυτή την κλήση, η επιστροφή στην αρχέγονη ενότητα.

Μέσα στη δίνη της καθημερινότητας, στον κυκεώνα του εφήμερου, στην τρικυμία της ζωής, ο λόγος του Χριστού, βροντή και ψίθυρος, αντηχεί ως διαρκής υπενθύμιση της αληθινής μας φύσης, της θεϊκής σπίθας μέσα μας, και του τελικού μας προορισμού, της ένωσης με τον Θεό. Είμαστε πλάσματα του ουρανού, σπέρματα φωτός, προορισμένα να ζήσουμε στη γη με στραμμένη την καρδιά προς τα άνω, προς την πηγή της ύπαρξης. Η κλήση προς τη αγιότητα, η φωνή που μας καλεί, δεν είναι κάτι έξω από εμάς, ξένο σώμα, αλλά η βαθύτερη κλήση της ίδιας μας της ύπαρξης, η φωνή της καρδιάς μας.

Ο άνθρωπος, αυτό το παράδοξο ον, αίνιγμα και λύση, που ισορροπεί μεταξύ χώματος και ουρανού, μεταξύ θανάτου και αιωνιότητας, καλείται να γίνει γέφυρα μεταξύ κόσμων, ένωση αντιθέτων. Η ζωή μας γίνεται ένα διαρκές ταξίδι, μια αέναη κίνηση μεταξύ ορατού και αόρατου, πεπερασμένου και απείρου, χρόνου και αιωνιότητας, γέννησης και θανάτου.

Στα μάτια του Θεού, στην άβυσσο της θείας αγάπης, είμαστε πάντα κάτω από το δικό μας δέντρο, στη σκιά της ύπαρξής μας, εν αναμονή της κλήσης, της θεϊκής φωνής. Και όταν έρθει, όπως στον Ναθαναήλ, ξαφνική και απρόσμενη, θα ανοίξει μπροστά μας ο ουρανός, ρωγμή στο στερέωμα, αποκαλύπτοντας την αληθινή διάσταση της ταυτότητάς μας, μια διάσταση που υπερβαίνει τα όρια, που σπάει τα δεσμά, μια διάσταση που αγγίζει την αιωνιότητα, που ενώνεται με τον Χριστό, που γίνεται φως.

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 09/03/25-ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗ Α' 44-52

 Κυριακή της Ορθοδοξίας - Αφιέρωμα - Σαν Σήμερα .gr

Πρωτότυπο Κείμενο

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαῑδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ, καὶ λέγει αὐτῷ· Ὅν ἔγραψε Μωσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ Προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ, τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν, καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν μὲ γινώσκεις; Ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν, εἶδόν σε. Ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ῥαββί, σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. Καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας, καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς αποφάσισε να πάει στη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε το Φίλιππο και του λέει: «Έλα μαζί μου». Ο Φίλιππος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Βρίσκει ο Φίλιππος το Ναθαναήλ και του λέει: «Αυτόν που προανήγγειλε ο Μωυσής στο νόμο και οι προφήτες, τον βρήκαμε· είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ». «Μπορεί από τη Ναζαρέτ να βγει τίποτα καλό;» τον ρώτησε ο Ναθαναήλ. «Έλα και δες μόνος σου», του λέει ο Φίλιππος. Ο Ιησούς είδε το Ναθαναήλ να πλησιάζει και λέει γι΄ αυτόν: «Να ένας γνήσιος Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». «Από πού με ξέρεις;» τον ρωτάει ο Ναθαναήλ. Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Προτού σου πει ο Φίλιππος να ΄ρθείς, σε είδα που ήσουν κάτω απ΄ τη συκιά». Τότε ο Ναθαναήλ του είπε: «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Επειδή σου είπα πως σε είδα κάτω από τη συκιά, γι΄ αυτό πιστεύεις; Θα δεις μεγαλύτερα πράγματα απ΄ αυτά». Και του λέει: «Σας βεβαιώνω ότι σύντομα θα δείτε να έχει ανοίξει ο ουρανός, και οι άγγελοι του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του Ανθρώπου».

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 09/03/25-ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ' 24-26

 Ο Απόστολος Παύλος: Ο αληθινά Μεγάλος


Πρωτότυπο Κείμενο 

Ἀδελφοί, πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν· μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Καὶ τί ἔτι λέγω; Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ ᾽Ιεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν Προφητῶν· οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

Νεοελληνική Απόδοση

Xάρη στην πίστη του ο Mωυσής, όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να λέγεται γιος της κόρης του Φαραώ, επειδή θεώρησε πως είναι καλύτερο να κακοπαθεί μαζί με το λαό του Θεού, παρά να απολαμβάνει προσωρινά την αμαρτωλή ζωή. Γιατί τον εξευτελισμό για χάρη του Xριστού τον θεώρησε πλούτο πολυτιμότερο από τους θησαυρούς της Aιγύπτου, επειδή απέβλεπε στην ανταπόδοση από το Θεό. Kαι τι άλλο να πρωτοπώ; Γιατί, σίγουρα δε θα έχω το χρόνο έτσι κι αρχίσω να διηγούμαι για τον Γεδεών, τον Bαράκ, τον Σαμψών, τον Iεφθάε, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και τους προφήτες, οι οποίοι χάρη στην πίστη τους ανέτρεψαν βασίλεια, επέβαλαν τη δικαιοσύνη, πέτυχαν την υλοποίηση υποσχέσεων, έφραξαν στόματα λιονταριών, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς, γλίτωσαν τη σφαγή, μετέτρεψαν σε δύναμη τις αδυναμίες τους, έγιναν ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή στρατεύματα αλλοφύλων, γυναίκες ξανάσμιξαν στη ζωή με ανθρώπους τους που αναστήθηκαν από τους νεκρούς. Kι άλλοι, πάλι, βασανίστηκαν άγρια μέχρι θανάτου, χωρίς να ενδώσουν για την ελευθέρωσή τους, ώστε να αξιωθούν μια υπέρτερη ανάσταση. Kαι διάφοροι άλλοι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρωμα, κατάντησαν να περιφέρονται ντυμένοι με προβιές και κατσικοδέρματα περνώντας από στερήσεις, θλίψεις, κακουχίες. Oι άνθρωποι αυτοί, για τους οποίους δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος, έζησαν περιπλανώμενοι σε ερημιές και σε βουνά και μέσα στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Kι όλοι αυτοί, ενώ αναγνωρίστηκαν για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την εκπλήρωση της υπόσχεσης, επειδή ο Θεός έχει προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι που να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ

 


Τη μνήμη του Οσίου Θεοφυλάκτου του Επισκόπου Νικομήδειας τιμά σήμερα, 8 Μαρτίου, η Εκκλησία μας.
Ο Όσιος Θεοφύλακτος καταγόταν από την Ανατολή και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Λέοντος του Δ’ (775 – 780 μ.Χ.).
Λόγω της μεγάλης του παιδείας και προς συνέχιση των σπουδών του ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γρήγορα απέκτησε φήμη σοφού και εδημιούργησε φιλικές σχέσεις με ανώτερους κρατικούς λειτουργούς και αξιωματούχους, καθώς και με τον μετέπειτα Πατριάρχη Ταράσιο, που ήταν τότε πρωτοσκρίτης (Πρώτος των δημοσίων υπηρεσιών της αυτοκρατορίας).
Όταν το έτος 784 μ.Χ. εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Ταράσιος, εις διαδοχήν του Πατριάρχου Παύλου, ο Όσιος Θεοφύλακτος μαζί με τον Μιχαήλ, που αργότερα έγινε επίσκοπος Συνάδων, απεστάλησαν από τον Ταράσιο σε κάποια μονή του Ευξείνου Πόντου. Λίγο αργότερα, πιθανόν περί το έτος 800 μ.Χ., εξελέγη Επίσκοπος Νικομηδείας.
Από τη θέση αυτή ο Όσιος Θεοφύλακτος διέπρεψε σε έργα εκκλησιαστικής φιλανθρωπίας και κοινωνικής πρόνοιας. Ανήγειρε ναούς, το μέγα νοσοκομείο των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, γηροκομεία, πτωχοκομεία και εδημιούργησε λογία για τις άπορες χήρες και τα ορφανά. Μάλιστα δε ο ίδιος διακονούσε και περιποιόταν τους πάσχοντες αδελφούς του.
Όταν απέθανε ο Πατριάρχης Ταράσιος, εξελέγη στον πατριαρχικό θρόνο ο Άγιος Νικηφόρος Α’ (806 – 815 μ.Χ.). Στη βασιλεία υπερίσχυσε ο Λέων ο Ε’ ο Αρμένιος (813 – 820 μ.Χ.), ο οποίος εκινήθηκε κατά των αγίων εικόνων.
Τότε παρέλαβε ο Άγιος Νικηφόρος τον Όσιο Θεοφύλακτο, τον Άγιο Αιμιλιανό Κυζίκου, τον Άγιο Ευθύμιο Σάρδεων, τον Ευδόξιο Αμορίου, τον Άγιο Μιχαήλ Συνάδων και τον Άγιο Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, ανέβηκε στο παλάτι και έλεγξε με αγιογραφικά χωρία τον αυτοκράτορα για τα δυσσεβή διδάγματα και την εικονομαχική του διάθεση.
Επειδή ο αυτοκράτορας έμενε αμετάπειστος, ο Όσιος Θεοφύλακτος έλαβε το λόγο και του είπε με παρρησία: «Γνωρίζω ότι καταφρονείς την ενοχή και μακροθυμία του Θεού. Αλλά θα έλθει σε σένα ξαφνικά όλεθρος και η καταστροφή θα είναι όμοια με καταιγίδα».
Ο αυτοκράτορας εξαγριώθηκε και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Τον μεν Πατριάρχη Νικηφόρο στη Χρυσούπολη, τους άλλους Αρχιερείς σε διαφορετικά μέρη και τον Όσιο Θεοφύλακτο στο Στρόβιλο, όπου επί τριάντα έτη παρέμεινε με καρτερία και εκεί εκοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 840 μ.Χ.
Μετά την κατάπαυση του διωγμού, επί της ευσεβεστάτης βασιλίσσης Θεοδώρας (842 – 857 μ.Χ.) και του Πατριάρχου Μεθοδίου (842 – 846 μ.Χ.), το ιερό σκήνωμα αυτού ανακομίσθηκε στη Νικομήδεια, το 846 μ.Χ., και εναποτέθηκε στο ναό των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, που ο ίδιος είχε οικοδομήσει.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αποκαλεί τον Όσιο Θεοφύλακτο στύλο αληθείας, Ορθοδοξίας εδραίωμα, φύλακα της ευσεβείας, στήριγμα της Εκκλησίας.
Μικρός ναός του Οσίου Θεοφυλάκτου ανηγέρθη στο παλάτι κατά τον 10 αιώνα μ.Χ., ίσως επί αυτοκράτορος Ρωμανού Α’ του Λεκαπηνού (920 – 944 μ.Χ.), πατέρα του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Θεοφυλάκτου (931 – 956 μ.Χ.).
Απολυτίκιο:
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Φύλαξ άγρυπνος, της Εκκλησίας, και καθαίρεσις, της δυασεβείας, Ιεράρχα Θεοφύλακτε πέφηνας, του γαρ Χριστού την Εικόνα σεβόμενος, υπερορίας και θλίψεις υπέμεινας, Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημιν το μέγα έλεος.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΥΣ Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ


 

Α΄ Χαιρετισμοί «Χαίρε χαράς δοχείον, δι’ ης της προμήτορος αρά λυθήσεται»

 

 

παπα Γιώργης Δορμπαράκης

«Χριστού βίβλον έμψυχον, εσφραγισμένην σε Πνεύματι, ο μέγας Αρχάγγελος, Αγνή θεώμενος, επεφώνοι σοι· Χαίρε χαράς δοχείον, δι’ ης της προμήτορος αρά λυθήσεται» (ωδή α΄)

(Ο μέγας αρχάγγελος  Γαβριήλ, βλέποντάς Σε, Αγνή Παναγία, ως ζωντανή βίβλο του Χριστού σφραγισμένη από το Άγιον Πνεύμα, σε προσφωνούσε λέγοντας: Χαίρε Συ που είσαι το δοχείο της χαράς και από την οποία θα λυθεί η κατάρα της προμήτορος Εύας).

Στέκει εκστατικός ο σταλμένος από τον Θεό αρχάγγελος Γαβριήλ μπροστά στην Παρθένο Κόρη της Ναζαρέτ. Και τα θεοειδή μάτια του διαστέλλονται για να δουν τη διπλή ενέργεια του Θεού.

Πρώτον, αυτό το «άγαλμα» που λέγεται Μαριάμ. Άγαλμα με την πραγματική έννοια της λέξης: «το εφ’ ω τις αγάλλεται», αυτό με το οποίο κανείς χαίρεται. Για τον αρχάγγελο η Παναγία συνιστά την πρόκληση της χαράς του. Γιατί βλέπει τη χάρη που αποπνέει αυτό το πλάσμα του Θεού: χάρη όχι από κάτι εξωτερικό, όπως από μία επίγεια ίσως ομορφιά, αλλά από τη σφραγίδα που έχει βάλει πάνω της το ίδιο το Άγιον Πνεύμα – Κεχαριτωμένη η Παναγία λοιπόν άνωθεν.

Κι αυτή η άνωθεν σφραγίδα του Πνεύματος αναγνωρίζεται από τον αρχάγγελο ως γνήσια από το πρωταρχικό πάντοτε γνώρισμά της: το «αποτύπωμα» του Χριστού. Έτσι δεν διδαχτήκαμε κι εμείς από τον λόγο του Θεού; Καταλαβαίνουμε τη γνήσια ενέργεια του αγίου Πνεύματος, όταν μας φανερώνει αυτή τον Υιό και Λόγο του Θεού, όταν μας οδηγεί πάντοτε στον Χριστό. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω».

Ο μέγας αρχάγγελος λοιπόν «ενεός», έκθαμβος,  μπροστά σ’ αυτό το ζωντανό βιβλίο του Χριστού, το σφραγισμένο από το Άγιον Πνεύμα, την Παρθένο Μαριάμ!

Δεύτερον, βλέπει με τη χάρη του Θεού και το αποτέλεσμα της ύπαρξης αυτού του «αγάλματος»: τη σωτηρία του ανθρώπου!  Ο Θεός τού διανοίγει τα μάτια, για να μετάσχει εν χαρά στο «απ’ αιώνος σεσιγημένον μυστήριον»: τον ερχομό διά της Κόρης της Ναζαρέτ του Ίδιου του Υιού και Λόγου του Θεού, ο Οποίος, ως και άνθρωπος πια, αναλαμβάνει επάνω Του όλες τις συνέπειες της ανταρσίας του ανθρώπου, τη φθορά και τον θάνατο.

Και κατανοεί ο αρχάγγελος ότι η Κεχαριτωμένη Κόρη, ως δεύτερη Εύα, αποτελεί την απάντηση στην πρώτη Εύα. Το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», ήταν η δική της πρόταση που έσβησε τη θρασύτητα και ανοησία της πρώτης.  Κι έγινε αυτή, η δεύτερη, «η Πάντων Χαρά»!

Μέτοχοι και οι πιστοί χριστιανοί έκτοτε της εκστατικής χαράς του αρχαγγέλου:

– προσεγγίζουμε κι εμείς την Παναγία Μάνα, και αγγίζουμε το Πνεύμα του Θεού· και «φυλλομετρούμε» τον ίδιο τον Κύριό μας. Χαιρετίζοντας την Παναγία «διαβάζουμε» τον Χριστό! Παναγία: η άλλη Βίβλος, η ζωντανή Βίβλος της Εκκλησίας μας·

– χαιρόμαστε γιατί ζούμε ήδη το γεγονός της σωτηρίας μας. Η πρώτη Εύα απαλλάχτηκε από την κατάρα· ο πρώτος Αδάμ ξαναβρήκε τον Παράδεισο. Μαζί κι εμείς λόγω του Κυρίου που μας έκανε ένα μ’ Εκείνον.  Με μία πάντοτε «αυτονόητη» προϋπόθεση: το «ιδού η δούλη Κυρίου» της Θεοτόκου να είναι η επωδός και της δικής μας καθημερινότητας.

ΣΤΑΧΥΝ Η ΒΛΑΣΤΗΣΑΣΑ ΤΟΝ ΘΕΙΟΝ

            

    Οι Χαιρετισμοί στην Παναγία αποτελούν ένα από τα πιο όμορφα σημεία συνάντησης του ανθρώπου με την Εκκλησία κατά την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Κάθε Παρασκευή, μικροί και μεγάλοι, νιώθουμε παιδιά που επιστρέφουμε στο σπίτι μας, για να μπούμε κάτω από τα στοργικά χέρια της μεγάλης Μάνας μας του ουρανού και της γης, να τραγουδήσουμε σ’ αυτήν το «χαίρε Νύμφη ανύμφευτε» και να λάβουμε την παρηγοριά για τις δυσκολίες της ζωής μας, την τρυφερότητα της αγάπης, αλλά και τη δύναμη ότι δεν θα νικήσει το όποιο κακό στη ζωή μας, όσο κι αν η πορεία μας σημαδεύεται από λάθη.

                Στον κανόνα των Χαιρετισμών ο σπουδαίος ποιητής και άγιος της Εκκλησίας μας Ιωσήφ ο υμνογράφος αποκαλεί την Παναγία «χώρα ανήροτον», «αγρό που δεν οργώθηκε ποτέ», παραβάλλοντας την γυναικεία φύση της Θεοτόκου με χωράφι το οποίο παρέμεινε πάντοτε παρθενικό, χωρίς να το αγγίξει ανδρικό χέρι, χωρίς σπορά δηλαδή, κι όμως «βλάστησε στάχυ το θείον», έβγαλε καρπό, παιδί δηλαδή, τον Χριστό, που μοιάζει με ένα και μοναδικό στάχυ, ανθρώπινο και θεϊκό μαζί. Η δύναμη της ποίησης είναι μοναδική. Η μεταφορά ασύλληπτης έμπνευσης. Το στάχυ μάς δίδει το ψωμί, τον άρτο ο οποίος στηρίζει τις καρδιές μας. Η Παναγία υπερβαίνει τους νόμους της φύσης που απαιτούν την ανθρώπινη παρέμβαση διά του έρωτος, για να γεννηθεί άνθρωπος. Και όπως στην Παλαιά Διαθήκη, στη δημιουργία του κόσμου, ο Θεός πρόσταξε τη γη να βλαστήσει «βοτάνην χόρτου» και αυτή εβλάστησε, έτσι και τώρα, στην Καινή Διαθήκη, εν Αγίω Πνεύματι, η ανθρώπινη γη και φύση της Παναγίας, βλαστάνει όχι τώρα «βοτάνην χόρτου», αλλά τον «Θεανθρώπινο στάχυ», τον μέγιστο καρπό που θα μπορούσε να εμφανιστεί ποτέ στην ιστορία του κόσμου. Μυστήριο, το οποίο «ου φέρει έρευνα».

                Την ίδια στιγμή, ο υμνογράφος επιμένει. Θα χαρακτηρίσει την Παναγία «έμψυχη τράπεζα», τραπέζι όχι υλικό, αλλά ζωντανό, στο οποίο χωρά ο Άρτος της ζωής, ο Χριστός. Όπως στην παλαιά Διαθήκη, στη σκηνή του μαρτυρίου, υπήρχε η χρυσή τράπεζα στην οποία ο Μωυσής έβαζε άρτους για τη λατρεία του Θεού, έτσι και στην Καινή Διαθήκη, η Παναγία γίνεται η έμψυχη τράπεζα, για να εισέλθει σ’ αυτήν Αυτός που κατέβηκε από τον ουρανό, για να θρέψει όχι με την τροφή που δίδει προσωρινά ενέργεια, για την επιβίωση του ανθρώπου, αλλά με την τροφή εκείνη που είναι ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος σωτήρας και λυτρωτής μας. Μ’ αυτήν ο άνθρωπος ζει εις τον αιώνα, λαμβάνει άφεση αμαρτιών, μεταμορφώνεται σε αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο, βρίσκει αυτό που του λείπει, δηλαδή τον τρόπο της θεώσεως. Αυτή η τροφή δεν δαπανάται, δεν εξαντλείται, υπερβαίνοντας κι εδώ τους νόμους της φύσης, αλλά ενισχύει και σώζει. Και είναι η Παναγία η έμψυχη τράπεζα, και εμείς οι οποίοι σε κάθε θεία λειτουργία, όταν κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του Χριστού, γινόμαστε το ίδιο, έμψυχες τράπεζες, όχι όμως εξαιτίας της αρετής και της πίστης μας, όπως η Παναγία, αλλά διότι ο Χριστός μας αγαπά και γίνεται ένα μαζί μας, κι ας μην το αξίζουμε.       

                Και υπάρχει και μια τρίτη εικόνα. Η Παναγία είναι η «ακένωτος πηγή», η πηγή που δεν σταματά ποτέ να αναβλύζει «ζων ύδωρ», το οποίο ξεδιψά τους ανθρώπους, διότι είναι ο Χριστός. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται ο άνθρωπος να έχει εκείνη την ωραία δίψα για την αλήθεια, για το νόημα της ζωής, να μην περιορίζει την αναζήτηση της ευτυχίας στον παρόντα χρόνο και κόσμο, αλλά να την επεκτείνει στην αγάπη που νικά τον θάνατο. Αυτό έκανε η Παναγία μας. Ξεδίψασε με την παρουσία του Υιού και Θεού εντός της και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, τη δίψα για μια ζωή που θα ξεπερνά την επιβίωση.

                Η Εκκλησία, αναπέμποντας τα «Χαίρε» στην Παναγία μας, μάς υπενθυμίζει ότι ζωή δεν σταματά στην επιβίωση. Δεν σταματά ούτε στην ευχαρίστηση διά των αισθήσεων, ούτε στις σχέσεις οι οποίες μας κάνουν να αισθανόμαστε την προτεραιότητα του εγώ μας. Η ζωή γίνεται όντως Ζωή μέσα από τη σχέση μας με τον Χριστό. Αν λαμβάνουμε τροφή αλήθειας, νοήματος και αιωνιότητας από τον στάχυ της ζωής, τότε δεν θα νικηθούμε από τις δοκιμασίες, τη φθορά και την ματαιότητα της ζωής αυτού του κόσμου, αλλά θα προχωρήσουμε προς Εκείνον, Τον Οποίο θα συναντούμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας, θα Τον κοινωνούμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, θα Τον κάνουμε γνωστό με τη ζωή και την αγάπη που δείχνουμε.

                Στον δρόμο αυτό η αγκαλιά της Παναγίας και η παρηγοριά μας θα μας βοηθούν να αντέχουμε και να μην αποκάμουμε. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ-Α' ΣΤΑΣΗ

 


Οι χαιρετισμοί στην Παναγία είναι υμνωδία που ο κάθε πιστός χαίρεται ιδιαίτερα να διαβάζει την μεγάλη Τεσσαρακοστή διαβάζονται κάθε Παρασκευή και για πέντε συναπτές εβδομάδες . Τα νοήματα των χαιρετισμών είναι υψηλά και βαθειά και θεωρούμε πολύ χρήσιμη μία μικρή σύντομη ερμηνεία.
Α’ ΣΤΑΣΗ
Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκε το χαίρε. (3) και συν τη ασωμάτω φωνή, σωματούμενον σε θεωρών Κύριε, εξίστατο και ίστατο, κραυγάζων προς αυτήν τοιαύτα.
Όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ πήγε στην παρθένο Μαρία για να της αναγγείλει ότι θα γινόταν Μητέρα του Χριστού, είδε ότι ενώ ακουόταν η ασώματη φωνή του, ο Υιός του Θεού έπαιρνε σώμα μέσα στα άσπιλα σπλάχνα της Παναγίας। Τότε θαύμασε λοιπόν, το άυλο και ουράνιο αυτό πνεύμα και άρχισε να απευθύνει στην θεοτόκο τα παρακάτω «χαίρε».
Χαίρε, δι’ ης η χαρά εκλάμψει। Χαίρε, δι’ ης η αρά εκλείψει.
Μες από την Παναγία θα έβγαινε η λάμψη της χαράς, δηλαδή ο Λυτρωτής. Και πάλι μες από την Παναγία θα δινόταν στους ανθρώπους η απαλλαγή από την κατάρα του προπατορικού αμαρτήματος.
Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις. Χαίρε των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.
Χαίρε, γιατί με σένα ξαναφωνάζει κοντά του τον πεσμένο Αδάμ ο θεός και λυτρώνει την Εύα από τα δάκρυά της.
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς. Χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και Αγγέλων οφθαλμοίς.
Οι ανθρώπινοι λογισμοί δεν μπορούν να φτάσουν εύκολα στο ύψος της αξίας που σου έδωσε η Χάρις του Θεού. Και τα μάτια των αγγέλων δεν μπορούν να βυθοσκοπήσουν το μυστήριο που επάξια εκπροσωπείς.
Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα. Χαίρε ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα.
Μαρία κρατάς στα γόνατά σου ως επίγειος θρόνος τον Κύριον του παντός.Βαστάζεις Εκείνον που όλα τα ορατά και αόρατα βαστάζει.
Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον ήλιον. Χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως.
Είσαι ο αυγερινός, που λάμπεις πριν ανατείλει ο Ήλιος της Δικαιοσύνης,ο Χριστός. Είσαι η γυναίκα που από σένα και με την θέλησή σου πήρε σάρκα ο Υιός του Θεού.
Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις. Χαίρε, δι’ ης βρεφουργείται ο Κτίστης.
Είσαι εκείνη με την οποίαν ανανεώνεται η κτίση και από την οποία προήλθε ως βρέφος ο Κτίστης.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε।
Βλέπουσα η Αγία, εαυτήν εν αγνεία, φησί τω Γαβριήλ θαρσαλέως. Το παράδοξον σου της φωνής, δυσπαράδεκτόν μου τη ψυχή φαίνεται. Ασπόρου γαρ συλλήψεως, την κύησιν πως λέγεις κράζων.
Βλέποντας η Παναγία ότι ήταν παρθένος απόρησε πως θα ήταν δυνατό να γεννήσει παιδί.Σάστισε στα λόγια του Αρχαγγέλου και ταράχτηκε.Της φάνηκαν παράδοξα και δεν μπορούσε να τα εννοήσει.Και με το θάρρος της αγνότητας τον ρώτησε πως θα γινόταν αυτό αφού ήταν παρθένος.
Γνώσιν άγνωστον γνώναι, η Παρθένος ζητούσα, εβόησε προς τον λειτουργούντα। Εκ λαγόνων αγνών, Υιόν πως εστί τεχθήναι δυνατόν; λέξον μοι. προς ην εκείνος έφησεν εν φόβω, πλην κραυγάζων ούτω.
Αλληλούια
Αυτό που ζητούσε να μάθει η Παναγία ήταν γνώση που ξεπερνούσε την δύναμη του ανθρώπινου λογικού।Ήταν θείο μυστήριο. Ερωτά όμως τον άυλο λειτουργό του Υψίστου τον Αρχάγγελο και τον παρακαλεί να της πει πώς θα συμβεί να γεννήσει παιδί από παρθενικά σπλάχνα. Και ο Γαβριήλ, έμφοβος ενώπιον εκείνης που θα έδινε στον κόσμο τον Σωτήρα, της λέγει με λειτουργική φωνή:
Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις. Χαίρε, σιγής δεομένων πίστις.
Χαίρε συ που ο Κύριος σε αξιώνει να μάθεις τη μυστική Του απόφαση και θέληση. Χαίρε που τα ανέκφραστα πληροφορείσαι με την πίστη.
Χαίρε, των αθυμάτων Χριστού το προοίμιον. Χαίρε, των δογμάτων αυτού το κεφάλαιον.
Η Παναγία είναι το πρώτο και μεγαλύτερο από τα θαύματα της ενσάρκου οικονομίας. Είναι ακόμα η βάση και το αποκορύφωμα των δογμάτων της πίστεώς μας στον Χριστό.
Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε δι’ ης κατέβη ο Θεός. Χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν.
Σκάλα που κατέβηκε ο θεός, για να έλθει από τον ουρανό στη γη, είναι η Παναγία. Και συγχρόνως και γέφυρα, που μας ενώνει και ανεβάζει από τη γη στον ουρανό.
Χαίρε, το των Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα। Χαίρε, το των δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα.
Εσένα Μαρία θαυμάζουv οι άγγελοι κι ο ένας στον άλλον μεταδίδει τα σχετικά με σε. Και συ είσαι που τραυμάτισες τους χαιρέκακους δαίμονες τον κατάλληλο καιρό.
Χαίρε, το φως αρρήτως γεννήσασα. Χαίρε, το πως μηδένα διδάξασα.
Γέννησες το Φως του κόσμου με τρόπο ανείπωτο και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το πως.
Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν. Χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας.
Είσαι κάτι που οι σοφοί δεν μπορούν να εννοήσουv.Είσαι η αυγή, που λάμπει στο νου τωv πιστών.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε।
Δύναμις του Υψίστου, επεσκίασε τότε, προς σύλληψιν τη απειρογάμω. Και την εύκαρπον ταύτης νηδύν, ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν άπασι, τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρία, εν τω ψάλλειν ούτως.
Η δύναμη του Υψίστου έπεσε κατά τον Ευαγγελισμό πάνω στη Μαρία και την ήσκιωσε. Και η εύκαρπη κοιλία της έγινε για μας γλυκό χωράφι, απ’ όπου θερίσαμε τη σωτηρία, ψάλλοντας όλοι μαζί
Αλληλούια.
’Εχουσα θεοδόχον, η Παρθένος την μήτραν, ανάδραμε προς την Ελισάβετ, το δε βρέφος εκείνης ευθύς, επιγνόν τον ταύτης ασπασμόν, έχαιρε και άλμασιν, εβόα προς την Θεοτόκον.
Μετά τον Ευαγγελισμό η Παναγία πήγε να επισκεφθεί την Ελισάβετ τη συγγενή της, που ήταν ήδη έγκυος στον Ιωάννη τον Πρόδρομο। Και μόλις η Μαρία, που είχε συλλάβει το Χριστό, πλησίασε την Ελισάβετ, το βρέφος που ήταν στην κοιλία της Ελισάβετ κατάλαβε ότι ήταν η Μητέρα του Κυρίου και σκίρτησε. Και με τα σκιρτήματα αυτά η μητέρα του Ιωάννη την χαιρέτησε ως εξής:
Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα. Χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα.
Χαίρε κλήμα από την αμάραντη ρίζα του οίκου Δαυίδ. Χαίρε συ που τον άφθαρτο καρπό κατέχεις,δηλαδή τον Ιησού.
Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον. Χαίρε φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα.
Συ είσαι ο αγρός όπου βλάστησε ο φιλάνθρωπος γεωργός, δηλαδή ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Συ είσαι το χώμα όπου φύεται ο Φυτευτής της ζωής μας.
Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οικτιρμών. Χαίρε, τράπεζα βαστάνουσα ευθηνίαν ιλασμών.
Χαίρε γη, που βλαστάνεις με ευφορία τους Θείους οικτιρμούς και τράπεζα που έχεις πάνω σου τη δωρεά τωv θείων ιλασμών.
Χαίρε, ότι λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις. Χαίρε, ότι λιμένα των ψυχών ετοιμάζεις.
Χλοερό λιβάδι για να εντρυφούμε έγινες κι ετοιμάζεις λιμάνι απάνεμο όπου θα καταφεύγουν οι ψυχές.
Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα. Χαίρε, παντός του κόσμου εξίλασμα.
Οι δεήσεις σου στον Κύριο για μας είναι ως θυμίαμα ενώπιόν Του ευπρόσδεκτο. Και συ εξιλεώνεις όλον τον κόσμο.
Χαίρε, Θεού προς θνητούς ευδοκία. Χαίρε, θνητών προς Θεόν παρρησία.
Η καλοσύνη του θεού σε μας αποδείχθηκε με σένα.Και συ μας δίνεις θάρρος να απευθυνόμαστε σε Εκείνον.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε।
Ζάλην ένδοθεν έχων, λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη, προς την άγαμόν σε θεωρών, και κλεψίγαμον υπονοών άμεμπτε। Μαθών δε σου την σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου έφη.Αλληλούια
Ο δίκαιος Ιωσήφ έπεσε σε ταραχή και η σκέψη του κρυφά τον παίδευε και τον ζάλιζε,βλέποντας σε άγαμη και υποπτευόμενος ότι είχες γίνει έγκυος από άλλον άνδρα.Αλλά όταν έμαθε ότι το παιδί που είχες στο σπλάχνο σου ήταν από πνεύμα Άγιο αναφώνησε. Αλληλούια.